H ΣΤΑΥΡΩΣΙΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΣΚΡΕΚΑ
H Μεγάρχη είναι ένα από τα όμορφα και μεγάλα χωριά, (κάτοικοι 1301 κατά την απογραφή του 1951), του Νομού Τρικάλων. Έχει και αύτη την δική της τραγική ιστορία. Την ιστορία πού έγραψε με το αίμα του και την υπέρτατη θυσία του, στον Βωμό του καθήκοντος, ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ παπά ΣΚΡΕΚΑΣ, και παραμένει έκτοτε το αιώνιο σύμβολο ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΕΩΣ της Πατρίδος του.
O Γεώργιος παπά Σκρέκας, γεννήθηκε το 1910 στην Μεγάρχη από ευσεβείς γονείς, οι όποιοι τον εγαλούχησαν με τα Έλληνο - Χριστιανικά Ιδεώδη. Στο χωριό του διδάχθηκε την στοιχειώδη μόρφωση και κατόπιν φοίτησε στο Ελληνικό Σχολείο Τρικάλων. Από μαθητής ακόμη εξεδήλωσε την επιθυμία να αφοσιωθή στην εκκλησία. 0ι γονείς του δεν αντέδρασαν. Έτσι περιεβλήθη το σεπτό ράσο. Το 1938 χειροτονήθηκε Ιερέας. Λαϊκός παντρεύτηκε μια θαυμάσια κοπέλα χριστιανικών αρχών, την συγχωριανή του ΕΥΘΥΜΙΑ ΝΤΟΥΜΑ. Απέκτησαν έξη (6) αγόρια. Τους: ΙΩΑΝΝΗ, ΣΤΕΦΑΝΟ, ΒΑΣΙΛΗ, ΑΝΔΡΕΑ, ΑΧΙΛΛΕΑ και ΓΙΩΡΓΟ.
Ο παπά ΓΙΩΡΓΗΣ, όπως τον ονόμαζαν, ήταν πολύ αγαπητός, όχι μόνο στην ιδιαιτέρα του πατρίδα αλλά και στα γύρω χωριά και ιδίως στα Κρανιά και Καλονέρι στα όποια είχε υπηρετήσει. Από το 1944 τοποθετήθηκε οριστικά στην Μεγάρχη. Ήταν το καύχημα της Ιεράς Μητροπόλεως. Και με την ευγένεια που τον διέκρινε, την αγαθοσύνη της ψυχής του και τις αγαθοεργίες του, αγαπήθηκε από το χριστεπώνυμο κοινό όλης της περιοχής. Υπήρξε η προσωποποίηση της καλοσύνης και δικαιοσύνης. Με την άοκνη δραστηριότητα του, την γλυκύτητα των λόγων του, τις φιλάνθρωπες πράξεις του, τις σοφές συμβουλές του, ομόρφαινε τις ασχήμιες της ζωής, γλυκαίνοντας την πίκρα των συνανθρώπων του και λιγοστεύοντας τον πόνο τους.
Ήταν ο φάρος και ο οδηγός των πιστών του, τους οποίους προέτρεπε να είναι πάντοτε καλοί Χριστιανοί, αφοσιωμένοι στην Πατρίδα, την Θρησκεία, την Οικογένεια, για να έχουν την ευλογία του Κυρίου. Αγωνίζονταν να θωράκιση τις ψυχές των απλοϊκών συγχωριανών του, ώστε να συντρίβεται στο χαλύβδινο αυτό ανθρώπινο τείχος των πιστών του, κάθε απόπειρα κομμουνιστικής προπαγάνδας και παραπλανήσεως.
Στις δύσκολες ώρες της Εθνικής μας δοκιμασίας, επειδή υπήρξε ο κήρυκας των χριστιανικών αληθειών, καυτηριάζοντας τις άνομες πράξεις των ξενοκινήτων κομμουνιστών, τους οποίους αποκαλούσε ΛΥΚΟΥΣ, οι φίλοι του και οι συγγενείς του τον πιέζανε να εγκαταλείψη την Μεγάρχη δια να μη του συμβή κανένα κακό. Η απάντησις του ήταν αρνητική: «Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιον μου; Θα το κατασπαράξουν οι αγριόλυκοι, οι άθρησκοι αυτοί που δεν φείδονται κανενός. Όχι! Θα μείνω πλησίον του να το προστατεύσω. Η θέσις μου είναι κοντά του.»
Οι κομμουνιστοσυμμορίτες, γνωστοί αντίχριστοι, άθεοι υλιστές, δεν ηνείχοντο κληρικούς εμπνευσμένους κοντά στον λαό, διότι ήσαν τα μεγάλα εμπόδια στις σκοτεινές των επιδιώξεις. Για να εξουδετερώσουν τελείως την αντίδρασι του Παπά Σκρέκα, ενήργησαν κατά τον συνηθισμένο ύπουλο τρόπο τους:
Εικόνα Αργά το βράδυ, στις 27 Μαρτίου 1947, όταν όλο το χωριό κοιμότανε και ο παπάς ξεκουράζονταν από τους κόπους της ημέρας, περί τους πενήντα οπλισμένους συμμορίτες υπό τον Καπετάν Φαρμάκη —κατά κόσμο ΧΡΗΣΤΟ ΤΖΙΑΤΖΙΑ— αρχισυμμορίτη της περιοχής με πολύ κακούργα ένστικτα, τον Τσίνα Δημήτριο του Γεωργίου, Ίτσιο Γεώργιο του Αθανασίου, Βακούφεση Δημήτριο του Νικολάου, την αυτοάμυνα της Μεγάρχης και τους συμμορίτες της περιοχής καμιά πενηνταριά, όλοι τους αγριωποί στην όψι, με κακούργα ένστικτα, χτύπησαν δυνατά παρατεταμένα την πόρτα του σπιτιού του. Ο παπάς πετάχτηκε ανήσυχος, έτρεξε, άνοιξε, και βρέθηκε μπροστά σε απαίσιους γενειοφόρους κομμουνιστοσυμμορίτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι ήσαν οπλισμένοι. Μερικοί όρμησαν κατ' επάνω του, τον έσυραν στην αυλή του σπιτιού του και δέρνοντας τον ανελέητα, τον ακινητοποίησαν. Άλλοι συμμορίτες όρμησαν στο σπίτι καταστρέφοντας τα πάντα, λεηλάτησαν ότι βρήκαν από ρουχισμό, τρόφιμα, σιτάρι, καλαμπόκι, χρήματα, πήραν όλα τα ζώα, αναγκάζοντας τον γέρο πατέρα και τον θείο του ιερέως, να οδηγήσουν τα ζωντανά με συνοδεία δύο οπλισμένων συμμοριτών στο χωριό Πρόδρομος. Ταυτόχρονα έσυραν τον Ιερέα σε ένα στάβλο του σπιτιού του και άρχισαν να τον δέρνουν λυσσαλέα.
Ο άμοιρος Ιερέας, κακοποιημένος απάνθρωπα, καταματωμένος, με οιμωγές και θρήνους, ζητούσε λίγο νερό να σβήσει την τρομερή δίψα του. Η πρεσβυτέρα, στις ικεσίες του παπά της και σε άθλια ψυχική κατάστασι όπως ήταν, του πήγε ένα κανάτι νερό να τον ανακούφιση. Οι συμμορίτες άρπαξαν το δοχείο με το νερό, το έρριξαν στον κακοποιημένο από αυτούς ιερέα και άρχισαν να ξυλοκοπούν αγρίως και τους δύο μέχρις αναισθησίας. Το μαρτύριο του παπα Σκρέκα διήρκεσε ώρες.
Πολύ πριν τα ξημερώματα, οι συμμορίτες έφυγαν από την Μεγάρχη, σέρνοντας τον παπά Γιώργη ξυπόλυτο, ημίγυμνο, καταπληγιασμένο, καταματωμένο από τον άγριο ξυλοδαρμό και τις κακοποιήσεις, ενώ στο σπίτι θρηνούσαν τα έξη τελείως ανήλικα παιδιά του, με την επίσης κακοποιημένη πρεσβυτέρα μητέρα του.
Ο παπά Σκρέκας, μεταφέρθηκε στο χωριό Γοργογύρι, κλείστηκε σε έναν αχυρώνα και κατά διαστήματα εδέρετο από διάφορους αγροίκους συμμορίτες.
Ο εφημέριος του χωριού, μόλις πληροφορήθηκε το τρομερό γεγονός, με θάρρος έτρεξε κοντά στον κρατούμενο συλλείτουργο του. Παρεκάλεσε τους συμμορίτες να τον ελευθερώσουν. Μάταια. Οι δύο παπάδες έκλαψαν μαζί. Και ήλθε η ώρα της αναχωρήσεως από το Γοργογύρι.
Ο παπά Σκρέκας, με φανερή συγκίνησι και δακρύβρεκτος, ασπάσθηκε τον συνάδελφο του λέγοντας του την στιγμή του αποχωρισμού των: «Ο Θεός γνωρίζει τί θα απογίνω. Εάν ο Κύριος με καλέσει κοντά του διά μαρτυρίου, ας είναι ευλογημένο το όνομα του. Ας γίνει το θέλημα Του»!
Οι συμμορίες ξεκίνησαν γι αλλού, σέρνοντας σχεδόν ημιλιπόθυμο τον τόσο κακοποιημένο ιερέα. Η πρεσβυτέρα, ασθμαίνουσα, με την ψυχή στο στόμα, έφθασε στο Γοργογύρι. Γονάτισε μπροστά στους συμμορίτες, έκλαψε, παρεκάλεσε να λυπηθούν τον καλόν Ιερέα και πατέρα των έξη ανήλικων παιδιών τους.
Ο παπάς βλέποντάς την, με συγκρατημένη συγκίνησι της φώναξε: «Εδώ είσαι κι εσύ παπαδιά; Έλπιζε στον Θεόν! Εκείνος διευθύνει. Υπομονή»!
(η συνέχεια αυριο)