PART IV
Η ΠΟΛΗ
Πίσω στο αυτοκίνητο και συνεχίζουμε για το κέντρο της πόλης.
Γύρω τα κτίρια είναι φθαρμένα, τα χρώματα ξεθωριασμένα, η άσφαλτος χάλια και από παντού ακούγονται στρατιωτικά εμβατήρια! Το σκηνικό συμπληρώνεται από δεκάδες ομάδες των 20 έως 30 ατόμων που παρελαύνουν ντυμένες με διαφορετικές στολές. Ξέροντας ότι εκείνες τις μέρες είχαν συμβεί πολλά επεισόδια στην Τζακάρτα από διάφορες ομάδες Μουσουλμάνων, αρχίζω να σκέφτομαι μήπως έγινε κάποιο πραξικόπημα και δεν το πήρα είδηση.
Ο οδηγός με βλέπει ότι νοιώθω περίεργα και κάτι μου λέει, αλλά τα αγγλικά του είναι στο ίδιο επίπεδο με τα Ινδονησιακά μου κι έτσι το μεγάλο μυστήριο των παρελάσεων θα λυνόταν μερικές μέρες αργότερα στην Τζακάρτα. (Αλλά αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο που κάποιος πρέπει να καθίσει να γράψει)
Μπαίνουμε στη πόλη και αρχίζω να νοιώθω ηλίθιος με την miniDV camera στα χέρια, τη στιγμή που γύρω μου τα αυτοκίνητα, τα κτίρια, τα ρούχα, οι πάγκοι, τα καροτσάκια, ο κόσμος φωνάζουν «είμαστε φτωχοί, πεινάμε, τι καλά που θα ήταν αν είχαμε αυτή τη μικρή περιουσία που κρατάει ο μαλάκας τουρίστας στα χέρια του. Και τώρα που το συζητάμε για να κρατάει αυτή τη μικρή περιουσία, δεν θα έχει και μια μεγαλύτερη στη τσέπη του;»
Ο οδηγός με αφήνει κάπου στο κέντρο της πόλης, μου λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω, του απαντώ με κάτι που δεν καταλαβαίνει και μέσα σ’ αυτήν την αρμονική συνύπαρξη καταφεύγω σε ένα ναό που υπάρχει δίπλα.
Ησυχία, σημαντράκια που ηχούν μελωδικά, οι κλασσικές ανά τον κόσμο γριούλες που στην εντόπια εκδοχή αντί για κεράκια ανάβουν stick και ευωδιάζει ο τόπος, ο Βούδας που κάτι καλό σκέφτεται γιατί έχει ξεκαρδιστεί στα γέλια, το μικρό καταρρακτάκι που έχει φτιάξει ο κλασικός κιτσάτος Ασιάτης, γαμώτο μου τελειώνουν τα θέματα, … η ξύλινη σκεπή, τα ωραία κόκκινα υφάσματα, ααα, να κι άλλος μικρός Βούδας, φτου σου ρεζίλι, δεν έχω το τηλέφωνο του οδηγού, κοίτα εκείνο το μικρό λουλουδάκι, υπάρχει κάποιος τρόπος να την κάνω διακριτικά από εδώ χωρίς να με πάρουν είδηση οι Μπιντανιανοί;
Η απάντηση είναι όχι!
Κι έτσι αναγκάζομαι να βγω στον αληθινό κόσμο που λέγεται μαυριδερές αδύνατες φάτσες, με φτωχικά ρούχα και σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα που βρίσκονται σε κάτι που μοιάζει με πλατεία και που δεν είναι τίποτα άλλο από την … πιάτσα ταξί.
Φυσικά όλοι οι ταξιτζήδες με θυμούνται, τι κρίμα που δεν με εξυπηρέτησαν χτες, αλλά σήμερα είναι μια καινούργια μέρα που φέρνει μαζί της την ελπίδα κι αρχίζω να νοιώθω καλύτερα, αφού τώρα πια η αόρατη απειλή έχει αποκτήσει το πρόσωπο, τη φωνή και το σχήμα του Ινδονήσιου ταξιτζή. Γιατί ακόμα κι αν δεν υπάρχει πραγματική απειλή γύρω σου, και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, είναι τόση η διαφορά σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο που δεν γίνεται να μη νοιώσεις άβολα!
Κι εδώ δεν είναι μια μεγάλη πόλη, όπου ακόμα κι αν νοιώθεις αυτή τη διαφορά μπορείς πάντα να τη κρύψεις πίσω από τεράστιους ουρανοξύστες και πολυτελή εμπορικά κέντρα.
Εδώ μιλάμε για αγνή αμόλυντη φτώχια, χτισμένη από μισοδιαλυμένα ή μισοφτειαγμένα κτίρια, χωρίς ύφος ή στυλ, ένα συνονθύλευμα από τίποτα που στολίζει το τίποτα.
Ανύπαρκτα πεζοδρόμια γεμάτα από τους κλασσικούς μικροπωλητές που πουλάνε τα πράγματα που δεν ενδιαφέρουν κανένα, αλλά όλοι θεωρούν υποχρέωσή τους να κοιτάξουν κι αυτή είναι η πιο γραφική πινελιά σε μια γκρίζα μιζέρια καμωμένη από σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα, μηχανάκια, φασαρία και κατσαρόλες από φαγητά που προσπαθούν να μυρίσουν λίγο καλύτερα από τα καυσαέρια που γεμίζουν τον αέρα. Από την άλλη δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι αυτή ήταν μια πόλη που είχε ένα μόνο άγαλμα, (δείγμα του, άσε ρε φίλε εδώ δεν έχουμε να φάμε...), αλλά πάνω από δέκα μπουρδέλα, sorry μπουκινάδικα.
Κι αυτά δεν τα έφερε ο ανύπαρκτος τουρισμός. Υπήρχαν πολύ πριν κάποιος ακούσει για το Bintan, πολύ πριν κάποιος πατήσει το πόδι του στο Bintan, πολύ πριν κάποιος κλείσει το πρώτο του booking στο Bintan.
Η μεγάλη Ασιατική σχολή του: οι άντρες να περνάνε καλά και οι υπόλοιποι μπορούν να πάνε να… Τέλος παρένθεσης.
Ο κόσμος με κοιτάει περίεργα, αλλά οι περισσότεροι μου χαμογελούν, προσπαθούν να μου πουλήσουν τις κλασσικές τουριστικοανοησίες, ποζάρουν για την κάμερα ή την κοιτάνε με νόημα, αλλά το κλού της ημέρας έρχεται λίγο πριν φθάσω στο μεγάλο εμπορικό κέντρο του Bintan.
Περνάω μπροστά από ένα πολύ μικρό τσαγκαράκο.
(Για μικρούς αναγνώστες: Τσαγκάρης ήταν ένας τύπος που έβαζε καινούργια σόλα στα παπούτσια σου όταν τρύπαγε η παλιά και όχι, δεν είχαμε δεύτερο ζευγάρι παπούτσια, ούτε φοράγαμε πάντα Nike στην Ελλάδα. Αλλά έτσι όπως πάνε τα πράγματα, το βλέπω να ξαναγεννιέται σαν επάγγελμα από την τέφρα του! )
Ο πιτσιρικάς εκείνη τη στιγμή παίζει με ένα γιο γιο και κάνει απίθανα κόλπα. Προσπαθώ να τον κινηματογραφήσω αλλά ντρέπεται και σταματά να παίζει.
Εκείνοι που δεν ντρέπονται είναι οι τύποι που υπάρχουν πίσω από τον μικρό σε ένα άδειο οικόπεδο. Μου κάνουν νόημα να πλησιάσω, πλησιάζω (διακριτικά) και ξαφνικά ο ένας από αυτούς που καθόταν πάνω σε ξύλινο κιβώτιο σηκώνεται όρθιος.
Στην αρχή νομίζεις ότι το μαγικό που σου πουλάει είναι το καπάκι που σηκώνεται μόνο του, αλλά μετά καταλαβαίνεις ότι δεν είναι αυτό το κόλπο γιατί κάτω από το καπάκι υπάρχει το κεφάλι ενός φιδιού που βγαίνει κι αυτό να δει τι τρέχει.
Φρικάρω και αρχίζω να φτάνω στα όρια της αντοχής μου, όταν ο τύπος σα να μη τρέχει τίποτα βγάζει το φίδι και το απλώνει προς την μεριά μου. Επειδή το συγκεκριμένο ζώο δεν έχει χαρακτηριστεί ανά τους αιώνες ως ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, αρχίζω να την κάνω διακριτικά, αλλά ο Μπιντανιανός βγάζει και το υπόλοιπο ερπετό από το κουτί και συνεχίζει να έρχεται προς το μέρος μου.
Εντάξει, δεν λέω...
Το ίδιο πράγμα στην Ταϊλάνδη το κάνουν με ένα ελέφαντα που τον ταΐζεις μπανάνες και επειδή ο ελέφαντας εκτιμά την χειρονομία και θέλει να σπάσετε όλοι μαζί πλάκα, σου κάνει χάλια το πουκάμισο με την προβοσκίδα.
(πως φαίνεται ο άνθρωπος που δεν πάταγε το πόδι του στην Πατάγια)
Από την άλλη, το να ταΐζεις ποντίκια ένα σκατόφιδο, χωρίς να θέλω να προσβάλλω τον συμπαθή Μπιντανιανό βιοπαλαιστή, δεν είναι κάτι που αποθηκεύεις προσεκτικά στην άκρη του μυαλού σου για το διηγηθείς στα εγγόνια σου. Άσε που το συγκεκριμένο είναι τεράστιο (μάλλον πύθωνας) και δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ότι σιχαίνομαι τα μεγάλα φίδια και μαζί τους τα μεσαία φίδια, τα μικρά φίδια, τα πολύχρωμα φίδια, τα ασπρόμαυρα φίδια και ναι είναι αλήθεια, όλα τα φίδια ανεξαιρέτως!
Κι έτσι με μικρά πλάγια πηδηματάκια τη κάνουμε για το μεγάλο εμπορικό κέντρο του Bintan. Επιβλητικό και μεγαλοπρεπές ξεχωρίζει από το υπόλοιπα κτίρια, αν και πολύ φοβάμαι ότι σε οποιαδήποτε άλλο μέρος του κόσμου θα περνούσε για κάποιο φτωχικό οροφοδιαμέρισμα. Ένα μεγάλο δυόροφο με καμιά δεκαπενταριά καταστήματα κι ένα internet café που είναι και ο λόγος της επίσκεψης.
Το internet café είναι τίγκα από μικρά 15χρονα που πιστά στην Νέα Ασιατική Παράδοση δακτυλογραφούν με πάθος, συμβουλεύονται το ένα το άλλο για λέξεις, εκφράσεις και συμπεριφορές, πίνουν Coca Cola, φοράνε σχολικές ποδιές, μασουλούν σκουπιδοτροφές και ονειρεύονται τον μεγάλο έρωτα στα στιβαρά άσπρα χέρια ενός Αμερικάνου, Γερμανού, Άγγλου ή Ελβετού που δεν έχουν δει ποτέ στην ζωή τους και πιθανότατα δεν θα δουν ποτέ.
Κάθομαι σε ένα υπολογιστή στέλνω και παίρνω τα mail μου, ενημερώνομαι για ότι σημαντικό συμβαίνει σ΄αυτή την ζωή (διάβαζε καλοκαιρινές μεταγραφές του Παναθηναϊκού) και σε λίγο, παρ’ ότι η σύνδεση σέρνεται, έχω τελειώσει. (Όπως είναι γνωστό, δεν γίνονται μεταγραφές στον Παναθηναϊκό.)
Μια γρήγορη βόλτα στα μαγαζιά του εμπορικού κέντρου και επιστροφή στο ξενοδοχείο όπου, ας μην ξεχνάμε, έχουμε και το μπούκιιιινν.
Μπανάκι στην πισίνα, που φυσικά ήταν άδεια (το ξενοδοχείο ήταν γεμάτο) και γύρω στις οχτώ αρχίζουν να έrχονται στο ξενοδοχείο τα booking των πελατών.
Συνεχίζεται (έχει κι αλλοοο; ) και τελειώνει (επιτέλους) αύριο