Ο Δημήτρης Μυράτ, αφηγείται αυτές τις γραμμές, κατά την διάρκεια της δεύτερης από τις τέσσερις μικρές ιστορίες της πρώτης σπονδυλωτής ταινίας του Ελληνικού κινηματογράφου ''Η ιστορία μιας κάλπικης λίρας''.
Σε αυτήν την δεύτερη ιστορία, πρωταγωνιστούν η Σπεράντζα Βρανά ως πόρνη και ο Μίμης Φωτόπουλος ως ζητιάνος.
''Ο αγοραίος έρωτας, μην είμαστε σκληροί, έχει και αυτός την θέση του στην κοινωνία. Από τον καιρό που φτιάχτηκε η κοινωνία.
Πόσοι ανέραστοι, πόσοι καμπούριδες, πόσοι απόκληροι δεν ζήτησαν τον έρωτα στην πληρωμένη ψευδαίσθηση της σάρκας χωρίς ψυχή, διψασμένοι για λίγες στιγμές ανθρώπινης τρυφερότητας.
Πόσοι ανίκανοι ν' αγαπηθούν, δεν αγόρασαν αυτήν την ψεύτικη ζεστασιά, σ' αυτό το ύποπτο ντεκόρ που είναι ίδιο και απαράλλαχτο σε όλες τις γωνιές της γης, σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη.
Ενα φθηνό δωμάτιο, ένα διπλό κρεβάτι, ένα κακόγουστο αμπαζούρ, συνήθως κόκκινο και λίγη φαντασία. Στο κάτω κάτω όλα είναι υπόθεση φαντασίας.
''Λυχνίας σβησθείσης, είπε ο Διογένης, πάσα γυνή ομοία''.
Οσο για την πληρωμή, το ζήτημα δεν έχει και τόση σημασία. Ο άνδρας πάντα πληρώνει και στον μή αγοραίο έρωτα. Τον φούρναρη, τον χασάπη, τον κοσμηματοπώλη, την ηλεκτρική εταιρία, το νοίκι.
Οι κοκότες είναι κατά τούτο ειλικρινέστερες και οικονομικότερες, ότι ζητούν ένα συγκεκριμένο ποσόν.''
Νομίζω πως αρκετοί έθιξαν τους λόγους που εμείς οι άνδρες επισκεπτόμαστε τις κοκότες (πιο εμπεριστατωμένα ίσως ο professorx) και μέσες άκρες συμφωνούν με αυτές τις γραμμές που γράφτηκαν πρίν από 56 χρόνια.
Καλά Χριστούγεννα.