Από νεοελληνικό μονοτονικό λεξικό
τσίπα -> shame
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίπα η [tsípa] Ο25α : 1. (λαϊκότρ.) πέτσα, κρούστα: H ~ στο γιαούρτι / στο γάλα. 2. (μτφ., οικ.) ντροπή. α. για συμπεριφορά που έχει σχέση με τη σεξουαλική ηθική: Δεν έχει ~ επάνω της, είναι ντιπ ξετσίπωτη. β. φιλότιμο: Δεν έχεις καθόλου ~ και προσπαθείς να με κοροϊδέψεις μπροστά στα μάτια μου;
[μσν. τσίπα < σλαβ. tsipa]
Η λέξη Τσίπα σημαίνει πέτσα, δέρμα καθώς και κρούστα στην επιφάνεια των υγρών. Μεταφορικά δηλώνει την ηθικότητα, τη σεμνότητα. Ο ξετσίπωτος είναι ο άνθρωπος που δεν έχει δέρμα (μεταφ. δίχως κανένα ηθικό φραγμό). Αγνώστου ετύμου. Άλλοι θεωρούν ότι είναι, πιθανόν, σλαβικής προέλευσης (tsipa), ενώ άλλοι το συνδέουν με το μεσαιωνικό τσεμπέρι (στη Λευκάδα τσίπα είναι το μαύρο ή το καφέ κεφαλομάντηλο των γυναικών), ή με τη σίφα του Ησύχιου (υμένες που καλύπτουν το πρόσωπο του εμβρύου). Στην ποντιακή διάλεκτο “τσίπα” σημαίνει ομφαλός[...]