6/4/2007
Ο Άγνωστος Πόλεμος των ΗΠΑ στην Αφρική
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αντί, τεύχος 892, που κυκλοφόρησε στις 6 Απριλίου του 2007.
ΠΟΥ ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ Ο ΠΙΟ ΠΡΟΣΦΑΤΟΣ πόλεμος των ΗΠΑ; Αν απαντήσατε «στο Ιράκ», χάσατε. Η σωστή απάντηση είναι «στη Σομαλία». Από τον περασμένο Ιανουάριο, μέλη των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων έχουν εισβάλλει στη βορειοανατολική αφρικανική χώρα για πρώτη φορά από το 1994.
Εκείνη την εποχή, επί προεδρίας Μπιλ Κλίντον, οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν αποσυρθεί άρον-άρον από το κέρας της Αφρικής μετά τις φρικιαστικές τηλεοπτικές εικόνες του λιντσαρίσματος 18 Αμερικανών πεζοναυτών στους δρόμους της πρωτεύουσας της Σομαλίας, Μογκαντίσου. Κατά τα επόμενα χρόνια, το χάος που διαδέχτηκε την αποτυχημένη στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ άφησε ουσιαστικά αδιάφορο το Πεντάγωνο. Όλα όμως άλλαξαν το 2005, όταν αλλεπάλληλα μηνύματα προς το State Department από τις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Κένυα και την Αιθιοπία επεσήμαναν τον κίνδυνο εγκατάστασης μιας ριζοσπαστικής ισλαμικής κυβέρνησης στη Σομαλία.
Τι ακριβώς είχε συμβεί; Ο πληθυσμός της αφρικανικής αυτής χώρας αποτελείται από αντιμαχόμενες φυλές που ζούσαν ανέκαθεν διαχωρισμένες, ώσπου η καταστροφική αποικιακή πολιτική της Ιταλίας και της Βρετανίας τους επέβαλε τη συνύπαρξη σ’ ένα ψευδεπίγραφο κράτος. Από τότε, η πολιτική σύγχυση βασιλεύει στη χώρα, με αποκορύφωμα την ολική κατάρρευση της νομιμότητας στη δεκαετία του 1990. Το 2004, μετά από χρόνια αιματοκυλίσματος, οικονομικοί κύκλοι στη σομαλική πρωτεύουσα αποφάσισαν να επιζητήσουν τη νομιμότητα στρεφόμενοι στο μοναδικό πολιτισμικό θεσμό που ενώνει το ετερογενές πολυφυλετικό σύμπλεγμα της χώρας: τον μουσουλμανισμό. Χρηματοδότησαν την θεσμοθέτηση ισλαμικών δικαστηρίων, αποτελούμενων από μουλάδες με πολιτικοθρησκευτική επιρροή πάνω στις σομαλικές φυλές.
Το αποτέλεσμα αυτής της πρωτοβουλίας, που σήμερα ακούει στο όνομα «Ένωση Ισλαμικών Δικαστηρίων», υπήρξε άμεσο όσο και εντυπωσιακό. Για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 20 χρόνια η τάξη αποκαταστάθηκε στους δρόμους της Μογκαντίσου. Κι αυτό διότι η ανομία πατάχθηκε βίαια, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις πολιτικής επιβολής της σαρία, δηλαδή του μουσουλμανικού θεοκρατικού νόμου. Όμως η νομοθετική επιτυχία των Ισλαμικών Δικαστηρίων ευνόησε τη διάδοσή τους και σε άλλες περιοχές της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν, μέσα σε λιγότερα από δύο χρόνια, τα Ισλαμικά Δικαστήρια να δημιουργήσουν τη δική τους παραστρατιωτική δύναμη, η οποία μόνο στη Μογκαντίσου αριθμούσε πάνω από 4.000 οπλισμένους μαχητές. Σταδιακά στις τάξεις των παραστρατιωτικών άρχισαν να εμφανίζονται και αλλοδαποί μουσουλμάνοι από χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Μέσης Ανατολής, ακόμα και της Ευρώπης [01]. Όπως ήταν αναμενόμενο, η εξέλιξη αυτή σήμανε συναγερμό στις ΗΠΑ, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν διατεθειμένες να επιτρέψουν μια μουσουλμανική θεοκρατία να εδραιωθεί στο στρατηγικής σημασίας κέρας της Αφρικής –απέναντι ακριβώς από τη μεσανατολική χερσόνησο.
ΥΠΟΝΟΜΕΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΜΠΑΡΓΚΟ
Το 2004, θέλοντας να στηρίξουν τους ελάχιστους μετριοπαθείς Σομαλούς πολιτικούς, τα Ηνωμένα Έθνη έθεσαν σε λειτουργία ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα χρηματοδότησης των υποβαδθμισμένων δημοκρατικών θεσμών της χώρας. Δημιουργήθηκε έτσι ένα υποτυπώδες κοινοβούλιο 275 αντιπροσώπων, καθώς και μερικά απαραίτητα υπουργεία. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με την επιβολή εμπάργκο όπλων, το οποίο ο ΟΗΕ επιτηρεί από το 1992, σημείωσε κάποια θετικά δείγματα που άφηναν υποσχέσεις για το μέλλον. Όμως, παρατηρώντας την εντυπωσιακή εξέλιξη των Ισλαμικών Δικαστηρίων, οι ΗΠΑ συνέχισαν ν’ ανησυχούν. Έτσι, παρότι συμμετείχαν στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα του ΟΗΕ, ξεκίνησαν σταδιακά να υπονομεύουν το εμπάργκο όπλων, χρησιμοποιώντας παράνομα αμερικανικές, αυστραλέζικες και ευρωπαϊκές ιδιωτικές εταιρίες για να εξοπλίσουν τον επίσημο σομαλικό στρατό, αντίπαλο των μουσουλμάνων παραστρατιωτικών. Τον Σεπτέμβριο του 2006, μετά την σύλληψη στην Υεμένη μιας ομάδας Ευρωπαίων και Αυστραλών εμπόρων όπλων, η βρετανική εφημερίδα Observer δημοσιοποίησε μια σειρά από υπομνήματα από ιδιωτικές εταιρίες εξαγωγής όπλων προς τη CIA, που αποκάλυπταν πολύπλοκες επιχειρήσεις λαθρεμπορίας όπλων στη Σομαλία [06].
Μετά τις συλλήψεις των εμπόρων όπλων, η Αμερικανική κυβέρνηση άλλαξε πορεία πλεύσης. Διέταξε τους απεσταλμένους της στον ΟΗΕ να εισηγηθούν τον τερματισμό του εμπάργκο όπλων στη Σομαλία, με απώτερο σκοπό τον εξοπλισμό του σομαλικού στρατού και την αποστολή στη χώρα 8.000 κυανόκρανων της Αφρικανικής Ένωσης [04]. Όμως, παρά την ασφυκτική πίεση της Ουάσιγκτον, η εισήγηση απέτυχε. Ο ΟΗΕ απέρριψε την ολική άρση του εμπάργκο στη Σομαλία, επιτρέποντας τη διακίνηση όπλων μόνο για τον εξοπλισμό ειρηνευτικών δυνάμεων της Αφρικανικής Ένωσης [13].
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ
Η απόρριψη από τον ΟΗΕ της ολικής άρσης του εμπάργκο προξένησε κραδασμούς οργής στην Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση Μπους επικαλέστηκε μια προηγούμενη έκθεση του ίδιου του ΟΗΕ, η οποία έκανε λόγο για συμμετοχή 720 Σομαλών μουσουλμάνων στον Λιβανο-Ισραηλινό πόλεμο του καλοκαιριού του 2006 [10]. Η ίδια έκθεση παραδεχόταν πως τουλάχιστο δέκα χώρες είχαν στο παρελθόν παραβεί συστηματικά το εμπάργκο όπλων στη Σομαλία –μεταξύ αυτών η Αίγυπτος, η Λιβύη, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία και η Συρία [14]. Έτσι, καταδικάζοντας τη μέθοδο του εμπάργκο ως αναποτελεσματική, οι ΗΠΑ προχώρησαν άμεσα στο σχεδιασμό στρατιωτικής επέμβασης, αγνοώντας παντελώς τη διαδικασία σύστασης πολυεθνικής ειρηνευτικής δύναμης, την οποία οι ίδιες είχαν νωρίτερα προτείνει.
Η Αιθιοπία, πιστός σύμμαχος των ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της μαρξιστικής κυβέρνησης του Μενκγίστου Χαϊλέ Μαριάμ, το 1991, επιλέχθηκε από την Ουάσιγκτον για να ηγηθεί της εισβολής. Στις 19 Δεκεμβρίου του 2007, ο πόλεμος ξεκίνησε επίσημα με την εισβολή αιθιοπικών στρατευμάτων στο έδαφος της Σομαλίας. Ταυτόχρονα, το αμερικανικό αεροπλανοφόρο Eisenhower περιπολούσε τα χωρικά ύδατα της Σομαλίας, βοηθώντας τους Αιθίοπες να συντονίσουν την εισβολή [01]. Στις 28 Δεκεμβρίου η Μογκαντίσου βρέθηκε πλέον στα χέρια των Αιθιόπων. Την ίδια στιγμή, τα υπολείμματα της ένοπλης πτέρυγας των Ισλαμικών Δικαστηρίων κινούνταν νότια με σκοπό να διασχίσουν τα κενυατικά σύνορα. Στις 8 Ιανουαρίου, αμερικανικά αεροσκάφη AC130 απογειώθηκαν από το Eisenhower και βομβάρδισαν την σομαλο-κενυατική μεθόριο με σκοπό να εξολοθρεύσουν τους μουσουλμάνους παραστρατιωτικούς προτού βρουν καταφύγιο στην Κένυα [03].
Την επομένη, Αμερικανοί αξιωματικοί δήλωσαν ανώνυμα στους Financial Times πως οι βομβαρδισμοί απέτυχαν να εξοντώσουν τους ηγέτες των μουσουλμάνων [03]. Επίσημες ανακοινώσεις του Πενταγώνου ανέφεραν 8 με 10 νεκρούς παραστρατιωτικούς [05]. Όπως, όμως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, κάτοικοι της βομβαρδισμένης περιοχής έκαναν λόγο για περισσότερους από 100 άμαχους νεκρούς στους γύρω οικισμούς [07]. Στις 10 Ιανουαρίου, το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο ABC αποκάλυψε πως μέλη των αμερικανικών ειδικών δυνάμεων τελούσαν «αναγνωριστικές επιχειρήσεις» στο έδαφος της Σομαλίας [02], ενώ αμερικανικά αεροπλάνα συνέχιζαν τους βομβαρδισμούς [09].
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΕΜΒΑΣΗ, Η ΚΑΤΟΧΗ
Τα γεγονότα που ακολούθησαν το τέλος της πρώτης φάσης των εχθροπραξιών θυμίζουν έντονα την περίπτωση του Ιράκ. Οι μουσουλμάνοι παραστρατιωτικοί ντύθηκαν στα πολιτικά και ανακατώθηκαν με το άοπλο πλήθος, έχοντας πρώτα φροντίσει να κρύψουν τον οπλισμό τους. Από τη μεριά τους, οι ισλαμιστές δήλωσαν αποφασισμένοι να διεξάγουν ασύμμετρο ανταρτοπόλεμο, σύμφωνα με την Ιρακινή μέθοδο. Ταυτόχρονα, η –έστω και περιορισμένη– παρουσία των Αμερικανών στη Σομαλία προκάλεσε τη συρροή αλλοδαπών φονταμενταλιστών από τις γύρω χώρες. Εκθέσεις του ΟΗΕ κάνουν πλέον λόγο για 2.000 ένοπλους μουσουλμάνους μαχητές από την Ερυθραία, για κρυφή εισροή χρημάτων και οπλισμού από τα αραβικά κρατίδια του Περσικού, καθώς και για συστηματική εκπαίδευση Σομαλών ανταρτών από ομόθρησκούς τους με εμπειρία στον ανταρτοπόλεμο του Ιράκ. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το BBC αναφέρει πως οι κάτοικοι της Μογκαντίσου καθίστανται μάρτυρες των χειρότερων εχθροπραξιών εδώ και 16 χρόνια [15]. Παράλληλα, το διεθνές παρατηρητήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων Human Rights Watch κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι εμποδίζουν την έλευση άμαχων Σομαλών προς την Κένυα, οδηγώντας έτσι τον άοπλο πληθυσμό στα χέρια των αιθιοπικών δυνάμεων [15].
ΤΟ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Όπως θα περίμενε κανείς, ο ΟΗΕ, η Αφρικανική Ένωση, αλλά και μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταδίκασαν άμεσα την παράνομη εισβολή των ΗΠΑ και της Αιθιοπίας στη Σομαλία [02]. Ο νέος Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Μπαν Κι-Μουν, εξέφρασε την ανησυχία του για τη «νέα διάσταση που τέτοιες ενέργειες εισάγουν στη διαμάχη, καθώς και για την αναζωπύρωση των εχθροπραξιών που πιθανό να προκαλέσουν»[02].
Εξίσου προβλέψιμη υπήρξε φυσικά και η παντελής έλλειψη οποιασδήποτε αναγνώρισης αυτών των επικρίσεων από την αμερικανική πλευρά. Εξάλλου, η στρατιωτική επέμβαση στη Σομαλία –η πρώτη των ΗΠΑ σε αφρικανικό έδαφος στον 21ου αιώνα– εντάσσεται στα πλαίσια ενός ήδη προδιαγεγραμμένου γεωπολιτικού σχεδίου, το οποίο οι ΗΠΑ δε φαίνονται διατεθειμένες να διαπραγματευτούν. Ήδη από τις αρχές του 2007, η Ουάσιγκτον έχει ανακοινώσει την ίδρυση ενός ανασχεδιασμένου στρατηγικού κέντρου διοίκησης της αφρικανικής ηπείρου, που θα εδρεύει στη Στουτγάρδη της Γερμανίας [12]. Υπό την εποπτεία του κέντρου αυτού θα βρίσκονται οι νέες στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην Εντέμπε της Ουγκάντα και στο Τζιμπουτί της ανατολικής Αφρικής. Η Ουάσιγκτον φλερτάρει επίσης εδώ και μερικά χρόνια με τη Σενεγάλη, καθώς και με το νησιωτικό κρατίδιο του Σάο Τομέ, στον Κόλπο της Γουινέας, με σκοπό τη δημιουργία δυο ακόμη στρατιωτικών βάσεων.
Πριν από μερικούς μήνες, ο Ryan Henry, Αμερικανός Υφυπουργός Εξωτερικών, δήλωσε πως «η Αφρική, που αντιπροσωπεύει το 35 τοις εκατό του εδάφους της Γης και το 25 τοις εκατό του πληθυσμού της, καθίσταται όλο και σημαντικότερη και είναι καιρός για τις ΗΠΑ ν’ αναγνωρίσουν τη σημασία της και να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους εκεί»[12]. Προφανώς μέσα στα πλαίσια αυτής της ενίσχυσης, η κυβέρνηση Μπους έχει αυξήσει την οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ στην Αφρική κατά 285 τοις εκατό στην εξαετία 2001-2007, δηλαδή από 1,4 σε 4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Είναι όμως προφανές πως οι αριθμοί αυτοί δε σημαίνουν απολύτως τίποτα για τους κατοίκους της Σομαλίας, μιας περιοχής όπου γενεές ολόκληρες έχουν θυσιαστεί στο βωμό των γεωπολιτικών παιχνιδιών των εκάστοτε υπερδυνάμεων. Σήμερα, πέρα από τη βία και το θάνατο, οι δυστυχείς Σομαλοί αντιμετωπίζουν και την άγνοια του κόσμου, ο οποίος παραμένει προσηλωμένος στο Ιράκ, αγνοώντας πλήρως τις μηχανορραφίες και τα πολιτικά παιχνίδια που μαστίζουν την πλέον παραμελημένη ήπειρο.