Αλίμονο, τι καλά που ήταν στην αγνή Ελληνική Επαρχία. Όλα τα αγόρια επιδίδονταν σε συνεχή κτηνοβασία με κατσίκες, γουρούνια, γαλοπούλες, κότες, κι ότι άλλο βρίσκανε. Οι χήρες έβρισκαν παρηγοριά σε σκύλους και γαϊδούρια. Οι πεθεροί βίαζαν τις νύφες και τις εγγονές τους, οι Θείοι ανηψιές κλπ. Η αιμομιξία ήταν το καλύτερα κρυμμένο μυστικό ανάμεσα στις οικογένειες. Κι αν τους ξέφευγε και κανένα μπάσταρδο, δεν τρέχει και τίποτα, το πνίγανε και το θάβανε μυστικά. Τώρα οι ενοχές τους και η φαντασία τους τα ονόμασαν Σμερδάκια και τα μεταμόρφωσαν σε κακοποιά πνεύματα που ζητούν εκδίκηση, για την κατάρα που τους φόρτωσε η μάνα τους. Κι όταν παντρευόντουσαν, για να αποδειχτεί η παρθενιά της νύφης, έσφαζαν τον κόκορα, για να βάψουν με το αίμα του το σεντόνι. Όλα καλά κι όλα ωραία και την Κυριακή στην Εκκλησία να προσευχηθούν με κατάνυξη. Όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος