Ζωή Χωρίς Delivery
Ένας πρώην φανατικός του junk ανακαλύπτει το μπρόκολο
Θα ήθελα πολύ να πω ότι το όλο πράγμα ξεκίνησε επειδή ξαφνικά έπαθα ένα σχετικό κοκομπλόκο, αποφάσισα να μασαμπουκώνω πιο υγιεινά και βρήκα τον Θεό στο φρεσκοβρασμένο μπρόκολο (δεν υπάρχει Θεός και, αν υπάρχει, δηλώνω αντίθεος).
Θα ήθελα έστω να μπορούσα να πω ότι ξεκίνησα να το κάνω για οικονομία, τώρα που ο κατσικόδρομος της κρίσης φαντάζει μακρύς και τα σκυλιά δεμένα (αν ήθελα να κάνω οικονομία, θα μπορούσα να κόψω το δεύτερο πακέτο τσιγάρα. Ή το τέταρτο ποτό). Όχι. Και αυτό (όπως και τα περισσότερα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, από τα πράγματα που κάνει ένας άντρας στη ζωή του) το ξεκίνησα δειλά δειλά για τα μάτια μιας γυναίκας, που αφού την έπεισα να μετακομίσει στο ίδιο σπίτι με μένα, έπρεπε να κάνω μερικά πράγματα για να μην το μετανιώσει. Άρχισα να αντιμετωπίζω τα σουβλάκια, τα κοντοσούβλια, τις πίτσες, τα κινέζικα, τις κρέπες, τα πολίτικα και τα υπόλοιπα «καλούδια» από το μαγικό κόσμο του delivery κάπως σαν τις ημίωρες επισκέψεις στην τουαλέτα μαζί με τις κυριακάτικες εφημερίδες: σαν μία απόλαυση τόσο ένοχη, που την επιτρέπεις στον εαυτό σου μόνο όταν είσαι μόνος στο σπίτι. Γιατί να υποστεί και ο συγκάτοικος, δηλαδή η συγκάτοικος, τη μυρωδιά από το τζατζίκι; Όπως και κάθε άλλη μυρωδιά, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.
Όταν είχα μάθει ότι είχα περάσει στο πανεπιστήμιο, για τρία συγκεκριμένα πράγματα είχα χαρεί περισσότερο. 1) Γιατί θα σπούδαζα αυτό που ήθελα (ήθελα Φυσική). 2) Γιατί το κτίριο της σχολής ήταν δυο βήματα από το κτίριο της Φιλοσοφικής (που φανταζόμουν ότι είχε τη μεγαλύτερη ποσόστωση ωραίων γυναικών σε όλο το Καποδιστριακό και, εδώ που τα λέμε, μάλλον σε όλη τη χώρα). 3) Γιατί φανταζόμουν την Αθήνα σαν τον παράδεισο του delivery. Μπορεί ο γνωστός στους φοιτητικούς κύκλους ως «ο μούφα μύθος της Φιλοσοφικής» να καταρρίφθηκε σε μερικούς μήνες. Μπορεί να μην έγινα ακαδημαϊκός. Αλλά στα δεκατρία με δεκατέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα, η σχέση μου με τα παντός είδους (και, το σημαντικότερο, παντός καιρού) delivery boys ποτέ δεν με απογοήτευσε. Ήταν από τις πιο σταθερές στην καθημερινότητά μου. Μου άρεσε αυτό. Στ’ αλήθεια μου άρεσε. Δεν παράγγελνα delivery επειδή βαριόμουν να μαγειρέψω (εντάξει, βαριόμουν), αλλά επειδή το ήθελα. Πραγματικά. Το έκανα εκ πεποιθήσεως. Το θεωρούσα τρανή μαλακία να μπω στον κόπο να πάω στο σούπερ μάρκετ, να ψωνίσω, να μαγειρέψω, να λερώσω κατσαρόλες και τηγάνια, να φάω και μετά να έχω και πιάτα να πλύνω. Ενώ μπορούσα πολύ απλά να παραγγείλω το κοντοσούβλι μου (ειλικρινά, πρέπει να υπήρξε ένα «θολό» τρίμηνο που τρεφόμουν μόνο με κοντοσούβλι από μία συγκεκριμένη ψησταριά του Παγκρατίου. Γενικά, ως γνήσιος μονομανής, έχω περάσει πολλές τέτοιες «θολές» περιόδους τρώγοντας σχεδόν αποκλειστικά από ένα συγκεκριμένο ντελιβεράδικο), να το φάω μέσα από το ωραιότατο τσίγκινο πιατελάκι και, άμα λάχει, να καθαρίσω και τα δόντια μου με το πλαστικό πιρούνι λίγο πριν το πετάξω (αηδία, το ξέρω). Ήταν μία ενίοτε νόστιμη, σίγουρα ανθυγιεινή, βεβαιότατα αντιοικονομική, αλλά εντελώς βολική συνήθεια. Ήταν κομμάτι (μάλλον ορθογώνιο, σαν της αγαπημένης μου «πίτσας με το μέτρο») του τρόπου ζωής μου. Όπως το κάπνισμα. Όπως εσχάτως η μηχανή μου. Όπως το να γράφω κείμενα για αυτό το περιοδικό. Και όταν κόβεις ένα κομμάτι του τρόπου ζωής σου, κόβεις ένα κομμάτι του εαυτού σου και γι’ αυτό πονάς (όχι κατ’ ανάγκη σωματικά). Σε χαλάει, πώς το λένε; (Στερητικό το λένε).
Στην αρχή που θα μπεις στον κόπο να μαγειρέψεις κοτόπουλο λεμονάτο με θυμάρι από το προηγούμενο βράδυ για να πάρεις το επόμενο πρωί στο γραφείο θα σου φανεί ότι έχει πλάκα. Εμένα όλοι με κοίταζαν σαν εξωγήινο όταν με είδαν να βγάζω το ταπεράκι από την τσάντα. Ένιωσα λίγο σαν τα πιτσιρίκια που σπάνε το χέρι τους αλλά γουστάρουν που για μερικές μέρες όλοι θέλουν να γράψουν κάτι στο γύψο.
Τον πρώτο καιρό αντιμετώπιζα το μαγείρεμα στο σπίτι σαν μία νέα κουλ συνήθεια που, εδώ που τα λέμε, είχε και benefits. Την ώρα που μαγείρευα στο σπίτι συκωτάκια μαριναρισμένα, μπορούσα να καταλάβω ότι η Ε. αραιά και πού με κοιτούσε με κάτι σαν θαυμασμό (μπορεί απλά να απορούσε για την ψυχική μου υγεία). Άσε που με τα λεφτά που γλίτωνα από την παραγγελία του «παστίτσιου της γιαγιάς» (στην πραγματικότητα παστίτσιο του κώλου) από το κοντινό μαγειρείο στο γραφείο, μπορούσα να πιω άλλο ένα ποτό το βράδυ.
Μετά όμως θα έρθει «η στιγμή». Μπορεί να είναι η στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις ότι μέσα σε λίγες μέρες έχεις πλύνει πιάτα περισσότερες φορές απ’ ό,τι στην υπόλοιπη ζωή σου. Μπορεί να είναι η στιγμή που θα σου μυρίσει το λιωμένο τσένταρ της πίτσας από το διπλανό γραφείο. Μπορεί να είναι η στιγμή που θα βαρεθείς να σκεφτείς τι να μαγειρέψεις (και θα εκνευριστείς πολύ περισσότερο από τότε που αράδιαζες τα φυλλάδια στο τραπέζι και δεν μπορούσες να αποφασίσεις τι να παραγγείλεις). Αλλά σίγουρα είναι η στιγμή της αλήθειας. Η στιγμή της κρίσης. Φαντάζομαι κάπως σαν αυτή που περνάει ένας καπνιστής λίγες μέρες αφού το κόψει. Δεν θα πω βλακείες ότι και καλά στάθηκα δυνατός όταν ήρθε η δική μου στιγμή, όταν στο δρόμο για το σπίτι πέρασα με τη μηχανή έξω από το αγαπημένο μου σουβλατζίδικο στην Ομόνοια. Σταμάτησα, πήρα τέσσερα καλαμάκια σκέτα και τα τσάκισα. Άναψα και το τσιγάρο μου μετά, όπως πάντα. Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένιωσα λίγο βαρύς. Φουσκωμένος. Και το στόμα μου κάπως περίεργο το ένιωσα. Σαν ταγγό από το λίπος. Κάτι τέτοιο, όχι ευχάριστο. Και τότε το κατάλαβα: Το σουβλάκι δεν μου άρεσε τόσο όσο πριν. Και τότε το σκέφτηκα: καλύτερα δεν θα ήταν αν έτρωγα κανένα σάντουιτς στο σπίτι; Και τότε το συνειδητοποίησα: είχα περάσει απέναντι. Είχα αλλάξει.
Στον ενάμιση μήνα που έχει περάσει από τότε, έχω υποκύψει άλλες τέσσερις φορές. Όχι γιατί βαρέθηκα να μαγειρέψω. Αλλά να, σχεδόν το βλέπω σαν χρέος απέναντι στον παλιό μου εαυτό. Ξέρω ’γώ, κάτι σαν ευχέλαιο στο μνήμα του ντελιβερομανή. Ακόμη και ο Άντονι Μπουρντέν τις κάνει πού και πού τις ματσαραγκιές του. Α, ναι, από τότε που έκοψα το ντελίβερι και άρχισα να το μαγείρεμα, ο Μπουρντέν έγινε για μένα ο «νέος Μόρισεϊ».