Στις 20:06 έφτασα έξω από το στούντιο της οδού Σολωμού 32 - ισόγειο και έκλεισα το κινητό μου. Για 4-5 λεπτά χτυπούσα απεγνωσμένα το κουδούνι ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αλλά δε μου άνοιγε κανείς. Ωστόσο, τα φώτα ήταν αναμμένα. Αισθανόμουν λες και είχα το πρόσωπο του Μπάτμαν.
Στις 20:11 μου άνοιξε η Μπιάνκα. Η στιχομυθία, που ακολούθησε, ήταν η εξής:
ΤΑΚΜΑΝ: Τελικά κατέληξα εδώ, όπως φανταζόμουν.
ΜΠΙΑΝΚΑ: (χαμογέλασε).
ΤΑΚΜΑΝ: Ο λόγος, που ήρθα στο συγκεκριμένο στούντιο, είναι γιατί θέλω κάτι πολύ συγκεκριμένο.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Ακούω.
ΤΑΚΜΑΝ: Μια ερώτηση κρίσεως πρώτα, για να καταλάβω τη διαφορά. Πόσο είναι το απλό πρόγραμμα;
ΜΠΙΑΝΚΑ: 50 ευρώ.
ΤΑΚΜΑΝ: Αυτή τη στιγμή έχω μαζί μου 120 ευρώ. Τα έχω φέρει από την Αγγλία.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Δεν μπορώ να δεχτώ ξένα νομίσματα.
ΤΑΚΜΑΝ: Ευρώ είναι, μην ανησυχείς. Προέρχονται από το λογαριασμό μισθοδοσίας.
ΜΠΙΑΝΚΑ: (ανεστραμμένη γκριμάτσα του Γύπα).
ΤΑΚΜΑΝ: Επειδή έχω ιδιαίτερη αδυναμία στις μεγάλες γυναίκες, θα επιθυμούσα μαζί με εσένα να μπει και η υπηρεσία στο δωμάτιο. Δεν πρόκειται να κάνει κάτι δύσκολο. Απλά, την ώρα που θα συνουσιαζόμαστε, θέλω η κυρία να μου κρατάει τα χεράκια και να μου μιλάει στοργικά. Στην ουσία με την τσάρκα, σύγκρινα υπηρεσίες. Η εν λόγω κυρία νίκησε κατά κράτος.
ΜΠΙΑΝΚΑ: Δείξε μου τα χρήματα, να τα δω.
ΤΑΚΜΑΝ: (της έσκασα όλο το ποσό).
ΜΠΙΑΝΚΑ: Πήγαινε στο δωμάτιο. Μην ανησυχείς, θα καθαρίσω εγώ για πάρτυ σου. Εσύ μην πεις κουβέντα.
ΤΑΚΜΑΝ (γελώντας σαν κορνούτος): ΟΚ.
Πάω να φάω μελιτζάνες. Τα λέμε σε λίγο.