ΤΑΚΜΑΝ: Να δεις πόσο σε αγαπάω. Ορίστε η απόδειξη (εκείνη τη στιγμή παρέδωσα τη χρησιμοποιημένη καπότα στην τσατσά, για να την πετάξει στα σκουπίδια).
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: (γέλασε).
ΤΑΚΜΑΝ (με το ύφος της θλιμμένης χήρας): Ελπίζω να μη σε έκανα να αισθανθείς άσχημα. Συγχώρεσέ με σε παρακαλώ, αν σε έφερα σε δύσκολη θέση.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Κανένα πρόβλημα. Μόνο μη γράψεις τίποτα στην κριτική, γιατί θα με απολύσει το αφεντικό.
ΤΑΚΜΑΝ: Στο υπόσχομαι, δεν πρόκειται να σε εκθέσω.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ: Εγώ δουλεύω εδώ Δευτέρα - Τρίτη - Τετάρτη από τις 18:00 μέχρι τις 00:00. Να έρχεσαι μετά τις 20:30, που δεν έχει κόσμο.
Κατόπιν, η τσατσά με χαιρέτησε και επέστρεψε στην κουζίνα.
Στη συνέχεια, κουβέντιασα με τη Μπιάνκα (όσο ντυνόταν). Ο διάλογος ήταν ο εξής:
ΤΑΚΜΑΝ: Ψάχνω να βρω καμία υπηρεσία, για να με ακολουθήσει στην Αγγλία (μόλις βρω δουλειά). Πολύ την αγάπησα την κυρία Χριστίνα.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Είναι καλός άνθρωπος, αλλά θα της είναι δύσκολο να ξεπατριστεί σε αυτή την ηλικία. Έχει μεγαλώσει στην Αθήνα, είναι παντρεμένη και έχει εγγόνια.
ΤΑΚΜΑΝ: Κατάλαβα.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Πάρε εμένα μαζί σου στην Αγγλία. Και εγώ μεγάλη είμαι.
ΤΑΚΜΑΝ: Πόσο χρονών είσαι;
ΜΠΙΑΝΚΑ: Εσύ πόσο με κάνεις;
ΤΑΚΜΑΝ: 40;
ΜΠΙΑΝΚΑ: Είμαι 43.
ΤΑΚΜΑΝ: (κλασσικός μορφασμός Γύπα).
ΜΠΙΑΝΚΑ: Εγώ δεν έχω μυαλό, όπως εσύ. Ποτέ δεν τα κατάφερνα στα γράμματα.
ΤΑΚΜΑΝ: Δεν πειράζει. Έχεις αλλού ταλέντο εσύ.
ΜΠΙΑΝΚΑ: (γέλασε).
Αποχωρώντας από το κόκκινο δωμάτιο με τη Μπιάνκα, ο διάλογος συνεχίστηκε ως ακολούθως: