αυτά ρε επιστήμονες είναι γεγονότα.
ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΓΑΜΩ ΤΟ ΙΝΤΕΡΝΕΤ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΣΑΣ.
Για τον λόγο αυτό στο παρόν μας άρθρο παραθέτουμε αποσπάσματα μαρτυριών που συνέλεξε το «Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών» από τους επιζώντες της σφαγής πρόσφυγες που ήλθαν στην Ελλάδα.
Ο Αλέξης Αλεξίου έζησε την γενοκτονία και θυμάται: «Τα πρώτα μηνύματα της καταστροφής μας ήρθαν με την οπισθοχώρηση του στρατού μας. Είδα αξιωματικούς στο δρόμο, που ξήλωναν και πετούσαν τα γαλόνια τους και τα παράσημά τους… Τα σημάδια της καταστροφής ήταν ακόμη πιο έντονα, όταν έφθασαν από την πόλη Θείρα συγγενείς μας κατατρεγμένοι και τους φιλοξενήσαμε…
Ένα μεσημέρι έγινε μεγάλη φασαρία και κακό, μαθεύτηκε ότι οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά στη συνοικία των Αρμενίων. Είχα ένα προαίσθημα. Μια κατάθλιψη μου βάραινε την ψυχή και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Δεν αργήσαμε να δούμε τους πρώτους καπνούς της φωτιάς… Όλος αυτός ο κόσμος προχωρούσε προς το Κορδελιό, γιατί διαδιδόταν πως στο Κορδελιό αράζουν διάφορα βαποράκια και σώζουν τον κόσμο… Όταν έφεξε η μέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει από το Μπαϊρακλί με κατεύθυνση προς το Κορδελιό κι έτσι τους ακολουθήσαμε κι εμείς, όπως πηγαίναμε όμως, στ’ αριστερά του παραλιακού δρόμου, είδαμε να έρχεται τουρκική καβαλαρία, οπλισμένη με σπαθιά… Πιο πίσω ακολουθούσαν Τσέτες (άτακτος στρατός λίαν φανατισμένος).
Τότε μας βρήκαν τα χειρότερα, οι Τσέτες έπεσαν επάνω στον κόσμο και έκαναν όλων των ειδών τα εγκλήματα. Χτυπούσαν τους άντρες και τους ζητούσαν παράδες και μαλαματικά από τις γυναίκες. Άρπαζαν όποια κοπέλα τους φάνταζε και την ντρόπιαζαν…
…Σε μια στιγμή δεν πιστεύαμε στα μάτια μας. Γυναίκες πολλές, μια σειρά ατελείωτη από το μπουλούκι, που ερχόταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη και σκύφτοντας, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, εκεί στα Πετρωτά. Ώσπου να καλοκαταλάβεις, πηδούσαν και χάνονταν μέσα στη θάλασσα. Πολλές απ’ αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους. Πλάϊ τους, επάνω από τα κεφάλια τους, ήταν οι Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν και ήθελαν να γλυτώσουν από τα χέρια τους, να πέσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γκρεμό, να χαθούνε…».
Ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας της Μικρασιατικής γενοκτονίας αναφέρει: «…Τότε όσοι ξέραν μπάνιο πέφταν στη θάλασσα. Αν τους έβλεπαν οι Τούρκοι, τους σκότωναν μέσα εκεί. Εάν δεν τους έβλεπαν, έφταναν στα συμμαχικά πολεμικά καράβια, που ήταν αραγμένα και δήθεν υποστήριζαν τους Έλληνες. Τους άφηναν να σκαρφαλώνουν επάνω στα καράβια και μόλις έμπαιναν μέσα, τους ξανάριχναν στη θάλασσα.. Το πρωΐ συγκεντρωθήκαμε πέντε χιλιάδες αιχμάλωτοι. Περνούσαμε από τους τουρκομαχαλάδες. Περάσαμε και από την εβραϊκή συνοικία. Οι Εβραίοι μας αποδοκίμαζαν χειρότερα από τους Τούρκους. Φτάσαμε στον Άγιο Κωνσταντίνο, στα Χιώτικα, όπου άρχισε η μεγάλη σφαγή… Εμαζεύτηκαν όλοι οι Τούρκοι με σίδερα στα χέρια, με σπαθιά και στάθηκαν από την μια κι από την άλλη άκρη του δρόμου που θα περνούσαμε και ανεβοκατέβαζαν τα σίδερα και τα σπαθιά και όποιος πρόφτανε και έσκυβε, είχε καλώς, όποιος δεν πρόφταινε, τον σκότωναν…».
Τέλος, η Άννα Καραμπέτσου περιγράφει την απεγνωσμένη προσπάθεια της οικογένειάς της να διαφύγει της καταστροφής: «...Ήμασταν στην Πούντα. Στέκαμε γραμμή για να μπαρκάρουμε. Ό,τι είχαμε, μπόγους, βαλίτσες, τα πατούσαν για να περάσουν. Πέρασε η μητέρα μου, η αδελφή μου έπεσε κάτω, ο κόσμος την πατούσε, δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένας στρατιώτης, καθώς βάσταγε το μωρό της, το τρύπησε με την ξιφολόγχη. Τι να κάνει; Τόβαλε σε μιαν ακρούλα. Ζήσε, κόρη μου, για τα άλλα σου παιδιά, της είπε η μάνα μας. Εγώ ακόμη δεν είχα περάσει τη ζώνη και με τραβά ένας Τουρκαλάς από το χέρι και μου λέει: «Ντούρ, μωρή». Βάζω κάτι φωνές, κάτι κλάματα, φωνές και η μάνα μου. Πέρασαν πέντε – έξι, εμένα που να μ’ αφήσει να περάσω. Αχ παιδάκι μου, λέει η μάνα μου, πέφτει κάτω και λιποθυμά. Στο μεταξύ ο Τούρκος μου δίνει ένα σκαμπίλι, που άτραψε το φως μου. «Τσικάρ Παρά» λέει. Θυμήθηκα το πεντόλιρο, του το έδωσα. Μ’ αυτό γλύτωσα…
Οι Γάλλοι έδειξαν βρωμερή στάση. Όσοι κατάφερναν να σκαρφαλώσουν στα καράβια τους, τους ρίχναν πίσω στην θάλασσα. Και παλικάρια, πιο πολύ τα παλικάρια, ξαναρίχναν στο νερό. Σαν τους βλέπαν να ζυγώνουν, τους πετούσαν ζεματιστό νερό, για να μην μπορέσουν ν’ ανέβουν…».