[size=18pt] Το τέλος της περιπέτειας
Η αναχώρηση των φυγάδων και η συγκρότηση της ''Κυβέρνησης'' Τσιρονίκου
[/size]
Το μεγάλο ταξίδι για τη Γερμανία ξεκίνησε στις αρχές Σεπτεμβρίου. Πρώτα έφυγαν οι γυναίκες που εργάζονταν για τον Γερμανικό Στρατό, οι νοσοκόμες, τα μέλη της γερμανικής παροικίας, οι γραφείς και οι άλλοι διοικητικοί υπάλληλοι. Ένα πυκνό ρεύμα απο φορτηγά, ασθενοφόρα, βαριά πυροβόλα, επιτελικά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες ανέβαινε στον σκονισμένο δημόσιο δρόμο που οδηγούσε στην καρδιά του Ράιχ, προσπερνώντας χωρικούς που μερικές φορές σήκωσαν το χέρι να χαιρετήσουν, αλλά και άλλους που αδιαφορούσαν. Και οι συνεργάτες που άφησαν πίσω: Οι δοσίλογοι, οι γερμανόφιλοι, κάποιοι εθνικοσοσιαλιστές και εκείνοι που πίστεψαν στη ''Νέα Τάξη Πραγμάτων''; Ποιά θα ήταν η μοίρα τους; Οι περισσότεροι αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας άρχισαν να πανικοβάλλονται. Κάποιοι ακολούθησαν τους Γερμανούς. Άλλοι - οι περισσότεροι αποφάσισαν να ''πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους'' (οι τοπικοί ''εθνικιστές'' οπλαρχηγοί των ποντιακών και τουρκόφωνων χωριών της Δυτικής Μακεδονίας, τα Τάγματα στην Πελοπόννησο, μερικά στην Εύβοια κ.α).
Οι πολλοί φανατικοί και αμετανόητοι γερμανόφιλοι πίστευαν ακόμα σε ένα θαύμα. Ο ρομαντικός Κυριάκης, ο Γκοτζαμάνης, ο Τσιρονίκος, αναχώρησαν έγκαιρα για τη Γερμανία. Άλλοι, λιγότερο επώνυμοι εθνικοσοσιαλιστές, προσπαθούσαν να κλείσουν θέσεις για τους ίδιους και τις οικογένειές τους στα τελευταία τρένα που έφευγαν για το περικυκλωμένο Ράιχ. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1944 ξεκίνησε απο την Αθήνα μια ειδική αμαξοστοιχία αποτελούμενη απο δυο βαγόνια με σαράντα ''εκλεκτούς'' γερμανόφιλους με προορισμό την Βιέννη. Ανάμεσά τους ήταν ο Κ. Γούλας των ΕΕΕ και ο αδελφός του, ο υπεύθυνος προπαγάνδας του ραδιοφωνικού σταθμού Αθηνών Κωνστ. Σκανδάλης με τη γυναίκα του και τον γιό του, ο κουνιάδος του Χ.Κ (ο οποίος ζεί σήμερα στη Νυρεμβέργη), ένας καθηγητής με το όνομα Φλόκας απο την Καστοριά, ο Ιωάννης Κοσμίδης των ΕΕΕ με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του, ο γνωστός αντισιωνιστής Αριστ. Ανδρόνικος με τη γυναίκα του και την κόρη του Βάλια και ο δικηγόρος Βλαχογιάννης των Τρία Έψιλον της Θεσσαλονίκης και αργότερα προϊστάμενος Νομαρχιών (επι Επταετίας). Στο τρένο ήταν ακόμα ο Γεώργιος Κ., τότε μόλις 22 ετών, κάποιος Χρήστος Στάγγος που καταγόταν απο την Ανατολική Ρωμυλία, ο Κυρτσόγλου απο τη Σμύρνη και πολλοί ακόμη διερμηνείς, συνεργάτες και φιλοναζιστές που είχαν ταυτίσει την προσωπική τους πορεία με τη γερμανική νίκη ή ήττα.
Όπως έγραψε ο Ιταλός συγγραφέας Κάρλο Καμπαλλέρο, ''Υπήρξαν πατριώτες και καιροσκόποι, ήρωες και εγκληματίες στις τάξεις και των αντιστασιακών και των συνεργατών. Για πολλούς η επιλογή ήταν απλώς μεταξύ δύο διαφορετικών απόψεων της μοίρας της χώρας τους. Για τους αντιφασίστες προτεραιότητα είχε η καταστροφή του Γερμανικού Φασισμού με τη συμμαχική βοήθεια. Για τους αντικομμουνιστές η γερμανική βοήθεια ήταν απαραίτητη για την καταστροφή της ''μπολσεβικικής απειλής'', ακόμα και αν έπρεπε να πληρωθεί με το τίμημα της Γερμανικής Κατοχής''. (βλ. Αντιστασιακοί και συνεργάτες στη Δυτική Ευρώπη 1940-45, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, σελ.3). Η αμαξοστοιχία με τους επώνυμους Έλληνες γερμανόφιλους έφτασε στη Βιέννη μετά απο 25 ημέρες (3 Οκτωβρίου 1944).
Την πρώτη ημέρα διανυκτέρευσαν στο Δαδί της Λειβαδιάς λόγω του φόβου των βομβαρδισμών. Τη δεύτερη νύκτα έμειναν στη Λάρισα και ύστερα στη Θεσσαλονίκη, όπου κατέλυσαν σε ξενοδοχεία της πόλης επι τέσσερεις ημέρες. Η αγωνία και ο φόβος για το ''τι μέλλει γενέσθαι'' είχε καταλάβει τους περισσότερους επιβάτες. Κατα την πορεία τους προς το Βορρά ανέβαιναν και άλλοι τρομαγμένοι ''πρόσφυγες''. Σε λίγο βρέθηκαν σε δασωμένες πλαγιές γεμάτες παρτιζάνους και παγιδευμένες σήραγγες. Μετά απο ταξίδι έξι ημερών έφτασαν στη Μιτρόβιτσα (Κοσσυφοπέδιο). Η διαδρομή ήταν γεμάτη κινδύνους. Το πρωί υπήρχε η απειλή των συμμαχικών αεροπλάνων, ενώ τα βράδια οι ενέδρες και οι επιθέσεις των Γιουγκοσλάβων ανταρτών. Στο χωριό Γκρίλιτσα οι επιβάτες της αμαξοστοιχίας έγιναν μάρτυρες μιας αιματηρής μάχης ανάμεσα σε Αλβανούς συνεργάτες των Γερμανών (Μπαλιστές) και παρτιζάνων του Τίτο. Μια γερμανική μονάδα επενέβη καταλυτικά στη μάχη και, αφού χτύπησε πλαγιομετωπικά τους αντάρτες, εξόντωσε πολλούς απο αυτούς και έτρεψε τους υπόλοιπους σε φυγή. Οι Μπαλιστές συνεχίζοντας το έργο των ''συμμάχων'' τους καρατόμησαν τους τριακόσιους παρτιζάνους μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ελλήνων συνεργατών. Η πορεία προς το Βελιγράδι συνεχίστηκε χωρίς απρόοπτα, εκτός απο τους σποραδικούς κανονιοβολισμούς που ακούγονταν απο τα δυτικά. Οι περισσότεροι ήταν κατάκοποι απο την πολυήμερη ταλαιπωρία, αλλά οι Γερμανοί τούς επέτρεψαν να αναπαυθούν μόνο οταν πλησίασαν τα ουγγρικά σύνορα στη Βοϊβοντίνα. Μπορεί να ήταν αρχές Οκτωβρίου αλλά τα χιόνια είχαν αρχίσει και το κρύο ήταν ήδη τσουχτερό. Στη Βουδαπέστη έφτασαν το πρωί της 2ας Οκτωβρίου, και αφού πέρασαν τον Δούναβη, την επόμενη ημέρα αντίκρυσαν την αυστριακή πρωτεύουσα.
Οι Έλληνες δοσίλογοι φιλοξενήθηκαν επι δυο ημέρες σε ενα ξενοδοχείο της πόλης και αμέσως μετά αναχώρησαν για το Άουγκσμπουργκ. Εκεί παρέμειναν για μικρό χρονικό διάστημα σε ένα στρατόπεδο έξω απο την πόλη, υπο τη διακριτική πραστασία των SD. Σε λίγο έφτασαν οι εντολές απο ''επάνω'' να αναλάβουν κάποιες συγκεκριμένες δραστηριότητες που αφορούσαν την προπαγάνδα και τη διαφώτιση των Ελλήνων εργατών που ζούσαν στη Γερμανία. Ο Σκανδάλης με τη γυναίκα του αναχώρησαν για το Βερολίνο, όπου εκείνος ανέλαβε τη θέση του εκφωνητή, μια θέση που του προσέφερε ο Κυριάκης. Αργότερα η εκπομπή μεταδιδόταν απο τον ραδιοφωνικό σταθμό της Βιέννης ''Donau und Alpen'' (Δούναβης και Άλπεις). Οι ελληνικές εκπομπές άρχισαν στα τέλη Οκτωβρίου 1944 και συνεχίστηκαν ως στις αρχές Απριλίου 1945 υπο τη διεύθυνση του Κυριάκη. Υπήρχαν δυο ωριαίες καθημερινές μεταδόσεις στην ελληνική γλώσσα με ειδήσεις απο την Ελλάδα, τα πολεμικά μέτωπα και συνθήματα κατά των Συμμάχων. Η πρωινή ξεκινούσε στις 10:00, άρχιζε με το χαρακτηριστικό σήμα του ''τσομπανάκου'' και είχε εκφωνητές των Κυριάκη, τον Γεώργιο Στελάκη και μια Ελληνίδα της Προπαγκανταστάφελ, με σχολιαστή τον πρώην Λοχίτη της ΕΟΝ Νίκο Βελισσαρόπουλο. Ο Βελισσαρόπουλος, που παλαιότερα απο το κατοχικό ραδιόφωνο της Αθήνας καταφερόταν εναντίον των Εβραίων και των Αμερικανών, παραδόθηκε απο τις συμμαχικές υπηρεσίες στις Ελληνικές Αρχές για να δικαστεί το καλοκαίρι του 1945. Συντελεστές της απογευματινής εκπομπής (18:00 - 19:00) ήταν ο Σκανδάλης και η Σίτσα Καραϊσκάκη, με θεματολόγιο ανάλογο της πρωινής.
12 Οκτωβρίου 1944. Γερμανός στρατιώτης αποχωρεί απο την Ακρόπολη,
παίρνοντας μαζί τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Οι σκοτεινές ημέρες της
Κατοχής μόλις έχουν τελειώσει.
Στις αρχές Νοεμβρίου έγινε και κάτι άλλο σημαντικό απο τους Έλληνες ''εξόριστους'' γερμανόφιλους. Συγκροτήθηκε η Εθνική Επιτροπή κατα το πρότυπο της γνωστής ΠΕΕΑ και του ΕΑΜ. Η κυβέρνηση των ''φυγάδων'' συγκροτήθηκε στη γραφική κωμόπολη Κίτσμπυλ, στο ξενοδοχείο ''Grand Hotel'', υπο την προεδρία του Έκτορα Τσιρονίκου. Γενικός γραμματέας της Πολιτικής Επιτροπής ήταν ο Ν. Βλαχογιάννης, των Εσωτερικών Υποθέσεων ο Γούλας των ΕΕΕ, της Παιδείας ο καθηγητής Φλόκας, της Προπαγάνδας ο Σκανδάλης και ο Ανδρόνικος. Στην ''κυβέρνηση'' μετείχαν ακόμα ο Πασσαδάκης (ως Προεδρίας), ο Ταβουλάρης (κατοχικός πρώην υπουργός), ο Ξενοφών Γιοσμάς (γνωστός αργότερα, τη δεκαετία του '60, απο την υπόθεση Λαμπράκη), ο δημοσιογράφος της ''Νέας Ευρώπης'' στη Θεσσαλονίκη Μ. Παπαστρατηγάκης, ένας απο τους λίγους ιδεολόγους των ''εξορίστων'' ο οποίος εργαζόταν στο περιοδικό Signal, ο Αλέξης Πανταζής και ο Χάρης Λάμπρου της Προπαγκανταφάστελ και πολλά άλλα λιγότερα επώνυμα πρόσωπα τα οποία στελέχωσαν τις δευτερεύουσες υπηρεσίες. Υπήρχαν όμως και άλλα ''μεγάλα ψάρια'' που είχαν καταφύγει στο περικυκλωμένο Τρίτο Ράιχ, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος που έφθασε έγκαιρα στη Βιέννη με τη γερμανίδα γυναίκα του και τη μεγαλύτερη κόρη του (η μικρότερη έμεινε στην Αθήνα). Ο Λογοθετόπουλος μεταφέρθηκε στο Vilshofen, μια μικρή κωμόπολη της Βαυαρίας, και έμεινε εκεί μέχρι να συλληφθεί απο τους Αμερικανούς λίγους μήνες μετά το τέλος του πολέμου. Στην Ελλάδα επανήλθε τον Φεβρουάριο του 1946.
Για την προσωπικότητα του Έκτορα Τσιρονίκου έγραψε σχετικά ο Νώυμπάχερ (Ειδικός πλερεξούσιος του Ράιχ) στο βιβλίο του ''Ειδική αποστολή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη'': '' Έκτωρ Τσιρονίκος. Μέλος της κυβέρνησης απο τον Δεκέμβριο του 1942, αρχικά ως υπουργός Ανεφοδιασμού, αργότερα Οικονομίας. Ήταν μεγαλοβιομήχανος και τραπεζίτης στην τσαρική Ρωσία και αργότερα εμπορικός και πολιτικός σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στις Βρυξέλλες. Ως οικονομολόγος μεγάλης πείρας και ευθύς χαρακτήρας έπραξε ό,τι καλο μπορούσε να πράξει για τη χώρα του''. Ο Νώυμπάχερ βέβαια παρέλειψε να συμπληρώσει οτι ο Τσιρονίκος ήταν συνέταιρος του σε εμπορικές επιχειρήσεις στο Ροστόβ της Ρωσίας κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και προσωπικός του φίλος.
Η παρουσία και η δράση της τελευταίας ''εξόριστης'' κυβέρνησης ήταν μικρής διάρκειας. ''Το χιόνι έλιωνε ήδη στις αυστριακές Άλπεις και η Ελλάδα ετοιμαζόταν για τον εμφύλιο πόλεμο'', γράφει ο Μάρκ Μαζάουερ. Τα στελέχη της Εθνικής Επιτροπής περιορίστηκαν σε προπαγανδιστικές εμφανίσεις και επαφές με αντίστοιχες φιλοναζιστικές ''κυβερνήσεις'' της Γαλλίας, της Ρουμανίας, της Σερβίας κ.α, τρέφοντας την αυταπάτη της ''τελικής νίκης''. Στη Βιέννη είχε συγκεντρωθεί ένα πλήθος απο γερμανόφιλους συνεργάτες των Βαλκανίων, όπως ο Πατριάρχης της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Γαβριήλ, ο πρωθυπουργός Νέντις με την οικογένειά του, ο αρχηγός της ρουμανικής Σιδηράς Φρουράς Χόρια Σίμα, διάφοροι Βούλγαροι, Αλβανοί και Ρουμάνοι συμπαθούντες και τα μέλη της ελληνικής Εθνικής Επιτροπής. Οι Έλληνες που διέφυγαν προς τον Βορρά ήταν γνήσιοι εθνικοσοσιαλιστές, διαβόητοι μαυραγορίτες ή, όπως έγραψε ο Μάρκ Μαζάουερ, ''απλώς τόσο βλάκες ώστε να μην έχουν λάβει το προφυλακτικό μέτρο να διατηρούν επαφές με το Κάιρο'' για να σωθούν. Η πιο εντυπωσιακή εμφάνιση των Ελλήνων φυγάδων της Βιέννης ήταν η παρουσία κλιμακίου της Εθνικής Επιτροπής και η κατάθεση στεφάνου στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη της αυστριακής πρωτεύουσας κατα την επέτειο της παλιγγενεσίας του 1821 (25 Μαρτίου 1945). Στην τελετή ήταν παρόντες οι Ταβουλάρης, Βλαχογιάννης, Ανδρόνικος, Αλεξ. Πανταζής και οι αδελφή του (Θεσσαλονικείς), Χάρης Λάμπρου του τμήματος Διαφωτίσεως, Ε.Π, γνωστός σήμερα πανεπιστημιακός καθηγητής και τότε εκπρόσωπος του τμήματος της ΕΕ κ.α.
Μεταπολεμικά ο Βλαζογιάννηε εκβιάστηκε απο την αδερφή του Πανταζή με αντάλλαγμα ενα μεγάλο χρηματικό ποσό, επειδή η τελευταία είχε στην κατοχή της μία φωτογραφία της τελετής της Βιέννης στην οποία ο Βλαχογιάννης διακρινόταν με περιβραχιόνιο με τον αγκυλωτό σταυρό. Ο Ι. Κοσμίδης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1947 και αφού παρέμεινε στις φυλακές επι μικρό χρονικό διάστημαεμνηστεύθηκε και έλαβε σημαντική θέση στα υφαντουργεία Γαβριήλ στο Φάληρο. Ως τα βαθιά γεράματά του (αρχές του 1980) παρέμεινε αδιάλλακτος και αμετακίνητος εθνικοσοσιαλιστής.