Τέλος
«Τέλος μια λέξη που σημαίνει ολοκλήρωση ή εγκατάλειψη, μια καινούργια αρχή ή μια επιστροφή. Τι απ’ όλα ? Άγνωστο. Ή μήπως μπορούμε να το ξεδιαλύνουμε? Ίσως. Μα η ζωή έχει πάντα δύο δρόμους ή και περισσότερους κι εμείς έχουμε μόνο μια ευκαιρία και πρέπει να διαλέξουμε το σωστό αυτή την ίδια στιγμή κι όλα θα γίνουν οριστικά και καθοριστικά για τα επόμενα. Τότε αξίζει να το ξεδιαλύνουμε αν κάναμε σωστά ή όχι? Κατ’ αρχή όλα κρίνονται από μια απόφαση που πάρθηκε κάτω από πολλές παραμέτρους. Συμπτώσεις , υποθέσεις, συναισθηματικές καταστάσεις των εμπλεκομένων άμεσων και έμμεσων προσώπων, οικονομικές συγκυρίες, καταβολές , εμπειρίες, ηλικιακές διαφορές, και άλλα μύρια τόσα δεδομένα επεξεργασμένα από διαφορετικούς ανθρώπους που στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο και προσπαθούν να επικοινωνήσουν ακούγοντας και υπακούοντας μόνο στον εαυτό τους που τους υπαγορεύει τα θέλω τους. Κι όταν πια όλα έχουν κριθεί πάντα μπαίνει το ερώτημα, κι αν είχα κάνει το άλλο? Το άλλο πια όμως είναι ανέφικτο ακόμα και υποθετικά. Ήδη μερικά μιλισεκόντ αργότερα όλα είναι διαφορετικά. Δεδομένα που τρέχουν με ιλιγγιώδης ταχύτητες μας έχουν ξεπεράσει κι εμάς και την απόφαση μας και έχουν μια τόσο συνεχή ροή που μας έχει απομακρύνει από την άλλη μεριά τόσο που δεν το χωράει το μυαλό μας. Μα σκέφτεσαι δεν ήταν ούτε πέντε λεπτά μέσα στην αιωνιότητα και δεν μπορώ να το πισωγυρίσω? Να το αλλάξω, να το ανταλλάξω, να το πάρω πίσω με μια συγγνώμη με μια παραδοχή πως δεν το θέλω έτσι, αλλά αλλιώς. Και πάλι όμως θα υπάρξει ένα άλλο ερώτημα το ίδιο βασανιστικό με το πρώτο. Κι αν δεν είχα πισωγυρίσει κι αν είχα μείνει στη πρώτη μου απόφαση? Φαύλος κύκλος. Το βάσανο της λογικής, η αδυναμία του μυαλού μας να κρίνει σωστά την ώρα που πρέπει, η αδυναμία να επεξεργασθεί όλο αυτό τον όγκο δεδομένων που επηρεάζουν μια απόφαση. Και τι να κάνουμε; Να προσπαθήσουμε να βρούμε την σωστή απόφαση έστω κι αν ανακαλύψουμε το λάθος μας? Και αν το κόστος είναι μεγάλο? Κι αν ήταν καθοριστικό για την ευτυχία μας? Κι αν .....
Τέλος, μια λέξη που μόνο στο θάνατο παίρνει μια οριστική μορφή. Σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι η αρχή μιας καινούργιας σελίδας, μέρας, υπόθεσης, έρωτα, ύπνου, σκέψης, ρότας, κατάστασης και τόσα άλλα.
Πήγε στο κλαμπ δίνοντας για μια ακόμη φορά το λόγο του στην εσωτερική φωνή πως θα ήταν η τελευταία. Εκείνη όπως πάντα διαμαρτυρήθηκε υπενθυμίζοντάς του πόσο ασυνεπής ήταν απέναντί της με τις υποσχέσεις του. Αλλά παρέκαμψε γι’ άλλη μια φορά τη γκρίνια της ξέροντας πόσο δίκιο είχε. Ίσως έπρεπε να την εμπιστεύεται περισσότερο παρά να αφήνεται έρμαιο του παρορμητισμού του
Ο Σ. την κοίταξε μελαγχολικά και της είπε. Πρέπει κάτι να κάνω! Η Ζ. απάντησε κοιτάζοντας τον στα μάτια απορημένα. Πρέπει να κάνεις κάτι? . Εκείνος ήταν σκεφτικός όλο το βράδυ. Το μυαλό του ήταν φορτισμένο από σκέψεις σχετικά με εκείνη. Αρκετές εβδομάδες τώρα όλα του έδειχναν πως όλα όσα είχε στο νου του όταν αφέθηκε να τον κυριεύσει ο έρωτας για εκείνη είχαν αποδειχθεί μοιραία και τον οδηγούσαν σ’ ένα συναισθηματικό αδιέξοδο. Δεν μπορούσε να κατανοήσει πως είχε φθάσει ως εκεί. Τι τον είχε σπρώξει , πια ανάγκη. Τι αναζητούσε και γιατί είχε αφεθεί να βλέπει μόνο όσα ήθελε να βλέπει, ενώ όλα έδειχναν στην αντίθετη κατεύθυνση.
Απάντησε λακωνικά λέγοντας μόνο ένα ναι. Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ένοιωθε κουρασμένος, το μυαλό του ήταν εξουθενωμένο. Την έβλεπε να κάθεται εκεί δίπλα του και τον γέμιζε χαρά που έβλεπε το πρόσωπο της να τον κοιτά έστω και απορημένα. Δεν έπαιρνε πια την ευχαρίστηση όπως άλλες φορές όλα είχαν οριστικοποιηθεί μέσα του. Την είχε χάσει αυτή τη μάχη. Την είχε χάσει πριν καν ακόμα αρχίσει. Μόνο που το τελευταίο καιρό το είχε συνειδητοποιήσει . Όταν συνειδητοποιείς κάτι και έχεις χάσει τη μάχη δεν έχεις καμιά δύναμη και διάθεση να ξεκινήσεις μια ακόμα απέλπιδα προσπάθεια να αντιστρέψεις το αποτέλεσμα. Για την ακρίβεια δεν είχε χάσει μόνο μια μάχη μάλλον είχε χάσει πια ολόκληρο τον πόλεμο. Κι αυτή η μονολεκτική απάντηση ήταν η συνθηκολόγηση του ηττημένου που μπροστά στο νικητή νοιώθει την υποταγή να κυλάει στο αίμα του και να του καίει τα σωθικά. Να βάζει φωτιά στο είναι του.
Η Ζ. συνέχισε να τον κοιτά . Του είπε πως δεν έφταιγε εκείνη. Πως το ότι υπήρχε ήταν το μόνο της λάθος και κανείς δεν μπορούσε να της καταλογίσει κάτι γι αυτό.
Δεν ήθελε να πονάει βλέποντας τον έτσι. Δεν ήθελε να πονάει για κάτι που δεν έφταιγε. Ξεκαθάριζε τη θέση της μ’ αυτές τις φράσεις.
Πήρε την ευθύνη απάνω του συμφωνώντας πως εκείνη δεν έφταιγε. Από κάποια μεριά ίσως η Ζ. να είχε δίκιο γιατί τα σημάδια που του άφηνε ήταν ξεκάθαρα κάποιες φορές αλλά εκείνος τυφλός με νεκρωμένες αισθήσεις τα προσπερνούσε χωρίς να τους δώσει καμιά ιδιαίτερη σημασία αλλά και εκείνη έσβηνε αυτά τα σημάδια με άλλες συμπεριφορές λόγια και χειρονομίες που θόλωναν το τοπίο, και τον έριχναν πιο βαθιά στο σκοτάδι. Δεν είπε όμως λέξη γι όλα αυτά. Το τέλος ήταν πια πολύ κοντά και δεν είχε πια δυνάμεις.
Εκείνη συνέχισε να μιλάει για τις δικές της μάχες για τους δικούς της προσανατολισμούς. Για το πως στριφογυρνούσαν όλα αυτά στις ξαγρύπνιες της.
Κανείς δεν μπορούσε να της δώσει άδικο. Πάλευε μόνη τη ζωή της μακριά από όλα όσα θεωρούσε δεδομένα πριν από κάποια χρόνια σε ένα εχθρικό και αφιλόξενο περιβάλλον. Με όλες τις ανασφάλειες που όλα αυτά της προξενούσαν και την καχυποψία που την βάραιναν σε κάθε ασταθές βήμα της προς ένα ακόμα πιο αβέβαιο μέλλον που χρειαζόταν οριστικές λύσεις για να έχει μια πιο αισιόδοξη όψη.
Την αγαπούσε για αυτές τις αυθόρμητες εξάρσεις της. Που γεμάτη ενέργεια έβγαζε πείσμα αλλά και φόβο δύναμη αλλά και αβεβαιότητα. Έψαχνε κι αυτή όπως κι όλοι μας ένα πειστικό λόγο για το ρόλο που η ζωή της είχε δώσει. Έβγαζε αυτό τον πυρετό της ρώσικης ψυχής που χουν οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι αλλά και τον ηρωισμό στις ψυχές του Τολστόι. Τη λυπόταν και τη θαύμαζε. Λυπόταν για την απέραντη μοναξιά της και ήθελε όσο τίποτε να γίνει στήριγμα της σ’ αυτή τη μοναχική πορεία. Τη θαύμαζε γιατί δεν το έβαζε κάτω, δεν έχανε το θάρρος της. Πολεμούσε μ’ ότι διέθετε χωρίς να λογαριάζει αντιξοότητες και δυσκολίες ή ακόμα και το ελλιπές της οπλοστάσιο. Ο ίδιος δεν θα τολμούσε ούτε τα μισά απ’ αυτά που ήδη είχε κάνει αυτό το κορίτσι στα είκοσι επτά του χρόνια.
Τα λόγια της τον πλήγωναν και εκείνη συνέχιζε να τα εκσφενδονίζει χωρίς καμιά ενοχή. Είχαν όμως έναν αφοπλιστικό αυθορμητισμό. Το μυαλό του προσπαθούσε μάταια να αμυνθεί να βρει κάποιο κομμάτι ξύλου να πιαστεί στον απέραντο ανταριασμένο ωκεανό που προσπαθούσε να τον καταπιεί. Θα ήθελε κάποιες φορές να την πληγώσει και κείνος, αλλά ποτέ δεν θα το επέτρεπε στον εαυτό του. Την άφησε να του αποδεικνύει πόσο αδιάφορος σαν άντρας της ήταν. Ένοιωσε ο τελευταίος άντρας πάνω στη γη. Είχε νοιώσει πάλι έτσι κάποιο απόγευμα και ενώ είχαν περάσει τη νύχτα μαζί, του έδειξε τη πόρτα με κάποιες δικαιολογίες που τον μείωναν, τον εκμηδένιζαν. Τα υπέμεινε στωικά χωρίς να πει λέξη και της άδειασε τη γωνιά, τώρα όμως ούτε κι αυτό δεν είχε κουράγιο να κάνει.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως δεν είχε καμιά απόφαση να πάρει, ούτε, και όπως της είπε ότι, έπρεπε να κάνει κάτι. Τα είχε αποφασίσει και κάνει εκείνη μέσα σε δυο τρεις φράσεις της. Ίσως ούτε εκείνη το κατάλαβε πόσο σημαντικές ήταν εκείνες οι κουβέντες που λέχτηκαν εν τη ρύμη του λόγου χωρίς πολύ σκέψη και με το ποτό να έχει και αυτό κάποιο μέρος ευθύνης.
Έφυγε από το μαγαζί με βαριές σκέψεις να του πλακώνουν τη ψυχή. Έπρεπε επιτέλους να δώσει ένα τέλος ή να κάνει μια καινούργια αρχή? Κοίταξε το ταβάνι μα καμιά απάντηση δεν ήρθε. Κοίταξε χαμηλά τις άκρες των παπουτσιών του μα τίποτε κι από εκεί. Η σκέψη του τέλους τον συνέθλιβε εξ άλλου τι τέλος θα ήταν αυτό? Αν η αρχή δεν έχει υφανθεί τότε δεν μπορούμε να φτάσουμε σε κανένα τέλος. Το τέλος έρχεται όταν έχει προηγηθεί μια διαδρομή στο χρόνο από την αρχή, κι αυτός και η Ζ. δεν είχαν δημιουργήσει καμιά αρχή. Ή είχαν?
Είχε τόσο καιρό προσπαθήσει άπειρες φορές και με ένα σωρό διαφορετικές προσεγγίσεις να κάνει αυτή την αρχή αλλά κάτι δεν λειτουργούσε σωστά. Του ήρθε στο μυαλό κάποια από τις φορές που μίλησαν στο παρελθόν και του έλεγε πως κάθε φορά που τον σκεπτόταν κάτι έλειπε, κάτι που την έκανε να κάνει πίσω. Του είχε πει πως τον λάτρευε μα κάτι υπήρχε που τη σταματούσε. Δεν ήταν για εκείνη ούτε πελάτης ούτε φίλος ούτε γκόμενος ήταν όλα μαζί και τίποτα. Εκείνος βέβαια το μόνο συμπέρασμα που έβγαζε απ’ όλα αυτά κι ας μη ήθελε ποτέ να το παραδεχθεί ούτε υποσυνείδητα ήταν πως είχε γίνει μόνο ένας καλός πελάτης και τίποτε παραπάνω. Ίσως αν ακολουθούσε την αλήθεια αυτής της σκέψης να είχε βγει απ αυτόν το λαβύρινθο που όσο προσπαθούσε να βγει τόσο πιο χαμένος μέσα του αισθανόταν.
Το μυαλό του όμως θολό από τον πόθο και τον έρωτα δεν του άφηνε κανένα περιθώριο καμιά ελπίδα να αντιδράσει να ξαναγίνει ο εαυτός του, να πάρει την τύχη του στα χέρια του.
Οι μέρες κυλούσαν και ο βρόγχος γύρω από το λαιμό του έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Οι αλλαγές συμπεριφοράς συνεχίζονταν και η Ζ. τη μια μέρα πιο απόμακρη και ξένη και την επόμενη σαν να μην συνέβαινε τίποτε τον ξανατραβούσε με χάδια και φιλιά.
Η κόλαση του συνεχιζόταν. Της υπενθύμιζε που και που ότι έπρεπε κάποτε να τελειώσει όλο αυτό μα εκείνη ζητούσε χρόνο και υπομονή. Και τα δύο όμως ήταν προϊόντα προς εξάντληση.
Αλήθεια τι είχε δώσει έναυσμα σ’ όλα αυτά. Όλα είχαν δημιουργηθεί απ’ το μυαλό του? Όλα ήταν μια συγκυρία που τους έσερνε και τους δύο χωρίς να μπορούν να αντιδράσουν?
Στο μυαλό του στριφογύριζαν σκέψεις ή και γεγονότα από την αρχή αυτής της συνεύρεσης αν είναι δόκιμος ο όρος αφού σχέση δεν υπήρξε ουσιαστικά ποτέ, τότε μόνο αυτή η λέξη ίσως να περιέγραφε και να προσδιόριζε αυτό που τέλος πάντων είχαν μεταξύ τους.
Συνέχιζε να βρίσκεται μαζί της χωρίς να περιμένει τίποτε πια. Αν και κάπου στο κομμάτι του μυαλού του που είναι υπεύθυνο για τις ελπίδες κάτι τον έκανε να αντιστέκεται απ’ την παραίτηση. Άλλοτε η συμπεριφορά της κι άλλοτε η κουρασμένη του σκέψη καταχώνιαζαν αυτή την ελπίδα για κάμποσο. Ένα γεγονός όμως την τελευταία στιγμή την ανέδυαν και όλα ξανάρχιζαν απ’ την αρχή.
Τι είχε όμως φέρει κοντά δύο ανθρώπους από τόσο διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης με τόσο διαφορετικούς τρόπους σκέψης με τόσο μεγάλη ηλικιακή διαφορά?
Το πιο πιθανόν, οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες γνωρίστηκαν. Η μοναξιά του και η αδυναμία του στις γυναίκες πίσω από το παραπέτασμα τον είχαν φέρει στο χώρο δουλειάς της κι αυτό ήταν το μόνο σίγουρο που μπορούσε να ειπωθεί. Για τη δική της πλευρά όλα σχεδόν παρέμεναν αδιευκρίνιστα. Μάταια είχε προσπαθήσει να τα διευκρινίσει. Στην αρχή πάντως ήταν πελάτης. Ένας ακόμα πελάτης από αυτούς που αντιμετώπιζε κάθε βράδυ. Τον ξεχώρισε κάποια στιγμή και ίσως κάτι διακινδύνεψε όταν πρωτοβγήκε μαζί του σε ένα αγχωτικό δείπνο που τέλειωσε όσο γρήγορα είχε αρχίσει. Του άρεσαν διάφορα απροσδιόριστα πράγματα πάνω της αλλά καμιά σκέψη δεν τον είχε προειδοποιήσει για την συνέχεια. Εκείνη ριψοκινδύνεψε ότι τέλος πάντων ήταν αυτό και μετά χάθηκε χωρίς καμιά συνέχεια. Αυτό τον αποθάρρυνε και τον έδιωξε παρ’ ότι ο ίδιος έκανε κάποιες προσπάθειες. Όταν όμως κατάλαβε πως δεν μπορούσε τίποτε άλλο να κάνει χάθηκε κι αυτός. Δεν την ξέχασε όμως, απλά την έσπρωξε σε κάποια γωνιά του μυαλού του. Σαν τα συρτάρια του σπιτιού μας που καταχωνιάζουμε τα πράγματα που αρνηθήκαμε να αδειάσουμε σε κάποιο κάδο σκουπιδιών επειδή δεν μας είναι πια χρήσιμα αλλά τα θεωρούμε ακόμα ένα κομμάτι της ασήμαντης ύπαρξής μας, και κάποιες φορές σχεδόν τυχαία πέφτει το μάτι μας πάνω τους ενώ ψάχνουμε το σήμερα αυτά μας στέλνουν να ανακατέψουμε πάλι την τράπουλα του παρελθόντος. Ούτε όμως και κείνη φαίνεται πως τον είχε ξεχάσει. Κάποια Χριστούγεννα έτσι ξαφνικά του τηλεφώνησε και του ευχήθηκε. Ήταν από κείνες τις στιγμές που σε ηλεκτρίζουν και σε κάνουν να νοιώθεις ότι υπάρχεις, ότι κάποιος σε ζωγράφισε μέσα στο μυαλό του, και σου έδινε ζωή μέσα από μια τηλεφωνική σύνδεση με μια ευχή. Κάθε χρόνο σε κάθε γιορτή εκατοντάδες ευχές φθάνουν στ’ αυτιά σου μα μόνο λίγες έχουν πραγματικά σημασία.
Όλα όμως είχαν αυτή την παράξενη αίσθηση του τέλους μα κι ότι ακόμα δεν είχαν αρχίσει. Ένας τέλειος κύκλος με την αρχή χαμένη στο τέλος του. Και την σχέση να στροβιλίζεται αδιάκοπα. Μάχες, λόγια, αγκαλιές, φιλιά, τσακωμοί, δάκρυα και γέλια όλα στην χαμένη αυτή στιγμή μεταξύ αρχής και τέλους.
Είχαν αρχίσει να βγαίνουν όταν εκείνη είχε αποφασίσει να αποσύρει μερικώς το φάντασμα του Μ. Και ποιος ήταν ο Μ.? Μα ποιος άλλος, παρά ο «άλλος».
Ο Σ. τον είχε δει μια μοναδική φορά στο κλαμπ. Μα αν τον ρωτούσες δεν μπορούσε να σου πει αν πραγματικά υπήρχε. Δεν είχε σημασία για κείνον αν είχε πρόσωπο, ύπαρξη, παρελθόν ή μέλλον. Ήταν ο άλλος με χίλια πρόσωπα. Ήταν όλοι εκείνοι που τη διεκδικούσαν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, και για διαφορετικό λόγο. Κι όλοι τους ενσαρκώνονταν με τη μορφή του Μ. Ήταν αυτός που του τη στερούσε. Αυτός που την είχε. Δεν μπορούσε να πει αν τον αγαπούσε ή αν έστω τον εκτιμούσε. Τα λόγια της ήταν πάντα αρνητικά. Μα κάτι και πάλι μυστηριακό την έδενε μαζί του. Στην αρχή – να την πάλι ή αρχή – είχε πιστέψει πως ήταν από συμφέρον, μα αργότερα κατάλαβε πως ίσως να ήταν πραγματικά και κάτι άλλο. Έτσι και ο Σ. αποφάσισε να μην ασχοληθεί και πολύ με την ύπαρξή του και να του δώσει την οντότητα ενός φαντάσματος. Μιας ύπαρξης πολυπρόσωπης που διεκδικεί ότι και εκείνος.
Τώρα ο Μ. ήταν πια ένα φάντασμα του παρελθόντος. Άρχισαν λοιπόν να βγαίνουν όλο και πιο συχνά. Ταξίδεψαν μαζί στην Ελλάδα στα νησιά στο εξωτερικό χάθηκαν στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης. Έζησαν μαζί ολιγοήμερες αποδράσεις στους δρόμους της πόλης του φωτός αλλά και στην Ισπανία. Της έδειξε μια ζωή παραμυθένια μια ζωή που μόνο στις ταινίες είχε δει. Της έδειξε την μποέμικη ψυχή του. Του άρεσε η παρέα της. Ήταν ζωντανή γεμάτη ενέργεια. Έπιναν πολύ. Ίσως καμιά φορά πιο πολύ απ’ ότι έπρεπε. Είχαν περάσει ήδη τρία χρόνια από τότε που είχαν βρεθεί για πρώτη φορά στο ίδιο τραπέζι. Στο μυαλό του Σ. στριφογύριζαν σκέψεις και καμιά φορά αυτές γιγαντώνονταν σε όνειρα. Όνειρα που έτρεφαν ελπίδες. Ελπίδες που γίνονταν στάχτη. Και πάλι από την αρχή. Ήταν πια ερωτευμένος. Τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Και κάθε βήμα του γινόταν όλο και πιο ασταθές. Η σκέψη του δεν ήταν πια καθαρή. Όλα είχαν γίνει πιο έντονα. Ο θυμός του, η ζήλεια του, η προστατευτικότατα του, η ανάγκη του για επαφή, ο πόθος του ήταν πια ανεξέλεγκτα. Η ηλικία του ήταν το μόνο που τον συγκρατούσε και ταυτόχρονα τον προστάτευε, αν και όχι πάντα με επιτυχία από το να φανεί εντελώς ηλίθιος και να έχει τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η πείρα του αξιολογούσε την κατάσταση αλλά η καρδιά του έβρισκε πάντα τον τρόπο να τον κάνει να αναθεωρήσει και τις πιο βασικές αρχές του. Ήθελε να την έχει δίπλα του. Να κοιμάται με την ανάσα της να του χαϊδεύει τον λαιμό, να την βλέπει ευτυχισμένη, να του γεμίζει τη ζωή με το χαμόγελο της. Ήθελε, ήθελε, ήθελε. Μα εκείνη φαίνεται πως όλα αυτά της ήταν τουλάχιστον αδιάφορα. Ή μάλλον δεν τα ήθελε από κείνον. Την ένοιωθε κάποιες φορές να παλεύει με κάτι άγνωστο, αόρατο για κείνον. Ίσως και με τον ίδιο της τον εαυτό. Άκουγε τα λόγια της κάποιες φορές να τον παρακαλούν σχεδόν να την κρατήσει κοντά του, δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς εκείνον. Τον απειλούσε πως όπου κι αν πήγαινε θα ερχόταν να τον βρει κι άλλα όσα. Κάποιες άλλες τον έδιωχνε τόσο μα τόσο άκαρδα λες και ήταν ο τελευταίος άνθρωπος για τον οποίο ενδιαφερόταν ποτέ. Μια αέναη μάχη χωρίς νικητές κι ηττημένους, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος.