Μόλις κατέβηκα στο Χιλτον, διαπίστωσα ότι έκανα μεγάλη πατάτα. Επειδή έμεινα 5 μήνες στα ξένα, είχα ξεχάσει το γεγονός ότι το 622 περνάει από την πλατεία του Αγίου Θωμά. Έτσι λοιπόν, για να είμαι συνεπής στο ραντεβού μου, πήρα ΤΑΧΙ.
Στις 20:10 βρέθηκα με τον Wapei και φάγαμε παγωτό. Στις 21:05 συνεννοήθηκα με τον Μπάο και κανονίσαμε βόλτα, οπότε είχα έναν καλό λόγο να μην ακολουθήσω τους γονείς μου.
Στις 21:07 σηκώθηκα από την καρέκλα μου, για να πάρω την τσατσά. Βρήκα κάποιο απομονωμένο σημείο και στις 21:10 την πήρα σπίτι. Είχα φοβερή ταχυπαλμία, αισθανόμουν το στομάχι μου να ανακατεύεται και έκανα το σταυρό μου. Τα μάτια μου είχαν κοκκινίσει από τα δάκρυα. Με τρεμάμενα χέρια και με έντονη δύσπνοια, σχημάτισα τον αριθμό της. Η στιχομυθία, που ακολούθησε, ήταν η εξής:
ΤΣΑΤΣΑ (με άγρια φωνή): Ναι;
ΤΑΚΜΑΝ: Έλα εγώ είμαι.
ΤΣΑΤΣΑ: Έλα παιδί μου, είναι εδώ η ανιψιά μου.
ΤΑΚΜΑΝ: Κατάλαβα. Σε πήρα να σε ρωτήσω, αν αύριο δουλεύεις σε κανένα στούντιο ή αν έχεις ρεπό.
ΤΣΑΤΣΑ: Έχω ρεπό Τετάρτη και Πέμπτη.
ΤΑΚΜΑΝ: Εγώ ίσως φύγω με τους γονείς μου Εύβοια αύριο, αλλά δεν ξέρω ακόμα. Θέλω όμως οπωσδήποτε, αυτή τη βδομάδα να σε δω.
ΤΣΑΤΣΑ: Εντάξει, εντάξει.
ΤΑΚΜΑΝ: Συγχώρεσέ με σε παρακαλώ. Θα τα πούμε.
ΤΣΑΤΣΑ: Παρακαλώ.