Λοιπόν, μπαίνει μια φορά ένας τύπος, στο καφενείο του χωριού. Τον βλέπουνε οι φίλοι του και τον φωνάζουνε
κοντά τους.
-Έλα ρε, Κμαν που χάθηκες ρε παιδί;
-Είχα πάει για κυνήγι στην Πολωνία..
-Έλα ρε σύ, και τι έγινε, πές μας τις εντυπώσεις...
-Παίδες, είχα ανέβει, που λέτε, με τα πόδια στα Τάτρα, και φτάνοντας σε ένα ξέφωτο,
διακρίνω σε απόσταση δύο χιλιομέτρων μια αρκούδα. Βγάζω το ΜΚ4, κυαλάρω, και μπάμμμ...
την πετυχαίνω στο αριστερό μάτι. Τρέχω κοντά της, είχε μείνει στον τόπο η αρκούδα. Τώρα, πως να την κουβαλήσω;
Ας πάρω τουλάχιστον ένα ενθύμιο, για μη λένε μερικοί-μερικοί ότι τους πουλάω παραμύθια, σκέφτηκα.
Βγάζω τότε, το σπαθί σαμουράι από τη ζώνη μου, και της κόβω το ένα μπούτι. Το παίρνω παραμάσκαλα
(θα ζύγιζε και 50 κιλά, αλλά εγώ δεν μασάω) και συνέχισα τον δρόμο μου. Μετά από μισή ώρα πεζοπορία,
σε ένα άλλο ξέφωτο, γύρω στα τρία χιλιόμετρα μακριά, βλέπω ένα ελάφι. Ξαναβγάζω από τον ώμο το ΜΚ4,
σημαδεύω, και μπαμμμμμμ... το πετυχαίνω στο δεξί αφτί. Πάω κοντά, τι να δώ; Τέτοια τεράστια κέρατα
δεν είχα ξαναδεί. Έλα όμως δεν είχα μαζί μου την πριονάτη σπάθα, και έτσι, έβγαλα πάλι το σπαθί σαμουράι, και έκοψα
κι από αυτό ένα μπούτι, έτσι για τρόπαιο (θα ζύγιζε έως και 80 κιλά, αλλά είπαμε, δεν χαμπαριάζω).
Με τα δύο μπούτια, λοιπόν, παραμάσκαλα, ξεκίνησα να ανηφορίζω προς την κορυφή...
(Εκείνη τη στιγμή χτυπάει το τηλέφωνό του, και πετάγεται από την καρέκλα).
-...Μια στιγμή παίδες, με καλεί η γυναίκα μου, πάω για λίγο έξω να μιλήσω, και επανέρχομαι.
Σε πέντε λεπτά, ξαναμπαίνει στο καφενείο και κάθεται στη θέση του.
-Λοιπόν, που είχαμε μείνει; ρωτάει την παρέα.
-Εκεί, που είχες πάρει τα δύο μπούτια παραμάσκαλα...
-Α! ναί, θυμήθηκα. Και τότε που λέτε ρε μάγκες, τα σηκώνω ψηλά, και της τραβάω έναν πούτσο, που ήταν όλος δικός της. Μιλάμε την ξεμούνιασα την γκόμενα...