+++++++++++67++++++++++
Όλο το νησί βρισκόταν σε αναβρασμό. Θαρρείς πως στο συγκεκριμένο νησί αυτόν τον μήνα έβλεπες μόνο εργατικά μυρμήγκια να κινούνται πάνω κάτι αφοσιωμένα και αγχωμένα να προσπαθούν να τελειώσουν έγκαιρα τις δουλειές τους για να μπορέσουν να υποδεχτούν τους Τζίτζικες που ναι μεν θα έρθουν να διασκεδάσουν αλλά το βασικότερο για τους Ζακυνθινούς να αφήσουν το χρήμα τους.
Προσπαθούσαν τελευταία στιγμή να διορθώσουν ή καλύτερα να καλύψουν τα όσα προβλήματα είχε αφήσει ο χειμώνας, αλλά και η περσινή έλευση των Βαρβάρων Τουριστών, των στα χαρτιά μόνο ανεπτυγμένων Χωρών στις επιχειρήσεις τους.
Αν και από ότι διαπίστωσα στην συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος των Τουριστών που επέλεγαν την Ζάκυνθο και ειδικά τον Λαγανά αδιαφορούσαν για αυτές τις βελτιώσεις. Αρκεί να τους έδινες λίγο αλκοόλ, λίγη θάλασσα και τον ελληνικό ήλιο και ελευθερία, πολύ ελευθερία να κάνουν όσα στην χώρα τους δεν μπορούν, όσα στην χώρα τους δεν τολμούν καν να σκεφτούν.
Περπατούσα πολύ, πάρα πολύ κάθε μέρα όλη μέρα γύριζα. Μου άρεσε πολύ αυτό και ο καιρός ήταν ιδανικός. Ούτε πολύ κρύο, ούτε πολύ ζέστη ενώ το πόδι μου είχε επανέλθει πλήρως. Πηγαίναμε και για μπάνιο με τον Κύριο Μήτσο αλλά για μένα η Θάλασσα ήταν πολύ κρύα. Στην αρχή γέλαγα πάρα πολύ ο κύριος Μήτσος δεν συζητούσε τίποτα άλλο όλη μέρα πέρα απο το γαμήσι. Μου έλεγε παλιές ιστορίες με τουρίστριες, με ντόπιες, με παντρεμένες και με χωρισμένες, με μικρές και με μεγάλες, ιστορίες που ποτέ δεν θα μάθω εαν ήταν αληθινές ή ψευτικες. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι του άρεσε να βάζει λίγο σάλτσα και να τα περιγράφει με χιούμορ. Ακόμα και στην περίπτωση που μια ντόπια ξεκωλιάρα χωρισμένη όπως την αποκαλούσε πήγε να του φορτώσει παιδί. “Είμαι τζούφιος κοπέλα ψάξε στον επόμενο που σε έχυσε μέσα” το έλεγε ξανά και ξανά και γέλαγε.
Επίσης παρόλο την προχωρημένη ηλικία του δεν καθόταν ήσυχα όλη την ώρα μιλούσε σε τουρίστριες είτε βρισκόταν στην παραλία είτε στο δρόμο. Ήταν από τα παραδοσιακά καμάκια.
Ενώ ο καιρός κυλούσε ωραία ένα Σαββατόβραδο με πήγε σε μια ταβερνούλα που δειλά, δειλά είχε αρχίσει να συγκεντρώνει κόσμο να φάμε με κάτι φιλαράκια και να ακούσουμε τις πενιές μας όπως είπε. Συνηθιζόταν στις ταβερνούλες το βραδάκι να έχει ένα δυο μουσικά όργανα τα οποία παίζανε κάποια ελληνικά κομμάτια, καθώς και τις ζακυνθινές καντάδες. Κανένας τουρίστας δεν ήξερε ότι όλοι αυτοί οι μουσικοί συνήθως είναι αλβανοί με ελάχιστες γνώσεις μουσικής οι οποίοι κακοποιήσαν κάθε βράδυ παραδοσιακές μελωδίες.
Στο τραπέζι μας ήταν κάτι φιλαράκια του Κ. Μήτσου και αργότερα ήρθε και ο Ιδιοκτήτης και κάθισε μαζί μας να πιει τα κρασάκια του. Όλοι στην παρέα ήταν επιχειρηματίες. Αφού αναλύσανε σε βάθος τι περιμένουνε την ερχόμενη χρονιά από τον Τουρισμό ξεκίνησαν τις παραγγελίες και τις ζεϊμπέκιές. Ο γκριζομάλλης με το μπουζούκι κάτι σκάμπαζε ή φαίνεται ότι ήταν χρόνια στο κουρμπέτι και προσπαθούσε να το σώσει, αλλά ο άλλος με την κιθάρα δεν το είχε καθόλου. Δεν γνώρισε καλά τα τραγούδια και δεν ήξερε να κάνει δευτερη φωνή πουθενά.
Ξαφνικά Σηκώθηκε ο κ. Μήτσος και του λέει στον φίλο του τον ιδιοκτητη
«πες τους να παίξουν το δικό μου..»
Αμέσως ο ταβερνιάρης κάνει νόημα στο μπουζούκι και του λέει το ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ
Κοιτιούνται οι Αλβανοί μεταξύ τους. Το μπουζούκι προσπάθησε να εξηγήσει, η κιθάρα δεν καταλάβαινε.
«Συγγνωμη Μήτσο δεν το ξέρουν….»
«Δεν ξέρουν Καζαντζίδη???? Και τι ξέρουν????»
Σήκω πάνω μικρέ και παίξτο
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα καμία επαφή με λαϊκά. Και αν και επέμενε ο δάσκαλος να μου μάθει κάποιους βασικούς ρυθμούς δεν με άγγιζαν καθόλου.
«Ούτε εγώ το ξέρω κύριε Μήτσο..»
«Καλά αυτοί που είναι Ξένοι αλλά εσύ δεν δικαιολογείσαι να μην ξέρεις Καζαντζίδη…
Και φάνηκε μια απογοήτευση στο βλέμμα του.
-Ξέρεις κιθάρα Μικρέ μου είπε ένας από τα φιλαράκια που καθόταν στο τραπέζι.
-Ναι παίζω και τραγουδώ, αλλά όχι τέτοια τραγούδια, πιο πολύ ροκ και μπλουζ.»
-Παίξε μας ένα, ακούμε αυτούς τόση ώρα.
-Όχι ευχαριστώ. Παίζω μόνο για την πάρτη μου, δεν έχω παίξει ποτέ σε κόσμο.
Με αγριοκοίταξε ο κύριος Μήτσος!!!
- Δεν έχεις παίξει ποτέ σε γκομενακι?
- Έχω παιξει
- Αρα δεν παιζεις για πάρτη σου.
Με άρπαξε από το χερι σαν περήφανος πατέρας που βάζει το 3χρονο γιο του να κάνει κάτι στο σαλόνι μπροστά στους συγγενείς και με πήγε στην ορχήστρα. Παίξε μικρέ ότι θες?
Ευτυχώς δεν είχε καθόλου κόσμο…
Έπιασα την κιθάρα και αφού την δοκίμασα λίγο ξεκίνησα να παίζω. Το πρώτο τραγούδι που μου βγήκε να παίξω ήταν τι να Θυμηθώ του Ρίζου.
Λίγο το τραγούδι, λίγο το κρασάκι είδα τον κύριο Μήτσο να δακρύζει.
Κι άλλο ένα φωνάζει ο κύριος Μήτσος.
Και τότε ο άλλος φίλος του μου λέει παίξε και ένα ξένο.
Και ξεκίνησα να παίζω το One – u2
Αφού έδωσα την κιθάρα πίσω στον άνθρωπο πήγα και κάθισα στο τραπέζι.
Μπράβο μικρέ είσαι πολύ καλός. Θες να έρθεις να παίζεις στο μπαράκι μου. Δεν μου έχει έρθει ακόμη ένας μουσικός που περιμένω κάθε χρόνο από Ουαλία.
Τον κοίταξα και εκεί που πήγα να δικαιολογηθώ ότι δεν έχω κιθάρα μαζί μου και δεν ξέρω.
-Έχω τα πάντα μικρέ.
Ετοίμασε μερικά τραγούδια σαν το δεύτερο που είπες και θα περάσουμε ωραία. Άσε που πρέπει να ξέρεις ότι τα καλύτερα μουνιά ο μουσικός τα γαμάει στα νησιά. Δεν έχω και τον ουαλό εδώ να στο επιβεβαιώσει. Αφού αυτός πιστεύω κάθε χρόνο για αυτό έρχεται.
Να το σκεφτώ και να σας πώ αύριο…..