Αν τ΄όνομά της είναι,... θάλασσα
κι άν λίγο τη ζωή μου χάλασα
μαζί στα σύννεφα βουτήξαμε
ένα ουρανό, φεγγάρια τον γεμίσαμε.
Γιά τότε λέω που με κοίταξε
τα χέρια άπλωσε και δίστασε
ήξερα εκείνη τη στιγμή,
το τέλος ήταν, μιά καινούργια αρχή
πικρή για μένα, όχι γι΄αυτή.
Ετσι είναι οι δρόμοι, μας χωρίζουν
και οι στιγμές μας, φτερουγίζουν
σ΄ένα δωμάτιο με καθρέφτες
το νού ληστεύουν, σαν τους κλέφτες.
Ομως αυτά είναι η τραγωδία
ας πούμε καμιά μαλακία
ν΄αλλάξουμε διάθεση
...που πάμε για κατάθεση ?
Που είν΄το καλό, το νέο αίμα
το λάγνο της πουτάνας βλέμμα
που ανασταίνει το καβλί μας
και ελαφραίνει την ποινή μας ?
Που ?