......................
Το 1961 βιάζεται να γίνει βουλευτής της νεοσύστατης «Ένωσης Κέντρου» και να πλασαριστεί δίπλα στον αρχηγό της, Γεώργιο Παπανδρέου. Αυτή η πετυχημένη κίνηση, αλλά και η ένθερμη συμμετοχή του στον «ανένδοτο» είχαν ως στόχο να εξασφαλίσει υπουργικό θώκο στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Με τον στόχο αυτό κατά νου, ο Κ. Μητσοτάκης επιτίθεται αδίστακτα εναντίον της ΕΡΕ και προσωπικά εναντίον του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σε τέτοιο βαθμό που ο μνησίκακος Καραμανλής του το φύλαγε ακόμη και μετά την μεταπολίτευση.
Το 1964 προχωρά στη χειρότερη μέχρι τότε πράξη εθνικού ξεπουλήματος. Διαπραγματεύεται και πετυχαίνει τη χειρότερη δυνατή ρύθμιση των προπολεμικών χρεών της χώρας. Ο Μητσοτάκης προχώρησε σε τέτοια ρύθμιση χρεών, ώστε μπροστά της ωχριούσε ακόμη η παλιότερη της ΕΡΕ, που ο ίδιος ως βουλευτής της «Ένωσης Κέντρου» είχε καταγγείλει. Και την προχώρησε παρά τις αντιδράσεις και εντός του δικού του κόμματος.
«Η ονομαστική αξία των χορηγηθεισών νέων ομολόγων εις τους κομιστάς προπολεμικών εσωτερικών δανείων διαπλασιάζεται, ο τόκος αυξάνεται και θεσπίζεται λαχείον. Εν συγκρίσει προς την ρύθμισιν υπό της κυβερνήσεως της ΕΡΕ, δίνονται ήδη 160% επί πλέον», θριαμβολογούσε τότε η φιλική προς τον Μητσοτάκη «Ελευθερία» (16.7.1964). Ο διακανονισμός αποπληρωμής αυτής της λεόντειας σύμβασης προβλεπόταν να γίνει εντός 42 έως 45 ετών. Ο κ. Μητσοτάκης, δηλαδή, το 1964 υποθήκευσε τη χώρα έως το 2006 και 2009!
Το όνειδος αυτής της ρύθμισης ολοκληρώθηκε όταν η κυβέρνηση Σημίτη το 2000 μετέτρεψε το εναπομείναν προπολεμικό χρέος σε ευρώ. Μόνο και μόνο για να συνεχίσει η χώρα να το πληρώνει σε ευρώ που για να το αποκτήσει το δανειζόταν από την ΕΚΤ.
Γιατί; Όχι μόνο γιατί η εθελοδουλία του προς τους εκάστοτε ξένους δυνάστες της πατρίδας ήταν παροιμιώδης, αλλά και γιατί περί το 30% των ομολογιών βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια. Πρώτα και κύρια στο παλάτι, αλλά και σε μεγάλες οικογένειες της οικονομίας και της πολιτικής, που ορέγονταν να λεηλατήσουν τη χώρα με χρέη πολυκαιρισμένα, ξεχασμένα και πολυπληρωμένα πρώτα και κύρια με το αίμα του ελληνικού λαού σε 2 δεκαετίες πολέμων.
Ιούλιος του 1965 και ο Μητσοτάκης πρωταγωνιστεί στο βασιλικό πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Παπανδρέου. Επίδικο; Πρώτα και κύρια ο έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων. Ήταν η εποχή που πυρετωδώς ετοιμαζόταν ο γύψος για την Ελλάδα και ο Μητσοτάκης προσέφερε πολλές υπηρεσίες για την πολιτική κάλυψη των σχεδίων για την επιβουλή χούντας.
Η δράση του αυτή την εποχή του χάρισε το προσωνύμιο «αποστάτης», από το οποίο αν και προσπάθησε πολύ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί. Ούτε καν τον καιρό Σημίτη, όπου είχε στηθεί κανονική βιομηχανία συχωροχαρτιών.
Κατά τη διάρκεια της χούντας βρέθηκε – κι αυτός – στο εξωτερικό να διεξάγει «αντιδικτατορικό αγώνα» από τα σαλόνια των χριστιανοδημοκρατών της Γερμανίας και ανάλογων «δημοκρατικών» δυνάμεων, αλλά ήταν ανεπιθύμητος απ’ όλους. Κανείς δεν τον ήθελε δίπλα του. Ο Καραμανλής στο Παρίσι θυμόταν ακόμη τον «ανένδοτο». Ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου και το κέντρο δεν είχε καμιά διάθεση για σχέσεις με τον πρωταγωνιστή της «αποστασίας».
Ο Μητσοτάκης βρέθηκε παντελώς απομονωμένος πολιτικά. Το μόνο που κατορθώνει αυτή την εποχή είναι να εμπεδώσει τις σχέσεις του με τον αμερικανικό παράγοντα. Άλλωστε του είχε χρησιμέψει όσο κανένας άλλος για την πολιτική προετοιμασία του δρόμου προς τη χούντα μετά τα Ιουλιανά του 1965.
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν έκρυψε ποτέ του τις στενές οικογενειακές (και άλλες;) σχέσεις που είχε με την οικογένεια πατέρα Μπους από την εποχή που ο δεύτερος «διέπρεπε» ως διευθυντής της CIA. Ο Μπους ίσως αποτέλεσε το πιο καλό εισιτήριο για την επιστροφή του Μητσοτάκη στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα.
Με την μεταπολίτευση ο Κ. Μητσοτάκης βρίσκεται στα αζήτητα της πολιτικής. Δεν τον ήθελε κανείς. Προσπάθησε να το αντιστρέψει. Το 1977 συμμετείχε στις εκλογές και εξελέγη στην περιφέρεια Χανίων ως αρχηγός του νεοσυσταθέντος από τον ίδιο κόμματος Νεοφιλελευθέρων. Το 1978 «πείθει» τον Κ. Καραμανλή να τον δεχθεί στη ΝΔ και μάλιστα να τον κάνει υπουργό συντονισμού στην κυβέρνησή του. Τέτοια πολιτική ανατροπή δεν εξηγείται εύκολα. Ίσως μόνο λόγω του αόρατου χειρός του ξένου παράγοντα, της Ουάσιγκτον που θεωρούσε τότε τον Μητσοτάκη πιο σταθερό και πιο αξιόπιστο «δικό» της άνθρωπο ακόμη κι από τον ίδιο τον Καραμανλή. Και δεν είχε καθόλου άδικο.
Κι έτσι πείστηκε ο Κ. Καραμανλής να τον δεχθεί στο κόμμα και την κυβέρνησή του, παρά τη μνησικακία που έτρεφε εναντίον του Κ. Μητσοτάκη. Βέβαια, ο Μητσοτάκης προσπάθησε να εξιλεωθεί στα μάτια του «εθνάρχη», αλλά δεν νομίζω ότι το κατόρθωσε ποτέ. Αλλά έτσι είναι οι μεγάλοι πολιτικοί, ιδίως της ψωροκώσταινας. Ξέρουν να γλύφουν όσο κανένας άλλος, εκεί που μέχρι χθες έφτυναν μετά μανίας. Και την τέχνη αυτή ο Κ. Μητσοτάκης την κατείχε ίσως όσο κανένας άλλος.
Ως υπουργός της δεύτερης κυβέρνησης Καραμανλή ο Κ. Μητσοτάκης ήταν από τους πιο ένθερμους θιασώτες του εξωτερικού δανεισμού. Όσο μεγαλύτερος και πιο επαχθής ήταν ο δανεισμός, τόσο ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε υπερηφάνως: «Όλοι επιδιώκουν να μας δανείσουν!» («Ναυτεμπορική», 20.10.1979) Και πώς να μην επιδιώκουν να μας δανείσουν, όταν κάθε σύμβαση δανείου, ιδίως από το εξωτερικό, συνοδευόταν με προνομιακούς όρους αποπληρωμής σε βάρος της Ελλάδας και ταυτόχρονα με δεσμεύσεις αγοράς προϊόντων, βιομηχανικών και άλλων, από την πιστώτρια χώρα;
Με άλλα λόγια ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την θεωρία ότι όσο περισσότερο μας δανείζουν από το εξωτερικό, ανεξάρτητα του τρομακτικού κόστους και των όρων δανεισμού, αυτό δείχνει την αυξημένη φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους έναντι των ξένων κρατών και αγορών. Η θεωρία αυτή που εφάρμοσε κατά γράμμα το υπουργείο Σημίτη από το 1985 και μετά υπήρξε ο επιτάφιος για τη χώρα μας.
Στις 11 Απριλίου 1990, ενώ είχαν προηγηθεί οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989 στις οποίες το κόμμα του δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία, κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση, αφού στις τρίτες κατά σειράν εκλογές της 8ης Απριλίου 1990, η ΝΔ συγκέντρωσε 150 έδρες (ποσοστό 46,88%) και έλαβε την υποστήριξη του Θ. Κατσίκη μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ. Είπαμε, ο Κ. Μητσοτάκης υπήρξε τεχνίτης στις «αποστασίες» με γνώμονα την προσωπική ιδιοτέλεια.
Στις 12 Ιουλίου 1991, ήταν ο πρώτος που πρότεινε την αποστρατιωτικοποίηση της Θράκης με την σταδιακή απομάκρυνση των «επιθετικών όπλων» από τις περιοχές της ελληνικής Θράκης, της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της νότιας Βουλγαρίας. Αυτό, αν γινόταν, θα μετέτρεπε την Θράκη σε περιοχή περιορισμένης κυριαρχίας. Δηλαδή υπό καθεστώς γκρίζας ζώνης.
Η πρόταση αυτή, η οποία καθόλου συμπτωματικά ανακοινώθηκε λίγες μέρες πριν από το ταξίδι του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους στην Αθήνα, έγινε αμέσως αποδεκτή από τη Βουλγαρία, αλλά δεν βρήκε την ανάλογη ανταπόκριση από την Τουρκία. Από τότε αρχίζουν τα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», τα οποία οδηγούν στην παράδοση του Αιγαίου και της Θράκης στην Τουρκία υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με υπουργό εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά συμμετέχει ενεργά στη διάλυση των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Ανοίγουν τα σύνορα με την Αλβανία με αποτέλεσμα το πρώτο μεγάλο κύμα λαθραίων μεταναστών. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε εφαλτήριο κάθε λογής μαφιόζου επιχειρηματία που αναζητά την αρπαχτή στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στην κατάρρευση αυτών των χωρών πρωταγωνιστεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κι έτσι η Ελλάδα δέχεται τις μάζες λαθραίων μεταναστών απ’ όλες αυτές τις χώρες, θυμάτων της κατάρρευσης.
Ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρωθυπουργός του Σκοπιανού. Ήταν εκείνος που απευθυνόμενος στον ελληνικό λαό είπε για το όνομα της Μακεδονίας, «…σε δέκα χρόνια ούτε που θα το θυμάται κανένας.»
Το διήμερο 1-2 Μαΐου 1993, υπήρξε ο οικοδεσπότης πρωθυπουργός της Διάσκεψης των Αθηνών, η οποία εγκωμιάστηκε ως επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη γιουγκοσλαβική κρίση, αφού, κατά τη διάρκειά της, ο ηγέτης των Σέρβων της Βοσνίας Ράντοβαν Κάρατζιτς, πείσθηκε να υπογράψει υπό όρους το λεγόμενο ειρηνευτικό σχέδιο Βανς-Οουεν. Αυτό το λεγόμενο ειρηνευτικό σχέδιο άνοιξε το δρόμο στον πόλεμο, αφού επέτρεψε την επέμβαση της Γερμανίας πρώτα και του ΝΑΤΟ ύστερα με σκοπό τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Η Κ. Μητσοτάκης προσωπικά και η κυβέρνησή του βρέθηκαν να εμπλέκονται στο σκάνδαλο των υποκλοπών με τον γνωστό Μαυρίκη, αλλά και σε σκάνδαλα αρχαιοκαπηλίας. Με την άμεση εμπλοκή του κ. Γρυλάκη, πρώην αρχηγού της ΕΛΑΣ και μετέπειτα προσωπικού συμβούλου του Μητσοτάκη. Μάλιστα η Μελίνα Μερκούρη τότε είχε καταγγείλει προσωπικά τον Κ. Μητσοτάκη για άμεση συμμετοχή σε επιχειρήσεις αρχαιοκαπηλίας, αλλά δεν ίδρωσε ποτέ το αυτί της δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η πρώτη που εφάρμοσε πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή «αποκρατικοποιήσεων». Το μεγαλύτερο σκάνδαλο ξεπουλήματος της εποχής ήταν η πώληση της ΑΓΕΤ-Ηρακλής – της μεγαλύτερης συναλλαγματοφόρας βιομηχανίας της Ελλάδας - στην Καλτσεστρούτσι το 1991.
Ο Μητσοτάκης με τους υπουργούς του έφεραν τον επικεφαλής της Καλτσεστρούτσι, Παντσαβόλτα, στην Ελλάδα με τιμές αρχηγού κράτους. Έτρεχαν όλοι να φωτογραφηθούν δίπλα του. Λίγα χρόνια η Ιταλική δικαιοσύνη αποκάλυψε ότι η Καλτσεστρούτσι ήταν μια από τις εταιρείες βιτρίνα της μαφίας και καταδίκασε τον Παντσαβόλτα ως εκπρόσωπό της σε κατ' οίκον περιορισμό - λόγω του μεγάλου της ηλικίας του - ισόβια.
Στην Ελλάδα ο Κ. Μητσοτάκης γλύτωσε τις ποινικές συνέπειες της εμπλοκής του σε τόσο μεγάλα σκάνδαλα λόγω του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος τον κάλυψε με τη δικαιολογία ότι πρέπει να πάψει η «ποινικοποίηση» της πολιτικής. Κι επομένως μπορεί άνετα ένας πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του να έχει πάρε-δώσε με τη μαφία, να εμπλέκεται σε υποκλοπές και αρχαιοκαπηλίες, χωρίς να έχει καμιά ποινική ευθύνη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεπέρασε κάθε προηγούμενη σε φόρους και δανεισμό. Τα πιστωτικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού εκτινάχθηκαν. Το 1990 αντιστοιχούσαν στο 40% του ΑΕΠ. Το 1991 στο 54% του ΑΕΠ. Το 1992 στο 57% του ΑΕΠ και το 1993 στο 75% του ΑΕΠ. Αν δεν είχαμε τη δραχμή, είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα το 1993 θα είχε οδηγηθεί σε χρεοκοπία.
Ο Κ. Μητσοτάκης είχε δρομολογήσει επίσης την πώληση της Ολυμπιακής Αεροπορίας με σκοπό τη διάλυσή της. Όχι μόνο για να περάσει το εγχώριο αεροπορικό έργο σε ιδιωτικά χέρια, αλλά και για να επιτρέψει στην Turkish Airlines να κερδίσει τα μερίδια αγορών που κατείχε η ΟΑ. Κι έτσι να ευνοηθεί η αλματώδης ανάπτυξη του τουρκικού τουρισμού.
Όπως κι έγινε. Αν και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τα κατάφερε τότε, γιατί έπεσε λόγω της διαμάχης των συμφερόντων που ήθελαν να ελέγξουν την πώληση του ΟΤΕ.
Μετά την ήττα του, ο Μητσοτάκης αναγκάστηκε να παραδώσει την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και από τότε να μείνει στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής σκηνής. Μια από τις τελευταίες πράξεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είναι όταν τον Οκτώβριο του 2011 καλεί την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την αδίστακτη «επιβολή του νόμου».
Όταν ο Παπαχελάς του επισημαίνει ότι η «επιβολή του νόμου» από την κυβέρνηση σε μια περίοδο με εκατομμύρια στους δρόμους και τις πλατείες σημαίνει ότι «κάποια στιγμή θα χυθεί αίμα γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τηρηθεί ο νόμος και αυτό καμιά κυβέρνηση βεβαίως στην Ελλάδα δεν θέλει να το κάνει.»
Η απάντηση Μητσοτάκη σόκαρε ακόμη και τον Παπαχελά: «Τι θα πει αυτό θα χυθεί αίμα; Δηλαδή δεν θα χυθεί αίμα αν παραβιάζεται ο νόμος; Ξέρετε πρέπει ο πολιτικός να είναι ρεαλιστής και πρέπει να είναι και αποφασιστικός. Εάν δεν υπάρχει αποφασιστικότητα στο κράτος δεν γίνεται τίποτε.»
Δυστυχώς γι’ αυτόν κι ευτυχώς για τον κόσμο, που θεωρούσε τότε την ειρηνική διαμαρτυρία ως αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά του, δεν δόθηκε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η ευκαιρία να ματοκυλίσει τις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων με σκοπό την «επιβολή του νόμου». Ποιου νόμου; Του νόμου που επιτρέπει στον κάθε Μητσοτάκη να στήνει κυβερνήσεις με όρους μαφίας και να διαπράττει ειδεχθή εγκλήματα κατά της πατρίδας άνευ τιμωρίας. Του νόμου που ξέρει να σέβεται την ομερτά της εξουσίας και να θυσιάζει τα συμφέροντα των απλών πολιτών και της χώρας στα μεγάλα συμφέροντα των ισχυρών.
Μην ανησυχείτε όμως. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπορεί να μην κατόρθωσε να δει το όνειρό του πραγματικότητα, δηλαδή να υπογράφει ο ίδιος την ολοκληρωτική διάλυση – όπως έκανε με τη Γιουγκοσλαβία – της Ελλάδας και δεν πρόλαβε να ματοκυλίσει τον τόπο για να επιβάλει τον δικό του νόμο και των μεγάλων πατρόνων του, αλλά άφησε παρακαταθήκη. Το γιο και την κόρη του.
Κι επομένως έχει ακόμη την ευκαιρία να δικαιωθεί. Έστω και μετά θάνατο. Αρκεί οι ψηφοφόροι να αποδειχθούν τόσο ανόητοι και απάτριδες, όσο χρειάζεται για να αναδείξουν τον Κυριάκο στην εξουσία. Και ύστερα να διαπιστώσουμε όλοι μαζί ότι υπάρχουν χειρότεροι ακόμη και από τον Τσίπρα.