Μια μέρα έρχεται κλαμένος ένας εξαθλιωμένος χωρικός στον Ναστραντίν*.
-Χότζα μ΄, έχω μεγάλο πρόβλημα. Ζούμε εγώ η γυναίκα μου και 5 παιδιά σε ένα δωμάτιο τόσο δα. Τι να κάνω;
Ο Ναστραντίν μετράει τον άθλιο με βαθύ βλέμμα και στρίβει μύστακα.
-Σκύλο έχεις;
-Ναι.
-Πού τον έχεις;
-Έξω στο βαρέλι.
-Πάρτονε κι αυτόν μέσα στο δωμάτιο να ζει μαζί σας.
-Μα Χότζα μ΄ εμείς δε χωράμε πού θα μπει κι ο σκύλος;
-Εγώ αυτό σού λέω, αν θες κάνε το κι έλα σε μια βδομάδα. Αν δεν κάνεις αυτό που σού λέω, μη ξανάρθεις σε μένα.
Φεύγει ο τύπος σε μαύρη συλλογή.
Σε μια βδομάδα να ΄τονε πάλι.
-Χότζα μ΄ δεν αντέχουμε με το σκύλο… δε μπορούμε να κοιμηθούμε κλπ. κλπ.
-Άλλα ζώα έχεις;
-Έχουμε μια κατσίκα…
-Ωραία βάλε και τη κατσίκα μέσα στο δωμάτιο.
-Μα χότζα μ΄…!
-Κάνε αυτό που σού λέω κι αν το κάνεις έλα σε μια βδομάδα.
Σε μια βδομάδα να ΄τονε πάλι σε μαύρο χάλι!
-Χότζα μ΄ θα τρελαθούμε δε μπορούμε άλλο!
-Γάιδαρο έχεις;
-Έχω.
-Βάλτονε μέσα κι αυτόν.
-Χότζα μ΄ λυπήσου μας!
-Αν θες να κάνεις αυτό που σου λέω να ξανάρθεις σε μια βδομάδα, αν δεν το κάνεις μη ξανάρθεις.
Σε μια βδομάδα να ΄τονε πάλι.
-Κότες έχεις;
-Έχω.
-Μέσα και οι κότες.
-Χότζα μ΄ δεν μπορούμε δε γίνεται αυτό!!!
-Κάνε ότι σου λέω και ξαναέλα σε μια βδομάδα.
Σε μια βδομάδα να ΄τονε πάλι σε κατάσταση παράκρουσης και απελπισίας…
-Χότζα μ΄ τι να κάνω τώρα;
-Τώρα βγάλε όλα τα ζωντανά έξω. Ο σκύλος στο βαρέλι, ο γάιδαρος στο παχνί, οι κατσίκες στο στάβλο, οι κότες στο κοτέτσι. Και σε μια βδομάδα ξαναέλα.
Σε μια βδομάδα έρχονται ο χωρικός με τη γυναίκα του περιχαρείς:
-Χότζα πολυχρονεμένε ο Αλλάχ να σε έχει καλά! Τώρα είμαστε μια χαρά!