Δ' ΜΕΡΟΣ: Ο άνθρωπος που ονόμαζαν ‘Πατέρα’
Ο Jim Jones γεννήθηκε στο Lyn της Indiana το 1931 την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Καθώς οι γονείς του πάσχιζαν να τον κρατήσουν στη ζωή, ο Jones μπορούσε να εξερευνήσει τον κόσμο που τον περιτριγύριζε. Σε μικρή ηλικία συνάντησε μια συγκέντρωση της Εκκλησιάς της Πεντηκοστής, γνωστή ως το ‘Ευαγγέλιο του Μαρτυρίου’ (The Gospel Tabernacle), που απαρτίζονταν κυρίως από ανθρώπους που είχαν μετακομίσει στην περιοχή από το Kentucky και το Tennessee. Η εκκλησία και τα μέλη της ήταν στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας και ήταν γνωστοί ως ‘κυλιόμενοι άγιοι’ (μετάφραση του όρου ‘holy-rollers’ που σε ελεύθερη απόδοση ερμηνεύεται ως ‘άγιοι σε παράκρουση’) ή ‘άνθρωποι των γλωσσών’ (‘tongues people’ αντίστοιχα, που αναφέρεται στην γλωσσολαλία, δηλαδή την απαγγελία με ήχους που προσομοιάζουν στη γλώσσα και που σύμφωνα με τους οπαδούς της εκκλησίας της Πεντηκοστής αποτελούν αρχαίες γλώσσες, αν και έρευνες έχουν δείξει πως πρόκειται πιθανότατα για μίμηση γλώσσας χωρίς σημασιολογικό περιεχόμενο, κοινώς ονομαζόμενη ‘ζαργκόν’) από την πιο συντηρητική κοινωνία του Lyn.
Στις αρχές της εφηβείας του ο Jones έπαψε να ενδιαφέρεται για τις συνηθισμένες δραστηριότητες των άλλων αγοριών. Τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο η συναισθηματική και θρησκευτική ζέση που συνάντησε στο Gospel Tabernacle. Εκεί έμαθε για τις πνευματικές θεραπείες και σύντομα άρχισε να λαμβάνει επαίνους για τις διδαχές του. Το 1947, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο Jones κήρυττε στις γωνίες των δρόμων σε γειτονιές λευκών και νέγρων, μοιράζοντας την σοφία και τη γνώση που πίστευε ότι κατείχε και που θεωρούσε πως ήταν αναγκασμένος να την μοιραστεί με άλλους. Πίστευε στην αδελφότητα των ανθρώπων, ανεξάρτητα από κοινωνική θέση και φυλή. Συμπαθούσε ιδιαίτερα τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους.
Ο Jones θεωρούσε τον εαυτό του ως ηγέτη ανάμεσα στους ομοίους του και κοίταζε αφ' υψηλού τη συμπεριφορά των άλλων αγοριών της ηλικίας του που τη θεωρούσε επιπόλαια και ανήθικη. Ωστόσο, φοβόταν έντονα την απόρριψη και θα εκδικούνταν με οργή οποιαδήποτε αντίθετη κριτική ή διαφωνία που την έβλεπε ως προδοσία. Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν όταν ο καλύτερος φίλος του επέλεξε να επιστρέψει σπίτι του παρά να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του Jones. Καθώς ο φίλος του απομακρυνόταν, ο Jones άρπαξε το όπλο του πατέρα του και πυροβόλησε εναντίον στην γρήγορα απομακρυνόμενη φιγούρα του αγοριού.
Κατά τη διάρκεια των χρόνων που πήγαινε στις μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου ο Jones ενδιαφέρθηκε αρχικά για τις ζωές των δυνατών και σημαντικών ανδρών, παρουσιάζοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Τζόζεφ Στάλιν. Τον καιρό που γνώρισε τη μελλοντική του γυναίκα, την Marceline, στο τέλος της εφηβείας του, είχε ήδη αναπτύξει μια ενθουσιώδη γνώση και ενδιαφέρον για κοινωνικά ζητήματα και κοσμικά γεγονότα. Η Marceline ήταν εκπαιδευόμενη νοσηλεύτρια στο νοσοκομείο όπου ο ίδιος εργαζόταν με μειωμένο ωράριο. Παντρεύτηκαν μόλις ο Jones αποφοίτησε από το σχολείο με τιμητικές διακρίσεις και άρχισε να σπουδάζει στο κολέγιο. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν πολύ θυελλώδη. Ο Jones ήταν ανασφαλής και αυταρχικός. Ο μεγαλύτερός του φόβος, το να τον εγκαταλείψουν εκείνοι που τον ενδιέφεραν, τον έκαναν να είναι ζηλιάρης σε οποιαδήποτε προσοχή έδινε η Marceline σε οποιονδήποτε άλλο. Οι συνεχείς του συναισθηματικές εκρήξεις και τα λογύδρια που εξαπέλυε έκαναν πολύ δύσκολη τη ζωή της Marceline, αλλά η πίστη της πως ο γάμος αποτελούσε μια δια βίου δέσμευση την έκαναν να ανεχτεί την κατάσταση.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Jones ξεκίνησε να αμφισβητεί την πίστη του, βρίσκοντας δύσκολο το να συμβιβάσει την πεποίθησή του για έναν φιλεύσπλαχνο θεό αγάπης με την πραγματικότητα του πόνου και της ανέχειας που έβλεπε γύρω του. Διακήρυττε τώρα ότι δεν υπήρχε θεός. Περίμενε από την Marceline να μοιραστεί μαζί του αυτή τη νέα του σοφία και την απείλησε ότι θα αυτοκτονήσει εάν εκείνη συνέχιζε να προσεύχεται. Μετρίασε την οπτική του στο 1952 όταν οι Μεθοδιστές, το εκκλησιαστικό δόγμα το οποίο ακολουθούσε η Marceline, επέδειξαν ένα σύστημα αξιών που ερχόταν σε συμφωνία με τις δικές του πεποιθήσεις. Η εκκλησία ενστερνίστηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων και εργάστηκε για να βάλει ένα τέλος στην ανέχεια. Η αντίθεση των Μεθοδιστών στην ανεργία και η υποστήριξή τους στις συλλογικές διαπραγματεύσεις των εργατών και στην ασφάλεια των γηραιότερων ήταν αυτά που εντυπωσίασαν τον Jones.
Τον ίδιο χρόνο, ενώ συνέχιζε τις σπουδές του στο κολέγιο, ο Jones αποδέχτηκε τη θέση του φοιτητή πάστορα στην εκκλησία των Μεθοδιστών στο Somerset, σε μια όχι και τόσο εύπορη και κυρίως λευκή γειτονιά της νότιας Indianapolis. Μυστικά ο Jones επισκεπτόταν κάποιες αφροαμερικάνικες εκκλησίες της περιοχής και προσκαλούσε όσους συναντούσε εκεί στις δικές του υπηρεσίες και στο σπίτι του. Εκείνη την εποχή επιχείρησε να υιοθετήσει τον εξάδελφο της Marceline, που έμενε μαζί τους από τότε που τον διέσωσαν από ένα σπίτι στο δάσος. Το δωδεκάχρονο αγόρι δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχές με αυτή την απόφαση και αντιστάθηκε. Ο Jones του είπε πως οποιαδήποτε σκέψη για επιστροφή στη μητέρα του δεν είχε ελπίδα καθώς ήταν ανήμπορη και δεν τον αγαπούσε. Όταν την επισκέφτηκε το αγόρι είχε διαφορετική γνώμη. Σε μια συναισθηματική παραφορά ο Jones προσπάθησε να επιβάλλει τη θέλησή του στο αγόρι αλλά δεν μπορούσε να τον κλονίσει. Επέστρεψε για να ζήσει με τη μητέρα του και αρνήθηκε να δει τον Jones όταν ήρθε να τους επισκεφτεί.
Μέσα σε δύο χρόνια ο Jones κήρυττε με επιτυχία σε συναθροίσεις της Πεντηκοστής σε άλλες εκκλησίες, τραβώντας μεγάλα πλήθη με τις θεραπείες του και τα θαύματα. Αυτή η επιτυχία τον έκανε να αφήσει την εκκλησία των Μεθοδιστών του Somerset και να ξεκινήσει τη δική του εκκλησία. Μέχρι το 1956 μετέφερε το ποίμνιό του σε μεγαλύτερα κτίσματα και ξεκίνησε να ονομάζει τις δραστηριότητές του 'κίνηση' και την εκκλησία του 'Ναό των Ανθρώπων'. Το συναισθηματικό του ύφος και η διδασκαλία της ενότητας και ισότητας ήταν ασυνήθιστες αξίες για έναν λευκό ιεροκήρυκα την εποχή εκείνη και το ποίμνιο του Jones δεν μπορούσε να παρέχει την ισχυρή οικονομική υποστήριξη που χρειαζόταν για να ενισχυθεί η επιρροή του. Παρά την έλλειψη αριθμών η εκκλησία του Jones ίδρυσε μια κουζίνα με σούπα και τάχθηκε στο να δίνει άσυλο στους άπορους και να υιοθετεί παιδιά. Εκείνη την εποχή ο Jones και η Marceline υιοθέτησαν ένα μαύρο αγόρι και ένα ορφανό από την Κορέα, καθώς επίσης γέννησαν έναν γιο.
Η ένταση του Ψυχρού Πολέμου στα μέσα του 1950 ενέπνευσαν σημαντικά τον Jones που πίστευε ότι ο Κομμουνισμός θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί καλύτερα με τον Κοινοτισμό. Μπορούσε να εκχριστιανίσει τις ταχέως αυξανόμενες πολιτικές του πεποιθήσεις αναφερόμενος σε βιβλικά αποσπάσματα αναφορικά με ανθρώπους που πουλούσαν τα υπάρχοντά τους. Οι κόποι του και η πίστη του για τα κοινωνικά δικαιώματα γρήγορα ανταμείφθηκαν με τον διορισμό του ως επικεφαλή της Υπηρεσίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Indianapolis. Οι ριζοσπαστικές του πεποιθήσεις και δράσεις εκείνη την εποχή προκάλεσαν πολλές διαμαρτυρίες και κριτικές από τους συντηρητικούς τομείς της κοινωνίας. Ο Jones άρχισε να εξιστορεί σε τοπικές εφημερίδες ιστορίες για παρενοχλήσεις και απειλές για τη ζωή του, αν και κανένας από αυτούς τους ισχυρισμούς του δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί από τις έρευνες της αστυνομίας.
Κατά σύμπτωση, όταν η κριτική για την πολιτική του κορυφωνόταν ο Jones είχε ένα 'όραμα' για μια πυρηνική επίθεση. Πιστεύοντας πως η Δύση ήταν ο πιο πιθανός στόχος για μια τέτοια επίθεση, ο Jones άρχισε να ψάχνει για ένα πιο 'ασφαλές' μέρος ώστε να μετακινήσει την ομάδα του. Αφήνοντάς την στα χέρια των βοηθών του έφυγε για να αναζητήσει την ιδανική τοποθεσία. Ταξίδευσε στη Χαβάη και ύστερα στη Βραζιλία όπου και έμεινε για δύο χρόνια, διδάσκοντας αγγλικά για να αυτοσυντηρηθεί. Στο ταξίδι του γυρισμού του από τη Βραζιλία ο Jones επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Γουιάνα όπου και εντυπωσιάστηκε από τις σοσιαλιστικές ιδέες της εκεί κυβέρνησης.
Το 1965, δύο χρόνια μετά από την επιστροφή του στην Indianapolis, ο Jones μετακόμισε με 140 οπαδούς του στο Ukiah στην περιοχή Mendocino της Καλιφόρνια, γιατί διάβασε στο περιοδικό Esquire πως η περιοχή θα ήταν ασφαλής στο ενδεχόμενο μιας πυρηνικής επίθεσης. Όταν εγκαταστάθηκαν ο Jones βρήκε μια δουλειά ημιαπασχόλησης ως δάσκαλος και η Marceline εργάστηκε σαν κοινωνική λειτουργός στο πολιτειακό νοσοκομείο του Mendocino.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και η Marceline αποφάσισε ότι ήθελε να βάλει τέλος στο γάμο τους. Οι εξωσυζυγικές ερωτικές συνευρέσεις του Jones είχαν γίνει πιο συχνές από τότε που μετακόμισαν στην Καλιφόρνια και η λαγνεία του για δύναμη και έλεγχο είχαν αυξηθεί δραματικά. Ο γιος τους ο Stephan είχε ελάχιστο σεβασμό για τον πατέρα του εξαιτίας της υποκρισίας του. Έφτιαχνε κανόνες για να ικανοποιήσει τα δικά του καπρίτσια, ωστόσο δεν ακολουθούσε ο ίδιος κανέναν από τους κανόνες αυτούς. Ο Jones χρησιμοποιούσε μια ποικιλία από φάρμακα για να κρατήσει σε έλεγχο τις συναισθηματικές του εξάρσεις, μεταξύ των οποίων και Quaaludes (φάρμακο που χρησιμοποιήθηκε στις δεκαετίες 1960 και 1970 ως αγχολυτικό και που λόγω της ευφορίας που προκαλεί χρησιμοποιήθηκε και ως ναρκωτικό μέχρι που το 1984 αποσύρθηκε από την αγορά της Αμερικής), το οποίο χρησιμοποίησε και ο Stephan στην προσπάθειά του να αυτοκτονήσει.
Το 1968, με την οικογένειά του να χωρίζεται και την οργάνωσή του να αριθμεί μόνο 68 μέλη, ο Jones έκανε αίτηση, η οποία έγινε δεκτή, για αναγνώριση από τους 'Μαθητές του Χριστού', ένα δόγμα που είχε ενάμιση εκατομμύριο μέλη. Με πολύ λίγη επίβλεψη από την διαχείριση της εκκλησίας ο Jones είχε τη δυνατότητα να αγνοήσει τις απαιτήσεις της για Ιερή Ένωση και βάπτιση. Αντίθετα, δίδασκε σοσιαλισμό και βάπτιζε νέα μέλη 'στο άγιο όνομα του σοσιαλισμού'.
Με το να είναι μέλος μιας αναγνωρισμένης εκκλησίας ο Jones είχε απαλλαγή από φόρους και έχαιρε μεγαλύτερης εκτίμησης. Η ομάδα του γρήγορα μεγάλωσε στα 300 μέλη. Ο Jones και οι οπαδοί του ξόδευαν πολύ από τον χρόνο τους για να προπαγανδίζουν την εκκλησία του και τα καλά της έργα, όχι μόνο στην τοπική κοινωνία αλλά και σε όλη τη χώρα. Πάνω από 300,000 αντίτυπα μιας μηνιαίας φυλλάδας αποστελλόταν σε όλη τη χώρα κάθε μήνα και ο Jones ξεκίνησε εκπομπές στο ραδιόφωνο, εξασφαλίζοντας πως οι καλές του πράξεις θα γινόντουσαν γνωστές σε όλους. Μέχρι το 1973 η οργάνωσή του αριθμούσε δυόμισι χιλιάδες μέλη και είχε διασπαρθεί στο San Francisco και στο Los Angeles όπου ο Jones άρχισε επίσης να κηρύττει.
Το 1974 εξασφάλισε την έγκριση από την κυβέρνηση της Γουιάνα για να ξεκινήσει να χτίζει μια κοινότητα σε ένα αγροτεμάχιο 121 εκταρίων που βρισκόταν σε απόσταση 140 μίλια από την Georgetown. Το συμβόλαιο υπογράφηκε και ο Jones ονόμασε την κοινότητα 'Jonestown'. Με κάποιους από τους οπαδούς του να έχουν ήδη μετακομίσει στο κτήμα ο Jones αποφάσισε να επισκεφτεί την Georgetown και να γίνει γνωστός εκεί. Μέλη του επιτελείου του πλησίασαν τον Πατέρα Andrew Morrison για να επιτύχουν άδεια για τον Jones ώστε να υπηρετήσει στην Ιερή Καθολική Εκκλησία. Έχοντας ενημερωθεί για τη φύση των κηρυγμάτων του Jones ο Πατέρας Morrison και άλλοι που τον επισκέφτηκαν τρομοκρατήθηκαν από τις ολοφάνερα ψεύτικες θεραπείες του και τα θαύματα που υποτίθεται ότι έκανε.
Απογοητευμένος, ο Jones επέστρεψε στην Καλιφόρνια όπου η υποδοχή των επί σκηνής θεατρινισμών του ήταν πολύ περισσότερο ευνοϊκή. Μέλη του επιτελείου του, συνήθως διανοούμενοι με μια έντονα μυστικιστική τάση, έσπευδαν στα σκουπίδια των μελών του ναού για να συλλέξουν πληροφορίες. Ο Jones μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για να υποκριθεί πως έχει αποκρυφιστικές δυνάμεις στις συναντήσεις που έκανε. Πιθανά μέλη της οργάνωσης που ήταν υπό ένταξη δεχόντουσαν προσκλήσεις για μικρές συγκεντρώσεις όπου εξεταζόντουσαν με μεγάλη προσοχή. Οποιοσδήποτε φαινόταν να είναι πολύ συντηρητικός πολιτικά αποκλειόταν από περαιτέρω εμπλοκή με την οργάνωση, ενώ εκείνοι που είχαν αντικαθεστωτικές τάσεις και συμπάθεια για τις υπηρεσίες του τύπου που προσέφεραν οι Πεντηκοστιανοί ήταν καλοδεχούμενοι. Αυτά τα κριτήρια σήμαιναν πως η πλειοψηφία των νεοσύλλεκτων ήταν κυρίως αφροαμερικάνοι, οι αμόρφωτοι και οι φτωχοί.
Ως απόκριση στις διδασκαλίες του Jones για Χριστιανικό Κοινοτισμό, τα μέλη του ναού μάζευαν τα εισοδήματά τους και έδιναν τα υπάρχοντά τους στο Ναό των Ανθρώπων για να πουληθούν και σε αντάλλαγμα τους δινόταν χώρος, σίτιση και ένα επίδομα δύο δολαρίων την εβδομάδα. Ο Jones δίδασκε πως μόνο μέσω του σοσιαλισμού θα μπορούσε κανείς να πετύχει την τέλεια ελευθερία, δικαιοσύνη και ισότητα. Σύμφωνα με τον Jones, ο σοσιαλισμός ήταν η εκδήλωση του Θεού. Τα θαύματά του, η θεραπεία των ασθενειών και η φροντίδα των φτωχών αποτελούσαν απόδειξη πως ο ίδιος ήταν ενσάρκωση του Χριστού. Έβλεπε τον εαυτό του σαν κοινωνικό επαναστάτη παρά το γεγονός ότι η δική του οργάνωση δεν είχε ουδεμία σχέση με τον σοσιαλισμό. Δεν υπήρχε συλλογική ηγεσία και το επιτελείο του, σχεδόν όλοι λευκοί, δεν είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν τις ιδέες του. Υπήρχε μόνο μια πηγή εξουσίας, ο ίδιος ο Jim Jones.
Ο δυϊσμός και η υποκρισία του Jones αντανακλούνταν στις διδασκαλίες του σχετικά με τις σεξουαλικές σχέσεις. Πίστευε στην σεξουαλική απελευθέρωση, αλλά συνηγορούσε υπέρ του γάμου. Θεωρούσε πως ο γάμος δίχως σεξουαλική ελευθερία ήταν αντι-επαναστατικός και οποιοδήποτε μέλος αντιδρούσε με ζήλια στις σεξουαλικές απιστίες του συντρόφου του δεχόταν ανοιχτή επίθεση. Την ίδια στιγμή κήρυττε τις αρετές της αποχής από την ερωτική πράξη και η σεξουαλική δραστηριότητα όλων των μελών βρισκόταν υπό αυστηρή κριτική. Κάθε άτομο έπρεπε να εξομολογηθεί τις σεξουαλικές του συνήθειες και φαντασιώσεις, ενώ οι γυναίκες ήταν αναγκασμένες να αναφέρουν δημόσια όποια παράπονα είχαν για τον τρόπο που ο σύζυγός τους συμπεριφερόταν στην ερωτική πράξη. Ο Jones δήλωνε στην ομάδα του πως ήταν ο μόνος πραγματικά ετεροφυλόφιλος, αλλά στις ιδιωτικές του στιγμές είχε διαπράξει σοδομισμό σε έναν άνδρα, δικαιολογώντας τις πράξεις του σα να ήταν ο μόνος τρόπος για να αποδείξει σ' αυτόν τον άνδρα πως ήταν στην πραγματικότητα ομοφυλόφιλος. Το Δεκέμβρη του 1973 ο Jones συνελήφθη στο πάρκο MacArthur, ένα γνωστό μέρος συνάντησης για ομοφυλόφιλους και δηλώθηκε για ασελγή επαφή. Αν και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν, ο Jones ήταν αναγκασμένος να υπογράψει ένα έγγραφο όπου παραδεχόταν πως υπήρχε πράγματι λόγος για την σύλληψή του.
Είχε ωστόσο τη δυνατότητα να κρατήσει μυστική τη σύλληψή του και συνέχισε να κερδίζει αποδοχή στην περιοχή του San Francisco. Αριστερά κινήματα τον καλοδεχόντουσαν για την υποστήριξή του στις προοδευτικές ιδέες και για τις διδασκαλίες του ενάντια στο κατεστημένο. Τα μέλη του ναού εργαζόντουσαν σε πολιτικές καμπάνιες του San Francisco και ο Jones καλλιεργούσε σχέσεις με μια ποικιλία ισχυρών πολιτικών προσώπων, χρησιμοποιώντας τη μεγάλη του ομάδα και τη συσσώρευση κεφαλαίου του Ναού των Ανθρώπων για να ισχυροποιήσει την επιρροή του.
Ενώ η εξωτερική του επιρροή μεγάλωνε και ο έλεγχος που ασκούσε στο ποίμνιό του ήταν σχεδόν αδιάσπαστος, ο Jones δεν ήταν σε θέση να σταματήσει όλη την αρνητική κριτική που κατευθυνόταν στον Ναό των Ανθρώπων, αν και έκανε προσπάθειες γι' αυτό. Είχε βάλει μέλη της ομάδας του να αναλάβουν δουλειές σε μερικές από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της περιοχής ώστε να τον προειδοποιούν για οποιαδήποτε σχέδια που αφορούσαν σε αρνητικό υλικό σχετικά με το πρόσωπό του. Πριν να μπορέσουν οι εφημερίδες να πάρουν το υλικό για να το τυπώσουν, ο Jones ήταν έτοιμος να τους εκβιάσει με νομικό τρόπο. Οποιοσδήποτε από τους αντίθετούς του επέμενε στο να τον απαξιώνει, θα λάμβανε σύντομα ένα απειλητικό γράμμα και θα τον ξυπνούσαν στη μέση της νύχτας με τρομοκρατικά τηλεφωνήματα. Οι αποστάτες από την οργάνωση ήταν επίσης τρομοκρατημένοι για να αποκαλύψουν τις αρνητικές τους εμπειρίες με τον Jones, καθώς συνεχώς τους απειλούσαν με σκοτεινές τιμωρίες.
Έχοντας μια μεγάλη εμπειρία στις τιμωρίες του Jones και στον ανεξέλεγκτο θυμό του εναντίον σε όποιον τολμούσε να τον αφήσει, οι αποστάτες πίστευαν πως θα πραγματοποιούσε τις απειλές του εάν τον πίεζαν. Η Grace Stoen, σύζυγος του Tim Stoen που ήταν ο δικηγόρος του ναού, δοκίμασε από πρώτο χέρι την οργή του Jones όταν τόλμησε να εγκαταλείψει την κοινότητα εξαιτίας του βάναυσου ξυλοκοπήματος που υπέστη ένα μέλος όταν κριτίκαρε τον Jones. Ο Jones σοκαρίστηκε από την προδοσία της στο φως 'όλων όσων είχε κάνει για κείνη'. Με την υποστήριξη του Tim, ο Jones ξεκίνησε έναν μανιώδη αγώνα επιτήρησης στον γιο της, για τον οποίο διατεινόταν λανθασμένα πως ο ίδιος ήταν ο πατέρας του.
Ήταν αυτός ο αγώνας επιτήρησης, μαζί με έναν αυξανόμενο αριθμό από παράπονα που προέρχονταν από προηγούμενα μέλη και συγγενείς μελών, που προκάλεσαν ένα μεγάλο ζήτημα το οποίο τράβηξε τη δημόσια προσοχή στο Ναό των Ανθρώπων. Έχοντας ως βάση τις αρνητικές δημοσιεύσεις, η παράνοια του Jones έγινε ακόμα μεγαλύτερη και ξεκίνησε να προετοιμάζει το ποίμνιό του για την τελική μετακόμιση στη Γουιάνα.
Όταν πήγαν στη Γουιάνα, ο Jones μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχο στην κοινότητα των ακόλουθών του χωρίς αντίθετα στοιχεία που προερχόντουσαν από τον εξωτερικό κόσμο. Απομονωμένοι στην κοινότητα, χωρίς χρήματα ή διαβατήρια, ο Jones είχε την εγγύηση πως κανένας πλέον από τα μέλη της οργάνωσής του δε θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει. Τώρα μπορούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο των ανθρώπων του. Όταν αυτός ο έλεγχος απειλήθηκε ξανά με την αποχώρηση δεκαπέντε ατόμων που ακολούθησαν την επιτροπή του γερουσιαστή Leo Ryan, ο εκδικητικός φόνος που διέπραξε ο Jones στο αεροδρόμιο ήταν τυπική αντίδραση για την προσωπικότητά του. Η διαταγή για ομαδική αυτοκτονία ήταν το μέσο του για να αποκτήσει ολοκληρωτικό έλεγχο. Εάν δεν μπορούσε να έχει τον έλεγχο αυτό με τους ανθρώπους του εν ζωή, θα τον είχε στον θάνατο!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...