Για την αυτοκτονία του Βελουχιώτη διαβάστε:
Υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Η πιο αξιοπιστη ειναι τον ΓΚΟΝΕΖΟΥ που ηταν στην ομαδα των 5 τελευταιων πριν αυτοκτονησει ο Πουστης(Βελουχιωταινα)
Ηταν ο Άρης, Τζαβέλλας, Λέων, γερο-Κόζιακας και ο Γκονεζος.Σκοτωθηκε ο Κοζιακας ,αυτοκτονησε ο Αρης (που νωριτερα ειχα τραυματισθει στην σπονδυλικη του στηλη και δεν μπορουσε να περπατησει,αυτοκτονησε ο Τζαβελας και ΓΛΥΤΩΣΑΝ οι Καπεταν ΛΕΩΝ(ο γνωστος επιβητορας του)και ο Γκονεζος
Ο Καπεταν ΛΕΩΝ δεν μιλησε ΠΟΤΕ για τον βελουχιωτη ιδιωτευσε και εγινε δασκαλος
Ο Γκονεζος ειναι η ΜΟΝΑΔΙΚΗ και η πιο αξιοπιστη μαρτυρια.Το ΚΚΕ εξαφανισε την μαρτυρια ΓΚΟΝΕΖΟΥ (για δικους του λογους). Ωστόσο υπάρχει , αυτούσια , η ακόλουθη:
Ο εχθρός μας πρόλαβε. Έπιασε τους δυο παρατηρητές χωρίς να ρίξουν ούτε μια τουφεκιά. Φαίνεται πως παραδόθηκαν. Γιατί ενώ ήσαν δυο, η σύνδεση γινόταν κάθε μισή ώρα κι ο εχθρός βρισκόταν στα γύρω υψώματα, νομίζω πως όταν κινδυνεύει κανείς δεν κοιμάται εύκολα. Κι ακόμα το μέρος τους επέτρεπε να σημειώσουν την κίνηση του εχθρού με μια τουφεκιά και να συμπτυχθούν εύκολα.
Ο εχθρός χρησιμοποιώντας το πλεονέκτημα αυτό, και με τη βοήθεια των παρατηρητών, μας πλησίασε και μας αιφνιδίασε με τα πυρά του. Το μέρος ήταν ακατάλληλο για άμυνα. 0 Άρης ψύχραιμα δίνει εντολή: Σημείο συγκέντρωσης κάτω στο ποτάμι. Όλοι κατηφορίσαμε, ο καθένας όπως μπορούσε γρηγορότερα χωρίς να- διαλέγει δρομολόγιο και να κοιτάζει πού βρίσκεται ο διπλανός του και τούτο για ν' αποφεύγουμε τα πυρά του εχθρού. Δέκα εννέα σύντροφοι μας είχαν φτάσει στο ποτάμι όταν εμείς οι πέντε, Άρης, Τζαβέλλας, Λέων, γερο-Κόζιακας κι εγώ, βρισκόμαστε πολύ ψηλά στη ρεματιά της Κερασιάς. Αργοπορήσαμε, γιατί κατεβαίνοντας το απότομο και βραχώδες αυτό μέρος, ο Άρης έπεσε και χτύπησε πολύ άσχημα στη σπονδυλική στήλη. Όσο το χτύπημα ήταν ζεστό προχωρούσε μόνος του, στη συνέχεια τον βοήθησα κι εγώ, ώσπου φθάσαμε και σταματήσαμε σ' ένα σημείο της ρεματιάς που βρίσκεται κάτω από το ύψωμα που λέγεται Μούλκες.
Η ώρα θα ήταν 9 μ.μ. Από την απέναντι πλευρά του Μυροφύλλου, ένα εχθρικό πολυβόλο χτυπούσε κατ' άξονα τη ρεματιά. Μπροστά μας σκοτώνεται ο γερο Κόζιακας και πιο κάτω τραυματίζεται ο Λέων, από ένα κομματάκι νικελίου εκρηκτικής σφαίρας, στο δεξιό μέρος του μετώπου πάνω από το μάτι και γυρίζει πίσω γεμάτος αίματα.
Για μια στιγμή ακούω από το στόμα του Άρη να λέει: «Έζησα 42 χρόνια, έζησα και καλά και άσχημα. Κυττάξτε εσείς τι θα κάνετε τώρα, γεια σας». Βγάζει το πιστόλι του κι αυτοκτονεί. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τη σκέψη του, ούτε και να αντιδράσω.
Ύστερα από το αναπάντεχο αυτό γεγονός, την αυτοκτονία του Άρη, προχωρήσαμε με τον Λέοντα λίγα μέτρα πιο κάτω και συναντήσαμε τον Τζαβέλλα. «Γιάννη, του είπα, ο αρχηγός αυτοκτόνησε». Αμέσως ο Τζαβέλλας, που ψυχή του ήταν ο Άρης, γύρισε πίσω κι αφού σταμάτησε αριστερά από το νεκρό αρχηγό, άνοιξε μια χειροβομβίδα, την κράτησε στα χέρια του κι αυτοκτόνησε.
Στο σημείο αυτό της ρεματιάς και κάτω από το υψωματάκι Μούλκες, έμειναν για πάντα οι τρεις σύντροφοι μας. Οι Άρης και Τζαβέλλας πεσμένοι στο δεξιό μέρος της ρεματιάς κι ο γερο Κόζιακας μέσα στο νερό.
Ο Λέων ύστερα από τον τραυματισμό του και τις αυτοκτονίες Άρη και Τζαβέλλα έπαθε ψυχικό κλονισμό. Σε κάβε κίνηση έπρεπε να τον βοηθάω. Χρειάστηκε να περάσουν δυο μέρες για να συνέλθει κάπως.
Προχωρήσαμε τώρα οι δύο μας, για να κατέβουμε κάτω στο ποτάμι και να συναντηθούμε με τους άλλους συντρόφους, να τους ενημερώσουμε για τις αυτοκτονίες και να πορευτούμε μαζί τους.
Πιο κάτω συναντήσαμε ένα κλειστό μέρος που δεν μας επέτρεπε να προχωρήσουμε άλλο. Δεξιά κι αριστερά μέρος αδιάβατο, μπροστά μας ένας μεγάλος βράχος που στάθηκε αδύνατο να τον πηδήσουμε. Σταματήσαμε για λίγο και κοιτάζαμε ολόγυρα μας, μήπως υπάρχει κανένα μονοπάτι και μπορέσαμε να κατεβούμε. Δυστυχώς, τίποτε. Η νύχτα είχε προχωρήσει και οι κινήσεις μας δεν φαίνονταν από τον εχθρό. Αποφασίζουμε και γυρίζουμε πίσω, μήπως πιο πάνω βρούμε μέρος και βγούμε από τη ρεματιά.
Η αδιάβατη ρεματιά της Κερασιάς με τους μεγάλους βράχους και τους πολλούς καταρράκτες
Περάσαμε ξανά από τους νεκρούς και σε μικρή απόσταση πιο πάνω, 10 έως 15 μέτρα, συναντήσαμε δυο πέτρες ενωμένες που πάνω τους κυλούσε το λίγο νερό της ρεματιάς και κάτω είχαν ένα άνοιγμα που χωρούσε δυο έως τρία άτομα - κι εκεί -περάσαμε τη νύχτα της 15.6.45.
Το μέρος αυτό ήταν έτσι φτιαγμένο, από τη φύση του, που δεν τραβούσε κανενός την προσοχή. Εδώ αποφασίσαμε, σε περίπτωση που ο εχθρός αντιληφθεί τη θέση μας, να τον πολεμήσουμε κι όταν δούμε πως κινδυνεύουμε να πιαστούμε ζωντανοί, ν' αυτοκτονήσουμε.
Την άλλη μέρα, 16.6.45, πρωί-πρωί κατέβηκε στη ρεματιά μια Διμοιρία στρατού με τους δυο παρατηρητές μας. Περάσανε από κοντά μας σε απόσταση ενός μέτρου, γιατί δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τους μετρήσαμε, ήταν 33 τον αριθμό. Τους δικούς μας, φαίνεται πως τους πήραν για ν' αναγνωρίσουν τους νεκρούς. Ύστερα από αρκετή ώρα κι αφού τελείωσαν το βρώμικο έργο τους, ξαναγύρισαν από το ίδιο μέρος κι έφυγαν. Εκεί μέσα μείναμε 52 ώρες. Από 15 μέχρι 17 Ιούνη. Το βράδυ στις 17.6.45, μόλις νύχτωσε βγήκαμε και προχωρήσαμε προς τους νεκρούς. Φθάνοντας, είδαμε ένα τρομερό θέαμα.
Εδώ η αντίδραση έδειξε όλη την απανθρωπιά, την κακία και το μίσος στους νεκρούς αγωνιστές του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα. Θέλησε, χωρίς σεβασμό προς τους νεκρούς, να τους εκδικηθεί με τον πιο απάνθρωπο τρόπο. Τον Άρη, αφού τον ξεγύμνωσαν και του πήραν τη στολή και τον οπλισμό του, του κόψανε το κεφάλι, τα χέρια από τους ώμους και τα πόδια από τα γόνατα και κάτω. Του Τζαβέλλα του κόψανε το κεφάλι και το δεξί χέρι. Πραγματικά φριχτό θέαμα.
Τα πτώματα είχαν αρχίσει να μυρίζουν. Θέλαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να τους θάψουμε, γιατί δεν είχαμε κανένα εργαλείο, ούτε και μπορούσαμε να βρούμε - στο ερημικό αυτό μέρος. Κι έτσι έμειναν άταφοι, τροφή για τους λύκους και τα όρνια.
Γράφτηκε τότε στις εφημερίδες, πως, ο Άρης σκοτώθηκε στις 16.6.45. Αυτό δεν είναι αλήθεια, γιατί Άρης αυτοκτόνησε το βράδυ της προηγούμενης μέρας: Η
ημερομηνία του αποκεφαλισμού του 16.6.45 θεωρήθηκε σαν μέρα του σκοτωμού του.
Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, αποχαιρετίσαμε για τελευταία φορά τον αρχηγό και τους άλλους συντρόφους και φύγαμε, ακολουθώντας το δρομολόγιο που είχε κινηθεί η Διμοιρία του στρατού. Κατορθώσαμε, ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία, να βγούμε από τη ρεματιά και να φτάσουμε κάτω στο ποτάμι. Προχωρώντας κατά μήκος του ποταμού, περάσαμε μέσα από ένα χωράφι σπαρμένο με καλαμπόκι. Στην άκρη του χωραφιού φάνηκε μια καλύβα. Προχωρήσαμε με προσοχή και μπήκαμε μέσα. Ένα γεροντάκι που ξεκουράζονταν, μόλις μας είδε, πετάχτηκε αμέσως επάνω. Έγινε αναγνώριση κι έτσι ησύχασε κι αυτός κι εμείς. Ήταν ο γέρο Λάκκας, από το χωριό Τετράκωμο. Δικός μας άνθρωπος. Ολόκληρη η οικογένεια του πήρε ενεργό μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Μας καλοδέχτηκε και μας πληροφόρησε για τις κινήσεις του εχθρού.
Τον παρακαλέσαμε και μας έδωσε μεταχειρισμένα παλιά πολιτικά ρούχα, τα οποία φορέσαμε, αφήνοντας εκεί τα στρατιωτικά. Αυτή η αλλαγή έγινε για να μη δώσουμε στόχο στα χωριά που θα περνούσαμε και μάλιστα τώρα που η αντίδραση σήκωσε πολύ ψηλά το κεφάλι. Το ίδιο βράδυ, έχοντας μαζί μας τα πιστόλια και από δυο χειροβομβίδες, περάσαμε με κίνδυνο της ζωής μας, το ορμητικό αυτό ποτάμι. Μόλις πατήσαμε δυο βήματα, μας άρπαξε και σα φτερό μας πέταξε, χωρίς να καταλάβουμε, εκατό μέτρα κάτω, στην αριστερή όχθη.
Βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο και στραγγίζοντας τα ρούχα μας, ανεβήκαμε και φθάσαμε, ώρα 2.30 πμ. 18.6.45, στο χωριό Ελληνικό. Χτυπήσαμε την πόρτα του υπεύθυνου του ΕΑΜ. Μας άνοιξε, μας φιλοξένησε και μας πληροφόρησε, πως, στο χωριό Καλή Κώμη γλεντά ο συμμορίτης Μόκας με τους άντρες του και ότι πρέπει να απομακρυνθούμε όσο είναι νύχτα. Φύγαμε αμέσως. Ανεβήκαμε το ύψωμα και προτού φτάσουμε στο δρόμο προς τη Μεσοχώρα σταματήσαμε. Ήταν νύχτα ακόμη. Εδώ θα χωρίζαμε, εγώ για τα Τζουμέρκα και ο Λέων για τη Σπερχειάδα.
Τον συμβούλεψα να προσέχει στο δρόμο και μόλις με το καλό φθάσει στο χωριό του, αμέσως να συνδεθεί με το κόμμα και να παραδώσει τις 32 λίρες. Τα χρήματα αυτά είχε δώσει στον Άρη ο Τάκης Φίτσος, μέλος του Θεσσαλικού Γραφείου, για τις ανάγκες του τμήματος κατά τη διαδρομή προς την Αλβανία. Του είπα ακόμη, πως, αν περάσουμε αυτή τη μπόρα και βρεθούμε ζωντανοί, θα πρέπει να συναντηθούμε οπωσδήποτε, για να θυμηθούμε τις δύσκολες αυτές μέρες της τραγωδίας και να πούμε τις μετέπειτα περιπέτειες μας. Χαιρετηθήκαμε και χωρίσαμε.
Ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία κατόρθωσα να φθάσω στο χωριό μου, Μελισσουργοί. Εδώ έζησα σε βαθειά παρανομία. Πολλά ήταν τα μπλόκα της χωροφυλακής χωρίς αποτέλεσμα. Αργότερα διέφυγα με εντολή της οργάνωσης στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας και στη συνέχεια -πέρασα στις γραμμές του ΔΣΕ. Τον Οκτώβρη του 1949 βρέθηκα μαζί με άλλους συντρόφους στη Σοβιετική Ένωση. Επέστρεψα στην Ελλάδα το 1978, ύστερα από 29 χρόνια.
Μόλις έμαθα, το 1980, ότι, ο Δημήτρης Νικολόπουλος (Λέων) ζει και βρίσκεται στην Σπερχειάδα, θυμήθηκα τη συμφωνία που είχαμε κάνει όταν χωρίσαμε στις 18.6.1945, κι αμέσως του έστειλα ένα γράμμα με τον εξαδερφό μου, Αλέκο Πλάκα και τον παρακαλούσα να μου ορίσει τόπο και χρόνο για να συναντηθούμε. Δυστυχώς καμιά απάντηση. Δεν ξέρω ποιοι λόγοι τον ανάγκασαν να μην δεχτεί τη συνάντηση αυτή.
Την τραγωδία της αυτοκτονίας την ζήσαμε μόνο δυο άτομα, εγώ και ο σύνδεσμος του Άρη Λέων.