Θα αναρωτηθεί κάποιος: Και γιατί είναι τόσο σημαντικός για μια οικονομία ο δείκτης της αποταμίευσης; Το πολύ χαμηλό (και συχνά αρνητικό) ποσοστό αποταμίευσης συνεπάγεται λίγες επενδύσεις και απαξίωση του υφιστάμενου παραγωγικού δυναμικού και των υποδομών. Ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν γίνεται· το να περιμένουμε απλώς να έλθουν επενδύσεις από το εξωτερικό, όπως γίνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, δεν αρκεί. Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι οικονομία χωρίς αποταμίευση είναι εκτεθειμένη σε κινδύνους, λόγω της αύξησης των εξωτερικών της υποχρεώσεων και της εξάρτησής της σε συνεχείς ροές εξωτερικού δανεισμού. Το συγκεκριμένο πρόβλημα αποτελούσε, άλλωστε, μια από τις αιτίες της ελληνικής χρεοκοπίας την προηγούμενη δεκαετία. Αρα έχουμε πρόβλημα. Στην έκθεση Πισσαρίδη του 2020, τον οικονομικό «μπούσουλα» που σε ορισμένα κομμάτια βασίζεται το κυβερνητικό πρόγραμμα Μητσοτάκη, είχε επισημανθεί ότι από το 2013 η εγχώρια αποταμίευση ήταν αρνητική, εξέλιξη φυσιολογική εκείνα τα δύσκολα χρόνια των μεγάλων περικοπών. Στα χρόνια μας ωστόσο δεν είναι επιτρεπτή ως εξέλιξη. Πληθωρισμό και ακρίβεια έχουν και οι άλλες χώρες. Ωστόσο όλες αποταμιεύουν. Λιγότερο από παλιά. Αλλά τα καταφέρνουν, εμείς όχι. Μόνο στην πανδημία (2020-2021) το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ήταν μεγαλύτερο της ιδιωτικής κατανάλωσης, οπότε περίσσευε κάτι για αποταμίευση. Με αυτά τα χρήματα προφανώς πορεύονται πολλά νοικοκυριά και στην περίοδο του πληθωρισμού. Το ερώτημα είναι για πόσο.
Οι αλλαγές που έχουν γίνει στο Ασφαλιστικό με τη δημιουργία των νέων πυλώνων, της επικουρικής ασφάλισης και των επαγγελματικών ταμείων είναι πιθανό να αποδώσουν. Ωστόσο ακόμη αυτό δεν συμβαίνει. Θα χρειαστούν, όπως προτείνει η έκθεση Πισσαρίδη, και φορολογικά κίνητρα για αύξηση της μακροχρόνιας αποταμίευσης των νοικοκυριών στην κατεύθυνση ανάπτυξης της εσωτερικής κεφαλαιαγοράς. Θα χρειαστούν προφανώς και άλλα μέτρα, το θέμα είναι αν προλαβαίνουμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση ή αν πρόκειται για προαναγγελία μιας ζημιάς που έρχεται