Νέα

Τα 10 ανατριχιαστικά εγκλήματα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο!

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα pz89
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 226
  • Εμφανίσεις 44K
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 1 άτομα (0 μέλη και 1 επισκέπτες)

Επισκέπτης
Λογικά και δυστυχώς τραγικά αυτά που αναφέρεις φίλε jimmmy, αλλά η πρώτη εικόνα που σου έρχεται στο μυαλό για κάποιον που κατηγορείται άδικα για ένα οποιοδήποτε έγκλημα, πόσο μάλλον τέτοιου βεληνεκούς, είναι η μη παραδοχή της ενοχής του καθώς και διάρρηξη των ιματίων του φωνάζοντας <<είμαι αθώος!>>. Δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο στην περίπτωση του Δουρή.
Προφανώς το έγκλημα ήταν τόσο στυγερό ούτως ώστε η μικρή κοινωνία να αναζητήσει εξιλαστήριο θύμα, ίσως μόνο και μόνο για να κοιμάται ήσυχη ότι τα παιδιά της δεν κινδυνεύουν πλέον από το ανθρωπόμορφο τέρας, αλλά εφόσον δεν ήταν τόσο βαρύνουσας σημασίας ούτε έλαβε χώρα σε περίεργος καιρούς γιατί ο κρατικός μηχανισμός να το αποσιωποιήσει με σύντομες διαδικασίες;
Φυσικά τα παραπάνω δεν αποδεικνύουν τίποτε, αλλά είναι σίγουρα περίεργα.
 

Dawn

Τιμημένος
Εγγρ.
22 Ιαν 2006
Μηνύματα
6.955
Κριτικές
141
Like
134
Πόντοι
4.215
Θυμάμαι την εποχή των σατανιστών που είχα παρει ενα βιβλίο του Κλαιβ Μπάρκερ και η μάνα μου ψιλο τρελάθηκε επειδή της εβαλε ιδέες ο βιβλιοπώλης και ήθελε να το γυρίσω πίσω (ήταν εκδόσεις Οξύ, σειρά Κόλαση :rockon: :rockon: :rockon:) και μου πήρε το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία "Ο δικηγόρος του Διαβόλου" το οποίο ήταν δέκα φορές χειρότερο!!! :rockon: :rockon: :rockon: :rockon: :rockon: :rockon:
 

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΘΕΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ:
η περίπτωση του Παναγιώτη Φραντζή

http://[URL unfurl="true"]www.men.gr/123/franzi/5.jpg[/img[/URL]]

του Διονύση Χιόνη,
Δικηγόρου - εγκληματολόγου,
υπ. διδ. Νομικής Σχολής Αθηνών

Ο Παναγιώτης Φραντζής, προερχόμενος από εύπορη οικογένεια, με μητέρα δασκάλα πιάνου και πατέρα εμπορικό αντιπρόσωπο, το 1986 είναι φοιτητής της ΑΣΟΕΕ. Παράλληλα εργάζεται σε ένα γραφείο και συνηθίζει σχολώντας να πηγαίνει σε μια καφετέρια κοντά στη δουλειά. Εκεί συναντά τη Ζωή Γαρμάνη, μαθήτρια λυκείου. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Σύντομα γίνονται ζευγάρι και ξεκινά μια σχέση πραγματικά θυελλώδης: χωρίζουν και ξανασμίγουν πολλές φορές, οι αντιπαραθέσεις τους είναι τέτοιας έντασης και συχνότητας που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηριστούν «ερωτικά καυγαδάκια». Οι χαρακτήρες τους μοιάζουν αταίριαστοι και το μίγμα που δημιουργούν είναι εκρηκτικό. Παρόλα αυτά, παντρεύονται το Νοέμβρη του 1986, μα ούτε κι ο έγγαμος βίος συμβάλλει στην εξομάλυνση των διαφορών τους. Το αντίθετο μάλιστα.

Εκείνη είναι όμορφη και της αρέσει να βγαίνει και να διασκεδάζει, ενίοτε και να φλερτάρει, ενώ εκείνος είναι πιο κλειστός τύπος, που θέλει, όμως, να την εξουσιάζει κι οι τσακωμοί τους αρχίζουν να γίνονται εντονότεροι και να ξεπερνούν τα όρια. Μάρτυρες τον είδαν να την κακομεταχειρίζεται στην πλατεία του Αγίου Νικολάου και γνωστοί τους κατέθεσαν ότι ο Φραντζής νοσηλεύτηκε στο ΚΑΤ μετά από «συζυγική συμπλοκή», όπου χτύπησε το πόδι του και κυκλοφορούσε για ένα διάστημα με πατερίτσες.

Το βράδυ της 24ης Ιουνίου 1987 επιστρέφουν μετά από διασκέδαση  προς στο σπίτι τους, στην οδό Νεμέσεως 21, στα Κάτω Πατήσια. Η Ζωή θέλει να συνεχίσουν την έξοδό τους, ο Παναγιώτης διαφωνεί και μόλις περνάνε την πόρτα, ξεσπάει ο τελευταίος – και μεγαλύτερος – καυγάς. Η σύζυγός του με αφορμή τη διαφωνία τους, ξέσπασε σε βρισιές, του επιτέθηκε και προσπάθησε να τον χτυπήσει, εκείνος βγήκε εκτός εαυτού όταν άκουσε τη Ζωή να τον αποκαλεί «ανίκανο», της όρμησε, την απώθησε βίαια και σύμφωνα με τον ίδιο: «Κάποια στιγμή την έσπρωξα καθώς παλεύαμε και έπεσε με το πίσω μέρος του κεφαλιού της στην κάτω γωνιά του κρεβατιού. Έμεινε ακίνητη. Όταν άρχισα να συνέρχομαι από την έξαλλη κατάσταση που βρισκόμουν, τα έχασα, δεν ήξερα τι να κάνω. Για μισή ώρα την έβλεπα και την ξανάβλεπα έχοντας τα λογικά μου τελείως χαμένα. Κανένας δεν θα πίστευε ότι πέθανε επάνω στον καβγά». Σύμφωνα με την άλλη –κι επικρατέστερη- εκδοχή που κατέθεσε ο αρμόδιος ιατροδικαστής η Ζωή είχε στραγγαλιστεί!


Στα αμέσως επόμενα λεπτά της εσωτερικής συναισθηματικής σύγκρουσης το ένστικτο της αυτοσυντήρησης τελικά επικράτησε των τύψεων που τον κατέκλυζαν κι έτσι, αντί να παραδοθεί, αποφάσισε να συγκαλύψει το έγκλημα. Αν και βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, η ευφυία του συνέβαλε στην κατάστρωση ενός πλάνου εξαφάνισης των ιχνών της πράξης του, το οποίο εκ των προτέρων έμοιαζε να διαθέτει αρκετές πιθανότητες να αποβεί θετικό για το σκοπό του. Με τα όσα ακολούθησαν ο Φραντζής έμελλε να γράψει το όνομά του σε περίοπτη θέση στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά.

Μετέφερε το πτώμα της γυναίκας του στη μπανιέρα και με σύνεργα ένα κρητικό μαχαιράκι – σουβενίρ και ένα σφυρί το τεμάχιζε από τις 03.30 μέχρι τις 07.00 σε 16 κομμάτια... Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της αιματηρής διαδικασίας σταμάτησε κι έκανε εμετό, ενώ έκλαιγε συνέχεια. Το κεφάλι το έκοψε από το λαιμό, για να εξαφανιστούν τα ίχνη του στραγγαλισμού σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, το χαράκωσε σε πολλά σημεία και αφαίρεσε τα μάτια, ώστε η γυναίκα που λάτρεψε παθολογικά να καταστεί μη αναγνωρίσιμη και σχεδόν άμορφη μάζα κρέατος. Τοποθέτησε τα κομμάτια σε πλαστικές σακκούλες, τα φόρτωσε στο αυτοκίνητό του και τα πέταξε σε διάφορους γειτονικούς κάδους απορριμμάτων.

Το σχέδιο, όσο περνούσε η ώρα, του φαινόταν πραγματοποιήσιμο. Τα απορριματοφόρα του Δήμου θα πολτοποιούσαν άμεσα τα μέλη και θα τα μετέφεραν σύντομα στη χωματερή. Κατόπιν ο ίδιος θα δήλωνε στην αστυνομία την εξαφάνιση της συζύγου του και πιθανότατα άλλη μια μυστηριώδης ανεξιχνίαστη υπόθεση θα είχε προστεθεί στο αρχείο της Αστυνομίας, όπως συνέβη και σε τόσες άλλες περιπτώσεις. Από την άλλη, ακόμα κι αν με κάποιο τρόπο ανακαλύπτονταν τα ανθρώπινα μέλη πριν την περισυλλογή από τα απορριματοφόρα, η πιθανότητα αναγνώρισης του πτώματος ήταν εξαιρετικά μικρή. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στο έτος 1987, όπου πολύ λίγοι άνθρωποι καταλάβαιναν τί σημαίνει D.N.A.!

Το πρωινό της 25ης Ιουνίου ο συλλέκτης Κώστας Βουζίκης ψάχνοντας στους κάδους της ίδιας περιοχής για γραμματόσημα σε φακέλους αλληλογραφίας ανακάλυψε τη μια από τις σακκούλες, ειδοποίησε έντρομος την αστυνομία και σύντομα είχε, πλέον, συμπληρωθεί ολόκληρο το φρικιαστικό παζλ του κορμιού της Ζωής, το όνομα της οποίας παρέμενε ακόμα άγνωστο στις αρχές. Πράγματι το κεφάλι της, που βρέθηκε στον κάδο που βρισκόταν στη γωνία των οδών Πιπίνου και Αχαρνών, ήταν τόσο κακοποιημένο, που τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά δεν ξεχώριζαν ούτε κατ’ ελάχιστο.

Το ελάχιστο, όμως, εκείνο στοιχείο που θα οδηγούσε την αστυνομία στη διαλεύκανση του εγκλήματος και στον Παναγιώτη Φραντζή εν τέλει βρέθηκε κι δεν ήταν άλλο, παρά ένα κομματάκι χαρτί. Μια ματωμένη απόδειξη αγοράς από το κρεοπωλείο του Αναστασίου Δριμούση. Αν δεν είχε βρεθεί αυτό το στοιχείο σε μια από τις πλαστικές σακκούλες, ίσως σε αυτό το τεύχος η στήλη να αναφερόταν σε κάποια άλλη υπόθεση και το όνομα "Φραντζής" να μην είχε καμιά εγκληματ(ολογ)ική προέκταση σήμερα. Η ημερομηνία και η ώρα της αγοράς αναγράφονταν καθαρά και ο κρεοπώλης θυμήθηκε έναν έναν τους πελάτες που πέρασαν από το κατάστημά του τη συγκεκριμένη ημέρα, αφού είχε παρέλθει διάστημα μόνο μιας εβδομάδας. Μεταξύ αυτών κι ο δράστης, ο οποίος πρόλαβε και παραδόθηκε στις αρχές το ίδιο απόγευμα.

Οι εφημερίδες τα επόμενα πρωινά βρίθουν από αιμοσταγείς πρωτοσέλιδους τίτλους:
«Θάνατος στο φονιά» (Απογευματινή, 27/6/1987),
«Θάνατος στο κτήνος» (Ακρόπολις, 28/6/1987).
Η κοινή γνώμη είναι συγκλονισμένη και όλη η χώρα συζητάει για το έγκλημα για πολλές ημέρες. Η φωτογραφία που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Έθνος" και δείχνει τα μέλη της Ζωής (ας μου επιτραπεί η έκφραση)συναρμολογημένα  από τον ιατροδικαστή, που προσπαθεί να αναπαραστήσει το σώμα της προκαλεί ανατριχίλα και ξεσηκώνει θύελλα διαφωνιών σχετικά με τα όρια του δικαιώματος πληροφόρησης.

Στο δικαστήριο ο κατηγορουμένος αρνείται πεισματικά την εκδοχή του ιατροδικαστή περί στραγγαλισμού κι επιμένει ότι η Ζωή χτύπησε στο κεφάλι πέφτοντας από το σπρώξιμό του και πέθανε ακαριαία από εγκεφαλική κάκωση. Δικαιολογείται για τα όσα ακολούθησαν λέγοντας ότι μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει κυριεύθηκε από πανικό και δεν ήξερε τί έκανε: «Δεν την σκότωσα εγώ. Xτύπησε πάνω στον καβγά. Ό,τι έγινε μετά, το έκανα για να εξαφανίσω το πτώμα, γιατί πανικοβλήθηκα και φοβήθηκα»!  Ο ιατροδικαστής είναι κάθετος και η έκθεσή του αναφέρει ρητά και με σαφήνεια ότι στους πνεύμονες του θύματος διαπιστώθηκαν ασφυκτικά φαινόμενα. Ο Εισαγγελέας στην αγόρευσή του εξαντλεί κάθε σκληρότητα και υποστηρίζει ότι κανένα ζώο του ζωικού βασιλείου δεν θα έκανε τέτοιο έγκλημα!

Σύμφωνα με τον ψυχίατρο Μανώλη Μυλωνάκη, τα εγκλήματα πάθους εκτελούνται από άτομα με συνείδηση "πυρπολημένη" και συμπεριφορά "χειραγωγημένη" από επιθετικό μονοϊδεασμό. Δεν συμπεριλαμβάνονται στους αυτουργούς εγκλημάτων πάθους οι επαγγελματίες φονιάδες και οι κάθε λογής ψυχανώμαλοι. Δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται ακόμη οι παρανοϊκοί που ενήργησαν σύμφωνα με τις ανάγκες του παραληρήματος της αρρώστιας τους. Επομένως τα εγκλήματα πάθους πραγματοποιούνται από άτομα που ως και το προηγούμενο δευτερόλεπτο ήταν ανώτερα πάσης υποψίας. Οι πιθανότητες εμπλοκής σε έγκλημα πάθους μικραίνουν όσο ανεβαίνουμε τη μορφωτική και την πολιτιστική κλίμακα, αλλά κανένα επίπεδο, ακόμη και το υψηλότερο, δεν μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα διάπραξης ενός τέτοιου εγκλήματος.

Ο Φραντζής την 1η Οκτωβρίου 1988 καταδικάζεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση ιδιαζόντως απεχθή από δράστη ιδιαίτερα επικίνδυνο, καθώς και για περιύβριση νεκρού σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και φυλάκισης 2 ετών (μειοψήφησαν δύο δικαστές, οι οποίοι συντάχθηκαν με την άποψη του Εισαγγελέα, που ζήτησε την ποινή του θανάτου) και οδηγείται στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού. Άσκησε έφεση, η οποία εκδικάστηκε το 1991 και απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη, αφού ο Φραντζής δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο, καθώς νοσηλευόταν στο νοσοκομείο της φυλακής με γαστρορραγία. Οι δικηγόροι του ζητούν αναβολή, όμως η ιατροδικαστική έκθεση που προσκομίζεται στο δικαστήριο αναφέρει ότι ο Φραντζής αρνήθηκε να εξεταστεί στο νοσοκομείο κι έτσι η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη.

Εκτίει την πολυετή ποινή του σε διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα, προϊόντος του χρόνου μεταφέρεται από τον Κορυδαλλό στην Κέρκυρα, στην Αλικαρνασσό και καταλήγει ξανά στον Κορυδαλλό, όπου εργάζεται στο φούρνο και το φαρμακείο της φυλακής και δεν δημιουργεί προβλήματα, ούτε υποπίπτει σε πειθαρχικά παραπτώματα. Οι τύψεις για ό,τι διαδραματίστηκε εκείνη τη νύχτα στην οδό Νεμέσεως (σκεφτείτε πόσο ειρωνικά ακούγεται με την αρχαιοελληνική της έννοια η ονομασία της οδού...) τον κατατρέχουν καθημερινά.  «Αυτό που δεν σκέφτηκε κανείς ως τώρα είναι ο δικός μου πόνος. Δολοφονήθηκε η γυναίκα μου και δεν είχα κανέναν να κυνηγήσω. Ποιον να κυνηγήσω; Εγώ τη σκότωσα», λέει δημοσίως ο ίδιος περίπου τρία χρόνια αργότερα.

Μετά το 1997 εκμεταλλευόμενος τη νομοθετική ρύθμιση περί εκπαιδευτικών αδειών των κρατουμένων, συνεχίζει τις σπουδές του και παρακολουθεί μαθήματα στην ΑΣΟΕΕ για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στα οικονομικά και να πάρει πτυχίο. Η συναναστροφή του αφήνει μάλιστα θετικές εντυπώσεις σε αρκετούς συμφοιτητές του, οι περισσότεροι από τους οποίους, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήξεραν την ιστορία του.

Το Σεπτέμβριο του 2003 αιτείται την υφ’ όρον απόλυσή του, όμως το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών έχει διαφορετική γνώμη και εκδίδει απορριπτική απόφαση.  Το ίδιο συμβαίνει άλλες δύο φορές το 2004 και το 2005.
Όμως, η επανένταξή του στην κοινωνία έχει ήδη αρχίσει...

 

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΑΓΛΗΣ: Ασφυξία

http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/untitled.JPG[/img[/URL]]

του Διονύση Χιόνη,
Δικηγόρου - Υπ. Διδ. Εγκληματολογίας

Ξημερώνει ένα ζεστό Αυγουστιάτικο Σάββατο του 1997. Στο κελί 33 του Ψυχιατρείου των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού ένας 23χρονος κρατούμενος αιωρείται απαγχονισμένος. Πώς έφτασε σε αυτό το σημείο; Ποιός ήταν ο  Αντώνης Δαγλής;
Η ιστορία της ζωής του άρχισε το 1974  στην Κοκκινιά του Πειραιά, εκεί όπου γεννήθηκε και έζησε σχεδόν όλα του τα χρόνια. Παιδί οικογένειας με πολλά οικονομικά προβλήματα και πλούσια εμπειρία σε περιστατικά ενδο-οικογενειακής βίας, που ασκούσε ο πατέρας του προς τη μητέρα του, τον ίδιο και τον αδερφό του. Έμεινε ορφανός το 1986, όταν ο πατέρας του πέθανε αφήνοντας για κληρονομιά μόνο χρέη. Διέκοψε το σχολείο, αφού έλαβε μόνο στοιχειώδη μόρφωση και ήδη από μικρός εργαζόταν σε ιδιωτική εταιρεία.

Σε ηλικία 16 ετών έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται για αποπλάνηση ανήλικης και στη συνέχεια γνωρίζει από κοντά το σωφρονιστικό σύστημα των ανηλίκων για διάστημα 6 μηνών. Διάστημα σχετικά μικρό, αλλά ικανό να αλλάξει την προσωπικότητα και την κοσμοθεωρία ενός νέου, όπως άλλωστε επιβεβαιώνεται από πλήθος ερευνητικών πορισμάτων ανηλίκων παραβατών.

Η μητέρα του εργάζεται συστηματικά σε κακόφημα μπαρ, ο Δαγλής κάποια στιγμή το μαθαίνει από τρίτους, σπεύδει επί τόπου, ο ίδιος μάλιστα αργότερα υποστήριξε ότι την είδε με τα μάτια του να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με κάποιον άντρα και εκείνη ακριβώς τη στιγμή στη θέση της καλής σχέσης μητέρας – γιου, γεννιέται ένα άσβεστο μίσος τόσο προς τη μητέρα του όσο και προς το γυναικείο φύλο γενικότερα, που θα τον κατατρέχει σε όλη του τη μετέπειτα ζωή.

Η ερωτική σχέση που διατηρούσε επί ένα χρόνο με μια κοπέλα ανήκει πια στο παρελθόν, αφού όπως ομολόγησε ο ίδιος έπειτα από χρόνια προσπάθησε να την στραγγαλίσει, αλλά υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή. Από το σημείο αυτό οι σεξουαλικές του προτιμήσεις κατευθύνονται πλέον κυρίως προς το πεδίο του αγοραίου έρωτα.

Τον Οκτώβρη του 1992, σε ηλικία 18 ετών κλέβει ένα αυτοκίνητο και κατευθύνεται σε μια «πιάτσα γυναικών» στο Κολωνάκι. Στη Σέκερη διαλέγει μια κοπέλα γύρω στα 35, συμφωνούν στο τίμημα και κατευθύνονται στον Καρέα, όπου, όπως ομολόγησε ο ίδιος, τη στραγγάλισε! Αμέσως μετά τη δολοφονία επιστρέφει στο σπίτι του, παίρνει σιδηροπρίονο, μαχαίρι και σακούλες σκουπιδιών και τεμαχίζει το κορμί της κοπέλας σε περισσότερα από 30 κομμάτια.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ενδεχομένως να μπορούσε η δράση του Δαγλή να συνδεθεί με το έγκλημα του Δημήτρη Φραντζή (για περισσότερες λεπτομέρειες παραπέμπουμε στο τεύχος υπ. αρ. 6), τον οποίο γνώρισε μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης πέντε χρόνια νωρίτερα, δηλ. το 1987, ευρισκόμενος ο ίδιος σε ηλικία 13 ετών. Το modus operandi, βέβαια, διαφέρει θεαματικά ως προς το μέγεθος της αγριότητας και της σεξουαλικής διαστροφής, καθώς ο Δαγλής γδέρνει το πτώμα, κόβει τις θηλές και τα γεννητικά όργανα και αφαιρεί βίαια την καρδιά, τους πνεύμονες και τα σπλάχνα του θύματος.  Εναποθέτει,  όπως κι ο Φραντζής, τις σακούλες σε διάφορα μέρη του κέντρου της Αθήνας και το κεφάλι το πετά στο ποτάμι του Κηφισού.  Μερικά μέλη της κοπέλας τα βρήκε η αστυνομία λίγες μέρες αργότερα, αλλά ο δράστης παρέμεινε ασύλληπτος για χρόνια.

Αργότερα, το Νοέμβριο του ίδιου έτους κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και μέχρι το Σεπτέμβρη του 1995 δεν παρουσιάζει παραβατική συμπεριφορά. Από το Σεπτέμβρη όμως μέχρι και τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους τα θύματά του ανέρχονται σε διψήφιο αριθμό, διαπράττοντας 8 απόπειρες ανθρωποκτονίας και 2 τετελεσμένες ανθρωποκτονίες.

Το περιβόητο φορτηγάκι

Ειδικότερα:
Αρχές του φθινοπώρου κινείται στην οδό Ευρυπίδου οδηγώντας ένα λευκό κλειστό φορτηγάκι Volkswagen, στου οποίου την καρότσα έχει τοποθετήσει ένα κρεβάτι για  ευνόητους λόγους κι αναζητά στην πιάτσα των ιερόδουλων την παρέα που θα διαλέξει. Η ανυποψίαστη κοπέλα που επιλέγει, αφού προσέφερε τις υπηρεσίες της, δέχεται επίθεση με μαχαίρι κι αναγκάζεται να του παραδώσει το ποσό των 11.000 δρχ. που είχε μαζέψει από τις εισπράξεις της νύχτας.

[img]http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/van.jpg[/img[/URL]]

Λίγες μέρες αργότερα, το λευκό φορτηγάκι με αριθμό κυκλοφορίας ΧΑ 3140 σταματά στη διασταύρωση Σόλωνος – Λυκαβηττού κι επιβιβάζεται σε αυτό μια ιερόδουλος γύρω στα τριάντα.  Ο Δαγλής σταθμεύει λίγο παρακάτω σε πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη και εντός μερικών λεπτών αποπειράται να την πνίξει χρησιμοποιώντας ένα κομμάτι σχοινί. Η κοπέλα καταφέρνει να διαφύγει, έστω και ελαφρύτερη κατά 10.000 δρχ.

Την επόμενη φορά η σκηνή επαναλαμβάνεται, το δρομολόγιο τροποποιείται ελαφρώς (από Σόλωνος προς Μοναστηράκι) κι η τυχαία κοπέλα γλιτώνει το στραγγαλισμό χάρη στη στιγμιαία σεξουαλική ικανοποίηση του Δαγλή, που τον έκανε να χαλαρώσει το σχοινί που κρατούσε δεμένο στο λαιμό της. Η τσάντα της δεν είχε χρήματα κι έτσι κατάφερε να διαφύγει χωρίς άλλες απώλειες.

Αργότερα, δραστηριοποιείται στη Λεωφόρο Ποσειδώνος κι αφού διαλέγει σύντροφο, οδηγεί το λευκό φορτηγάκι στο πάρκινγκ του Σταδίου "Ειρήνης και Φιλίας". Η κοπέλα γίνεται θύμα ληστείας και απόπειρας ανθρωποκτονίας, (πιο συγκεκριμένα στραγγαλισμού), χάνει 49.000 δρχ και κερδίζει τη ζωή της.
Ακριβώς η ίδια διαδικασία ακολουθείται ξανά στην οδό Σόλωνος στα τέλη Σεπτεμβρίου, αλλά αυτή τη φορά το κέρδος του Δαγκλή φτάνει τις 100.000 δρχ.
Επιστρέφει αρχές Οκτωβρίου στα λημέρια τού Ειρήνης και Φιλίας και προσπαθεί να στραγγαλίσει μια ακόμα ιερόδουλο, τελικά την αφήνει να ξεφύγει, αλλά πριν συμβεί αυτό της αφαιρεί 10.000 δρχ.

Επόμενο συμβάν ξανά στη Σόλωνος, όπου αποπειράθηκε να διαπράξει ληστεία, χωρίς να καταφέρει να αποσπάσει χρήματα από μια κοπέλα που έκανε πιάτσα σε εκείνη την περιοχή και τέλος, στα μέσα Οκτωβρίου επανέρχεται στην Ποσειδώνος και διαπράττει σε βάρος της ληστεία και απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Λογικά θα πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα όλες οι οκτώ γυναίκες να κατάφεραν να ξεφύγουν υπερνικώντας την - έτσι κι αλλιώς - υπέρτερη σωματική του δύναμη, ευρισκόμενες μάλιστα στο μικρό και κλειστό χώρο της καρότσας του αυτοκινήτου.

Ενδεχομένως, όλη αυτή την περίοδο ο Δαγλής να δοκίμαζε τις δυνατότητές του και τη διαβάθμιση των συναισθημάτων που κλιμακωτά βίωνε κατά την τέλεση των πράξεών του. Ίσως πάλι να ήταν αποφασισμένος να παρουσιάσει ανθρωποκτόνο δράση, όπως είχε πράξει το ’92, όμως οι ανασταλτικοί μηχανισμοί του να μην του επέτρεπαν να ολοκληρώσει τα εγκλήματά του. Δυστυχώς, όμως, όχι για πολύ ακόμα. Η νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1995 ο Δαγλής πέρασε τη λεπτή κόκκινη γραμμή που χωρίζει την απόπειρα από την ολοκλήρωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα κατέβηκε με το αυτοκίνητο την οδό Σόλωνος, διάλεξε μια 30χρονη κοπέλα, συμφώνησαν στην τιμή και την οδήγησε σε πάρκινγκ της Χαριλάου Τρικούπη. Κατά τη συνεύρεση τη στραγγάλισε με τα ίδια του τα χέρια, δίχως να χρησιμοποιήσει σκοινί αυτή τη φορά. Κατόπιν, κινήθηκε προς το Σχηματάρι μέσω της εθνικής οδού και σταμάτησε σε ερημική περιοχή, όπου μ΄ ένα μαχαίρι έσχισε την κοιλιά και ξερίζωσε με μανία τα σπλάχνα της κοπέλας με σιδηροπρίονο, τεμάχισε το πτώμα και τοποθέτησε τα κομμάτια σε σακούλες. Ακολούθησε το μακάβριο τελετουργικό του πιστά, ακριβώς όπως την πρώτη φορά. Κατά τη διάρκεια του διαμελισμού, τού γυάλισε στο μάτι ένας χειροποίητος σταυρός που φορούσε το θύμα στο λαιμό, τον τράβηξε και τον κράτησε για ενθύμιο. Ύστερα οδήγησε προς τη Λαμία και μόλις προσέγγισε τη θαλάσσια περιοχή, ξεφορτώθηκε τόσο τις σακούλες με τα μέλη, όσο και τα σύνεργά του, πετώντας τα στο βυθό.


Ο Δαγλής κατά την προσαγωγή του

Δεν πέρασαν δύο μήνες, όταν ξημερώνοντας Χριστούγεννα πέρασε από πιάτσα ιερόδουλων στον Κηφισσό, ακολούθησε τη σχετική διαδικασία επιλογής και συμφωνίας και οδήγησε την ιερόδουλο με το ειδικά διαμορφωμένο αυτοκίνητό του στην οδό Ορφέως. Κατά τη συνεύρεση είχε περασμένο στο λαιμό της ένα σχοινί, όπως συνήθιζε και άλλες φορές κι όταν, (όπως υποστήριξε αργότερα ο ίδιος), εκείνη τον ειρωνεύτηκε για τα ανδρικά προσόντα του, βγήκε εκτός εαυτού και έσφιξε δυνατά το σκοινί που κρατούσε με σκοπό να τη στραγγαλίσει. Η κοπέλα αντέδρασε, ψέκασε το πρόσωπό του με ένα σπρέυ, που είχε στην τσάντα της και προσπάθησε να αμυνθεί χρησιμοποιώντας ένα μαχαίρι, που επίσης έφερε μαζί της. Δεν τα κατάφερε, όμως και ο Δαγλής επιβλήθηκε, την έπνιξε με το σχοινί και πέταξε το πτώμα της λίγο παρακάτω.

Ήδη η δράση του Δαγλή είχε γίνει το πρώτο θέμα στον τύπο, όπου καθημερινά δημοσιεύονταν πρωτοσέλιδα για τον «δράκο με το πριόνι» και ειδικά στα στέκια των ιερόδουλων είχε απλωθεί τρόμος. Δεδομένου ότι είχε ήδη αποπειραθεί να αφαιρέσει τη ζωή κι άλλων γυναικών χωρίς τελικά να τα καταφέρει, οι διωκτικές αρχές είχαν στα χέρια τους τις πλέον ακριβείς περιγραφές του και, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, δεν τις άφησαν αναξιοποίητες. Ο Δαγλής συνελήφθη περίπου ένα μήνα αργότερα κι ενώ ήδη βρισκόταν υπό 24ωρη παρακολούθηση έξω από το σπίτι του. Στο λευκό φορτηγάκι βρέθηκαν τόσο ο χειροποίητος σταυρός που είχε αφαιρέσει από τη δεύτερη δολοφονημένη από αυτόν κοπέλα, όσο και το σπρέυ που είχε χρησιμοποιήσει η τρίτη…

Στην ασφάλεια ομολόγησε τις πράξεις του και σύμφωνα με τον Αστυνομικό Διευθυντή υποστράτηγο Χρήστο Κεραμιδά υποστήριξε χαρακτηριστικά: «Τα χέρια μου γλιστρούσαν σιγά - σιγά προς το λαιμό των γυναικών, τις έσφιγγα χωρίς να ξέρω τι κάνω». Κατά τη διάρκεια της προδικασίας μίλησε περισσότερο: «Όταν τύχαινε να ακούσω στην τηλεόραση κάτι για τα πτώματα που βρέθηκαν, το άκουγα σαν είδηση που δεν με αφορούσε. Πολλές φορές στο πρόσωπο της γυναίκας που στραγγάλιζα έβλεπα τη μάνα μου. Τη μητέρα μου την αγαπούσα, όμως ποτέ δεν της συγχώρεσα που δούλευε σε ύποπτα μπαρ και σε δουλειές που δεν ήταν ηθικές. Όταν την είχα δει  να κάνει έρωτα μ’ έναν άντρα, μου ‘ρθε να την πνίξω, αλλά έφυγα χωρίς να πω κουβέντα.  Την ώρα που σκότωνα τις ιερόδουλες νόμιζα ότι σκότωνα τη μητέρα μου».

Η προδικασία ολοκληρώθηκε έπειτα από δύο χρόνια και έφτασε η ώρα της δίκης, η οποία ξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Αθήνας. Τα προβλήματα, βέβαια, δεν έλειψαν, καθώς ήδη την πρώτη ημέρα ο Αντ. Δαγλής αυτοτραυματίστηκε στο πόδι και του τοποθετήθηκαν 122 ράμματα, ενώ παρέμεινε μια μέρα στο νοσοκομείο. Από τα πολλά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο μία από τις κοπέλες που είχαν πέσει θύματα επίθεσης παρουσιάστηκε και κατέθεσε.

Η βασική υπερασπιστική γραμμή του συνηγόρου του εστίασε και βασίστηκε κατά κύριο λόγο στον ισχυρισμό περί ψυχολογικών προβλημάτων του Δαγλή. Ο ίδιος είπε πολλές φορές ότι άκουγε φωνές που προέρχονταν μέσα απ’ το κεφάλι του, ότι δεν ήξερε τι έκανε, ότι θόλωνε το μυαλό του.

Ο ψυχίατρος Χρ. Βούρδας, κατέθεσε ως πραγματογνώμονας στη δίκη: «Ο Δαγλής μού είπε για τρεις ανθρωποκτονίες. Απαντούσε ευθέως και ήταν συνεργάσιμος. Υποστήριζε ότι όλα ήταν συνέπεια ψυχικής νόσου και ζητούσε να τον βοηθήσουμε. Πρόκειται για μια σεξουαλική διαστροφή και από νομική άποψη οι σεξουαλικές διαστροφές δεν υπάγονται στις νοσηρές διαταραχές των πνευματικών λειτουργιών. Δεν έχει το ακαταλόγιστο. Θα περίμενε κανείς μια εμφανή συντριβή από έναν άντρα που ‘χει κάνει τόσα εγκλήματα. Όταν όμως τον εξέτασα, δεν τον είδα ιδιαίτερα συντετριμμένο».

Στην απολογία του ο ίδιος ο Δαγλής υποστήριξε. «Κάναμε κάποια λάθη. Το ‘χω μετανιώσει και ζητώ επιείκεια. Πήγαινα κανονικά μαζί τους για μια σεξουαλική επαφή και γινόταν το αντίθετο. Ίσως αυτό που είχα δει, τη μητέρα μου με κάποιον…Δεν θυμάμαι πώς έφτανα μέχρι εκεί. Εκείνες τις στιγμές ήμουν εκτός εαυτού. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι ένιωθα.  Τα πτώματα τα τεμάχισα μάλλον από μίσος. Φοβόμουν μήπως με συλλάβουν. Συνεχίζω να τις μισώ. Δεν ξέρω γιατί. Άκουγα φωνές, πάντα είχα αυτή την επιθετικότητα. Είναι θολό το μυαλό μου. Δεν μπορώ να σας πω πώς νιώθω που με βαρύνουν αυτές οι κατηγορίες».

Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του υποστήριξε πως πρόκειται για πρωτοφανή υπόθεση, σπάνια ακόμα και σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως για την αγριότητά της. «Ούτε η πιο τολμηρή φαντασία δεν θα συλλάμβανε τέτοιο σενάριο», είπε χαρακτηριστικά και μεταξύ άλλων θέλησε να υπογραμμίσει ιδιαίτερα την απουσία των θυμάτων από την ακροαματική διαδικασία: «Πλην μιας κοπέλας, από τα θύματα, που ήρθε στο δικαστήριο και αυτό την τιμά, δεν βρέθηκε καμιά άλλη να έρθει να καταθέσει. Δεν ήρθαν ούτε οι συγγενείς των νεκρών. Kι αναρωτιέται κανείς. Tόσο πολύ υποβαθμίστηκε η ανθρώπινη ζωή; Tόσο πολύ ξέφτισε; Φοβούνται και δεν ήρθαν; Ουαί κι αλίμονο τότε στην κοινωνία μας. Φοβούνται, όμως, οι κοπέλες, ίσως λόγω της εργασίας τους, ότι θα εκτεθούν. Νιώθουν παραγκωνισμένες. Και δίνεται βήμα περισσότερο στο δράστη παρά στο θύμα. Ξεχνάμε να δούμε κατάματα τις κατεστραμμένες ζωές των θυμάτων. Μιλώ για τη φιλοσοφία μας στη ζωή. Αν αυτή δεν αλλάξει, κανείς δεν θα ΄ρχεται να καταθέσει. Kι αν έρχονται, θα νιώθουν φεύγοντας σαν θύτες κι όχι σαν θύματα».

Τελικά, το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο στις 23 Ιανουαρίου 1997 έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για τη διάπραξη τριών ανθρωποκτονιών, οκτώ απόπειρων ανθρωποκτονιών, δέκα ληστειών, ενός βιασμού, δύο απόπειρων ληστειών, παράνομη οπλοφορία, οπλοχρησία, και για προσβολή μνήμης τεθνεώτος και απαγγέλθηκε συνολική ποινή δεκατρείς φορές ισόβια κάθειρξη και 25 χρόνια πρόσκαιρη κάθειρξη.

Ο επίλογος της ιστορίας του Αντώνη Δαγλή γράφτηκε έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση της δίκης. Στις 2 Αυγούστου 1997 αυτοκτόνησε (συγχρόνως μάλιστα με τον συγκρατούμενό του Γ. Μακρίδη) επιλέγοντας και για τον ίδιο του τον εαυτό έναν τρόπο θανάτου παραπλήσιο με εκείνον που σκόρπισε. Ασφυξία. Απλά αυτή τη φορά το σκοινί δεν το κρατούσε εκείνος, αλλά το είχε περάσει ψηλά στα κάγκελα του κελιού του.

Σύμφωνα με τον καθηγητή εγκληματολογίας Ν. Κουράκη, εγκλήματα όπως αυτά που διέπραξε ο Αντ. Δαγλής «σχετίζονται με ένα πάθος εκδίκησης κατά της κοινωνίας γενικά, για όλες τις τραυματικές εμπειρίες και τα προβλήματα που ο δράστης είχε αρχίσει να βιώνει ήδη από την παιδική του ηλικία (κακοποιήσεις, ξυλοδαρμοί, σωματικές αδυναμίες ή σεξουαλική ανικανότητα). Βέβαια, τα εγκλήματά τους τα διαπράττουν εν ψυχρώ και χωρίς πάθος και τύψεις. Πολύ συχνά εμφανίζονται αυτοκτονικές τάσεις, ιδίως μάλιστα όταν κρατούμενοι πλέον στη φυλακή αντιλαμβάνονται ότι η συσσωρευμένη βία που εμπερικλείουν μέσα τους δεν μπορεί να εκτονωθεί με κατεύθυνση τους άλλους».

Κατά τον καθηγητή Εγκληματολογίας Γ. Πανούση, «οι βασικές ιδιαιτερότητες των εγκλημάτων του συνίστανται στο ότι ζούσε μεταξύ μας και δεν τον αναγνωρίζαμε ως επικίνδυνο, ότι ήταν πολύ νέος για να έχει σωρεύσει τόσο μίσος, ότι στρεφόταν κυρίως κατά γυναικών ιερόδουλων, ότι τεμάχιζε τα πτώματα, κλπ. Δεν υπάρχουν αιτίες, ούτε αιτιολογίες. Πιστεύω ότι τέτοιες πράξεις οριοθετούν την επιστημονική πρόοδο, καθώς δεν μπορεί να μπει στη ζώνη του λυκόφωτος».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο ψυχίατρος Μ. Μυλωνάκης, σύμφωνα με τον οποίο «η αυτοεξόντωση προϋποθέτει την αντικειμενική ή την υποκειμενική ανατροπή των συνθηκών ισορροπίας του αυτόχειρα. Οι αυτοκτονίες των φυλακισμένων ψυχανώμαλων δεν εξαιρούνται από τον κανόνα. Είναι προφανές ότι η εγκληματική δραστηριότητα τους εξασφάλιζε άρρωστη μεν, αναμφισβήτητη δε, ικανοποίηση. Η σύλληψη επέφερε τη διακοπή της και η φυλάκιση πρόσθεσε τη στέρηση της ελευθερίας, τη συμβίωση σε ένα περιβάλλον στο οποίο εκείνοι ειδικά δεν έχουν την αναγνώριση, αλλά την περιφρόνηση. Οι νέες αυτές συνθήκες συνιστούν ασφυξία. Οι προσωπικοί αμυντικοί μηχανισμοί τους κάποτε εξαντλούνται. Ανοίγει ο δρόμος στην κατάθλιψη. Η απόσταση της κατάθλιψης από την αυτοκτονία είναι μικρή».

Περιπτώσεις σαν αυτή του Αντώνη Δαγλή είναι σπάνιες στον ελληνικό χώρο και δεν έχει παρατηρηθεί παρόμοια εγκληματική δραστηριότητα κατά τα τελευταία δεκατρία έτη. Η ιδιαιτερότητα του Δαγλή έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι τα εγκλήματά του μπορούν να χαρακτηριστούν σωρευτικά σεξουαλικά και αφηρημένου μίσους, ιδιαίτερης σκληρότητας και με επαναλαμβανόμενο modus operandi σε δύο εκ των τριών ανθρωποκτονιών. Πρόκειται για έναν ακραίο συνδυασμό που σίγουρα κανείς δεν θέλει να εμφανιστεί ξανά στο προσκήνιο των
εγκληματ(ολογ)ικών χρονικών.
 

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
"ΤΩΡΑ ΠΥΡΟΒΟΛΑ"


του Διονύση Χιόνη,
δικηγόρου,
υπ.  διδ. εγκληματολογίας

Για ποιό λόγο, άραγε ένας άντρας πυροβολεί τρεις φορές μια γυναίκα σε ερημική περιοχή της Αττικής και την σκοτώνει; Ζήλεια, μίσος, χρήματα, θα υπέθετε κάποιος, αφού αυτά είναι τα συνήθη κίνητρα  Η συγκριμένη, όμως, αναφορά έχει αντικείμενο μια ασυνήθιστη περίπτωση: Ανθρωποκτονία με συναίνεση, ιδωμένη με την ευρύτερη έννοια και εκτός του στενού πλαισίου που θέτει ο Ποινικός μας Κώδικας. Ας δούμε, όμως, εκτενέστερα τα πραγματικά περιστατικά πηγαίνοντας πίσω στο 1994.

Η 40χρονη Γιόλα Βαγενά, οδοντίατρος, παντρεμένη με τον γιατρό Παναγιώτη Κοντέση, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα γάμου. Έπειτα από 20 χρόνια σχέσης, ο σύζυγός της έχει ερωμένη κι όλη αυτή η κατάσταση έχει άμεσο κι έντονο αντίκτυπο στον ψυχικό της κόσμο, που την οδηγεί σε συχνές επισκέψεις σε ψυχίατρο. Εκείνος της συστήνει ειδική φαρμακευτική αγωγή, που όμως - προϊόντος του χρόνου - δεν φαίνεται να αποδίδει, αφού η τάση της προς αυτοκτονία, όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή. Συχνά έλεγε στην αδελφή της αν την αγαπάει να την ρίξει από την ταράτσα.

http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/monselas.jpg[/img[/URL]]
Ο 40χρονος Ματθαίος Μονσελάς είναι υπάλληλος σε χώρο στάθμευσης - οι γνωστοί του τον χαρακτηρίζουν καλό και ευαίσθητο άνθρωπο.  Γνωρίζει την Βαγενά, επειδή εκείνη αφήνει καθημερινά το αυτοκίνητό της εκεί και έχουν μια τυπική σχέση για τρία χρόνια, η οποία τον τέταρτο χρόνο (περίοδος κατά την οποία η Βαγενά αντιμετωπίζει τα προβλήματα) γίνεται πιο στενή.

Με πρόφαση τα χαλασμένα δόντια του, κανονίζουν μια συνάντηση στο ιατρείο της, όπου απλά συζητούν, η συνάντηση επαναλαμβάνεται την επόμενη εβδομάδα, χωρίς ιατρικές εργασίες και πάλι, έπειτα καθιερώνεται η εβδομαδιαία συνάντηση, με κύριο αντικείμενο συζήτησης τα προβλήματα της Βαγενά. Αργότερα η επαφή  γίνεται συχνότερη και τελικά δυο μήνες μετά ο Μονσελάς επισκέπτεται το ιατρείο της κάθε μέρα και μαθαίνει όλες τις λεπτομέρειες της κατάστασης, στην οποία βρίσκεται η Βαγενά, συμπεριλαμβανομένης της σφοδρής επιθυμίας της να δώσει τέλος στη ζωή της. Εκείνος αρχίζει και κουράζεται, δεν έχει ερωτικές βλέψεις για αυτήν, θεωρώντας ούτως ή άλλως ότι μεταξύ τους υπάρχει κοινωνικο-οικονομικό χάσμα, παρόλα αυτά θεωρεί πως μπορεί ακούγοντάς την να συμβάλλει στην εκτόνωση της επιθυμίας της να πεθάνει.

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος ο σύζυγός της δεν κάνει το παραμικρό για να τη βοηθήσει και η ρήξη τους είναι μεγαλύτερη από ποτέ και μοιάζει οριστική. Τότε εγκαταλείπεται το οδοντιατρείο ως χώρος συνάντησης και καθιερώνονται κοντινές βόλτες με το αυτοκίνητο. Για εκείνη οι βόλτες αποτελούσαν πρόβα θανάτου, για εκείνον ευκαιρίες για να την επαναφέρει και να την βοηθήσει να συνέλθει, έστω και τρομάζοντάς την ότι τελικά θα τη σκοτώσει.

Κομβικό σημείο στη σχέση τους η παρουσίαση ενός όπλου από εκείνη, που υποστήριξε ότι το πήρε από το δικηγόρο της (κάτι που δεν αποδείχθηκε) και το προόριζε για την αυτοκτονία της. Ο Μονσελάς της αφαίρεσε το όπλο, προκειμένου να την εμποδίσει να πραγματοποιήσει το σκοπό της.



Η πίεση που ασκούσε σε αυτόν για να την σκοτώσει ή αλλιώς να τη βοηθήσει να αυτοκτονήσει μέσω εκείνου ήταν τεράστια, επαναλαμβανόμενη σε καθημερινή βάση και ιδιαίτερα επίμονη.

Την 11/1/94 η βόλτα τους έφτασε μέχρι ένα απόμερο σημείο της Βραυρώνας στο Μαρκόπουλο Αττικής. Βγήκαν κι οι δύο έξω από το αυτοκίνητο και ο Μονσελάς έφερε μαζί του το όπλο. Εκείνη τον παρακαλούσε να ολοκληρώσει το σχέδιό της και να την σκοτώσει. Ο δράστης πυροβόλησε πρώτη φορά εκτός στόχου, για να την εκφοβίσει. Η Βαγενά φορούσε ωτοασπίδες και δεν αντέδρασε. Σε απόσταση 200 μέτρων φώναξε «Τώρα πυροβόλα!» κι εκείνος υπάκουσε και επανέλαβε άλλες δυο φορές.

Ο ίδιος ο δράστης αργότερα υποστήριξε στον Τύπο:
«Ξέρω ότι την έχω σκοτώσει, αλλά δεν έχω ζήσει την δολοφονία. Ενώ είμαι ένοχος, το ξέρω, δεν έχω νιώσει την πράξη. Δεν έχει δώσει ο εγκέφαλός μου την κίνηση για να πατήσω την σκανδάλη. Θεωρώ βλάκα τον εαυτό μου, γιατί ασχολιόμουν με τον άλλο άνθρωπο αντί να κοιτάξω τον εαυτό μου»

Η εισαγγελέας του Μικτού Κακουργιοδικείου των Αθηνών Ευσταθία Σπυροπούλου στην αγόρευσή της ανέφερε:

«Η Γιόλα Βαγενά, δραστήρια και καταξιωμένη επιστήμων, γεμάτη ζωή και ζωντάνια, ανακάλυψε ότι αυτός που αγαπούσε διατηρούσε σχέσεις με κάποια νοσηλεύτρια. Αυτό τη φόρτισε ψυχικά, την τραυμάτισε και από κει και πέρα είχε ψυχολογικά προβλήματα. Παρά τις προσπάθειές της να διακόψει ο σύζυγός της, εκείνος την αγνόησε και αυτή άρχισε να καταρρέει ψυχικά, να δείχνει σημεία κατάθλιψης. Ο σύζυγός της, μολονότι γιατρός και μόλο που είχαν ζήσει μαζί 20 χρόνια, δεν είχε καταλάβει την ψυχική της κατάσταση και μάλιστα τα Χριστούγεννα, μέρα οικογενειακής γιορτής, την πέταξε από το σπίτι. Δεν τη βοήθησε ούτε και όταν του είπε ότι θα αυτοκτονήσει. Της απάντησε "αυτό είναι επιλογή σου". Τα λόγια αυτά ήταν η χαριστική βολή.

Η Βαγενά αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει σε κάποιους ανθρώπους. Ανταπόκριση είχε από τον κατηγορούμενο. Αυτός, αντί να της δώσει κουράγιο, προσφέρθηκε να δώσει τέρμα στη ζωή της". Αναφερόμενη στον Μονσελά, η εισαγγελέας συνέχισε: "Πώς θα την απέτρεπε από την ιδέα του θανάτου, όπως μας είπε εδώ, όταν την οδηγούσε σε μέρη ερημικά και σκοτεινά; Πώς προσπαθούσε να την αποτρέψει με εικονικές εκτελέσεις; Έχουμε έναν κατηγορούμενο που διέπραξε ένα στυγνό έγκλημα, του οποίου το μυστικό πήρε μαζί του το θύμα και δεν ξέρουμε αν κι εκείνο το βράδυ του ζήτησε να τη σκοτώσει. Υπήρξε μεθόδευση από πλευράς του να εξαφανίσει τα ίχνη που θα οδηγούσαν στη σύλληψή του. Ενήργησε συνειδητά και με πλήρη διαύγεια. Φρονώ ότι υπήρχε κάποιας μορφής επιρροή του θύματος, ζητώ όμως να κηρυχτεί ένοχος κατά το κατηγορητήριο με μόνο ελαφρυντικό αυτό του πρότερου έντιμου βίου. Τυχόν εφαρμογή του άρθρου 300 θα προκαλέσει νομικό άλλοθι για το μέλλον και θα υπάρχει πάντοτε ένας Μονσελάς που θα μας λέει ότι θανατώνει επειδή πιστεύει ότι το θύμα πάσχει από ανίατη ασθένεια. Αν δεν υπήρχε το χέρι του Μονσελά, που τόσο αλόγιστα και ελαφρά έκοψε το νήμα της ζωής της, η Γιόλα Βαγενά θα ήταν ζωντανή και θα είχε βρει λύση στο πρόβλημά της".


Το Δικαστήριο, κατά πλειοψηφία, δεν δέχτηκε την εφαρμογή, ούτε της διάταξης του άρθρου 300 ΠΚ που αναφέρει ότι "όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι΄ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια, τιμωρείται με φυλάκιση", ούτε και του 301 Π.Κ. ούτε ακόμη του άρθρου 30 Π.Κ. περί πραγματικής πλάνης, όπως επίμονα ζητήθηκε από την υπεράσπιση, αλλά δέχθηκε ανθρωποκτονία από πρόθεση, παράνομη οπλοκατοχή, οπλοφορία κι οπλοχρησία κι επέβαλλε ποινή κάθειρξης 12 ετών και 9 μηνών με πλειοψηφία 4-3.

Για ευθανασία δεν μπορούσε να γίνει καν λόγος, αφού δεν υπήρχε και δεν υπάρχει στη χώρα μας τέτοια νομοθετική πρόβλεψη. Η απόφαση, όμως υπήρξε ιδιαίτερα επιεικής, δηλ. τα ελάχιστα περίπου προβλεπόμενα όρια μετά την αναγνώριση στον κατηγορούμενο σχετικής ελαφρυντικής περίστασης.

Αξιοπρόσεκτο, όμως, είναι ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της ίδιας της απόφασης, δύο λαϊκοί δικαστές, δηλ. σοβαρή μειοψηφία, έκριναν και εψήφισαν, ότι υφίσταται ανθρωποκτονία από συναίνεση (άρθρο 300 Π.Κ) δηλ. πλημμέλημα, που η ποινή θα μπορούσε να φθάσει μέχρι τα κατώτατα όρια.


Ο ίδιος ο δράστης χαρακτήρισε "πολύ σωστή" την ποινή που του επιβλήθηκε, παρόλα αυτά ασκήθηκε έφεση και σε δεύτερο βαθμό, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο κήρυξε και πάλι ένοχο τον Ματθαίο Μονσελά για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Τον καταδίκασε σε κάθειρξη 12 ετών και 6 μηνών, μειωμένη κατά τρεις μήνες από την πρωτόδικη απόφαση, ενώ του αναγνώρισε το ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου.

Όσον αφορά στις τοποθετήσεις διαφόρων ειδικών επιστημόνων επί του θέματος, ο κοινός παρονομαστής ήταν η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης και η μοναδικότητά της στα χρονικά, αλλά και η ηθική διάστασή της.

Σύμφωνα με τον καθηγητή εγκληματολογίας, Γιάννη Πανούση,

"Από εγκληματολογική άποψη το ερώτημα από την πρώτη στιγμή ήταν αν ο Μονσελάς διέπραξε μια μορφή ανθρωποκτονίας ή αν "συμμετείχε", αν τη βοήθησε στην αυτοκτονία πυροβολώντας την ως προέκταση του χεριού της",

"Θα αποτελούσε σημαντική τομή αν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 301 του Π.Κ., αλλά στην υπόθεση αυτή έχουμε κάτι περισσότερο από ‘τη βοήθεια σε αυτοκτονία" που αναφέρει η διάταξη. Μπορεί η Βαγενά να ήταν εκείνη που βρήκε το όπλο, αυτή που του το έδωσε, αυτή που τον έβαλε στην όλη ατμόσφαιρα θανάτου, αυτή που τον έφτασε ως εκεί, όμως ο Μονσελάς πυροβόλησε. Ενώ ψυχολογικά και ηθικά πιο πολύ είδα την υπόθεση σαν αυτοκτονία μέσω τρίτου, ποινικά ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διακριθεί και να τεκμηριωθεί. Το γράμμα του νόμου δεν βοηθά".

«Κατά την κρατούσα άποψη το ατιμώρητο της αυτοκτονίας δεν σημαίνει πως το άτομο δικαιούται να διαθέσει τη ζωή του κατά τρόπο που να νομιμοποιεί την ανθρωποκτόνο πράξη ενός άλλου. Άρα οφείλουμε να μελετήσουμε το μέγεθος της ποινικής ευθύνης του τρίτου, μελετώντας τη σχέση θύτη-θύματος που σ΄ αυτές τις περιπτώσεις είναι περίπλοκες. Το κριτήριο πάντως, κατά τη γνώμη μου, είναι το ποιος αναλαμβάνει την πρωτοβουλία. Ο δράστης ήταν ένας υπάλληλος πάρκινγκ, δεν ήθελε να σκοτώσει κανένα, δεν είχε καμιά προηγούμενη επαφή με το θύμα, δεν είχε ΄ανθρωποκτόνο διάθεση΄ -την πυροβόλησε με κλειστά μάτια, από ένα μέτρο απόσταση την έπληξε λοξά και χαμηλά και όχι στο κεφάλι. Συνεπώς, κίνητρο δεν είχε, βούληση ανθρωποκτόνο δεν είχε, την ίδια δεν την ήξερε πριν τον προσεγγίσει, ποιος λοιπόν πήρε την πρωτοβουλία σ΄ αυτή τη σχέση και στην όλη κλιμάκωση αυτού που ονομάζω ΄ατμόσφαιρα θανάτου; Την πρωτοβουλία την είχε η Βαγενά. θα μπορούσαμε να πούμε ότι και οι δύο υπήρξαν θύματα και δράστες».

Κατά τη γνώμη της κοινωνιολόγου – ψυχολόγου Χριστίνας Αντωνοπούλου, η προσωπικότητα του Μονσελά μέσα από το ιστορικό της κοινωνικοποίησής του, χαρακτηρίζεται από ευπιστία, αδυναμία χαρακτήρα, εύκολη υποταγή και συμμόρφωση στις απόψεις και τη βούληση ατόμων με αυξημένο κύρος…και  συνιστούν τον πιο ακατάλληλο άνθρωπο που θα μπορούσε να βοηθήσει την Γιόλα Βαγενά να ζει.

Στα χρόνια του εγκλεισμού του ο Μονσελάς πέρασε από διάφορες φυλακές κι έγραψε περισσότερες από 1.500 σελίδες για τη ζωή του γενικά, αλλά και για την περιβόητη υπόθεσή του ειδικότερα. Σύμφωνα με λόγια του ίδιου, τα φύλλα δεν ήταν αριθμημένα, το κείμενο ξεκινούσε από κάτω προς τα πάνω κι όλα ήταν γραμμένα σε λευκό χαρτί με λευκό μαρκαδόρο. Τα περισσότερα από αυτά, σχεδόν όλα για την ακρίβεια, τα πέταξε στη θάλασσα κατά τη διάρκεια μιας ολιγοήμερης άδειας.

Το 1998 συμπληρώθηκαν τα 3/5 της ποινής του και σύμφωνα με τον νόμο είχε δικαίωμα να αιτηθεί υφ’ όρον απόλυση. Ο ίδιος τότε έλεγε:

«Δεν θεωρώ ότι έχω πληρώσει για ό,τι έκανα. Για ένα θάνατο, για μια αφαίρεση ζωής, το αρκετά είναι μηδαμινό. Απλά ήρθε η ώρα να αποφυλακιστώ, σύμφωνα με το νόμο. Με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, που φαίνεται ότι δεν αποδέχεται η κοινωνία. Εγώ, πάντως, πιστεύω ότι είμαι επανεντάξιμος». Όσο για τις μνήμες που ξυπνάνε μέσα του αναφορικά με την νύχτα του συμβάντος:  «Ακόμη και τώρα, σε ένα ποσοστό 90% δεν ξέρω τι συνέβη. Δεν είχα πλήρη συνείδηση, ήμουν κουρασμένος, σε κατάσταση ψυχικής υποβολής. Το μόνο που θυμάμαι είναι αχνά ένας πυροβολισμός. Και όμως, βρέθηκαν τρεις κάλυκες!». Όσο για την μεταστροφή της νοοτροπίας του:  «Δεν υπάρχει περίπτωση να ενδιαφερθώ πλέον για κανένα. Θα κοιτάξω αποκλειστικά και μόνο τον εαυτό μου. Δυστυχώς, αυτή είναι τώρα η νέα κοινωνικότητα…Εάν μου ξαναμιλούσε τώρα η Βαγενά για τα προβλήματά της, δεν θα την άκουγα!».

Τελικά ο Ματθαίος Μονσελάς ζει σήμερα ελεύθερος, έπειτα από την αποφυλάκισή του την 30/12/1998 με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά. Βγαίνοντας από την κεντρική πύλη της Δικαστικής Φυλακής Κορυδαλλού αντίκρυσε έκπληκτος δημοσιογράφους που τον περίμεναν για δηλώσεις και φωτογραφίες και έφυγε τρέχοντας διασχίζοντας το δρόμο ανάμεσα από τα διερχόμενα αυτοκίνητα…


Η περίπτωση Μονσελά είναι εξαιρετικά σπάνια τόσο στα ελληνικά όσο και στα διεθνή εγκληματολογικά χρονικά. Πολλές θεωρητικές συζητήσεις και αναζητήσεις του ποινικού δικαίου βρήκαν ζωντανό παράδειγμα. Επρόκειτο για ανθρωποκτονία με πρόθεση; Ανθρωποκτονία με συναίνεση; Υπήρξε πραγματική πλάνη; Ακόμα και το δικαστήριο που κλήθηκε να κρίνει παρουσίασε μειοψηφία στην απόφασή του.
Αλλά κι εκτός του σκληρού πυρήνα της ποινικής θεωρίας, οι διχογνωμίες για το κατά πόσο επρόκειτο περί (με την ευρεία έννοια) ευθανασίας αν και αχνές πλέον, δεν έχουν σβήσει ακόμα…
 

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
Ο Μαινόμενος

http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/pa%20sa%20ris.JPG[/img[/URL]]

του Διονύση Χιόνη,
δικηγόρου - εγκληματολόγου

Στη Δικαστική Φυλακή Κορυδαλλού όλα κυλάνε στους γνωστούς ράθυμους ρυθμούς. Βρισκόμαστε στις αρχές Φεβρουαρίου του 2001 και οι διοικητικές υπηρεσίες του Σωφρονιστικού Καταστήματος λειτουργούν κανονικά, εξετάζοντας – μεταξύ άλλων - και αιτήματα κρατουμένων.

Στο ιατρείο των φυλακών προσέρχεται ένας εξ αυτών παραπονούμενος για πολλοστή φορά για επιληπτικές κρίσεις.  Ο ιατρός της φυλακής, κ. Χρήστος Δημάκης, με τις υπ. αριθμ. 251 και 252 γνωματεύσεις του διαπιστώνει ότι ο κρατούμενος πάσχει από κρίσεις επιληψίας και υπογράφει παραπεμπτικό, προκειμένου να γίνουν οι προβλεπόμενες εξετάσεις στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Πριν λίγους μήνες, που o ο ίδιος έγκλειστος είχε ισχυριστεί ότι υποφέρει, είχαν εκδοθεί δύο παραπεμπτικά: το πρώτο ήταν για τις 21 Σεπτεμβρίου 2000. Ο ίδιος ακύρωσε την τότε προγραμματισμένη μεταγωγή του, δηλώνοντας ενυπογράφως ότι έγινε καλά. Το δεύτερο παραπεμπτικό όριζε ως ημερομηνία μεταγωγής την 9η Οκτωβρίου 2000, οπότε ο κρατούμενος  πήγε στο Γενικό Κρατικό συνοδευόμενος από τρεις αστυνομικούς. Μπήκε στο εσωτερικό του νοσοκομείου, αλλά τελικώς αρνήθηκε να υποβληθεί στην προβλεπόμενη εξέταση για άγνωστους λόγους.

Στις 7 Φεβρουαρίου 2001 το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο εγκρίνει τη μεταγωγή στο νοσοκομείο και λαμβάνεται η σχετική απόφαση σε συνεννόηση με το Τμήμα Μεταγωγών. Στις 16 του ίδιου μήνα δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών, οι  Aθανάσιος Δρακόπουλος, 47 ετών και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος, 49 ετών και ένας ειδικός φρουρός του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Ανδρέας Φυσέκης, 33 ετών, αναλαμβάνουν να συνοδεύσουν τον κρατούμενο από τις φυλακές στο Γενικό Κρατικό. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι φωνάζουν το όνομά του, για να προσέλθει για τα περαιτέρω: «Κωνσταντίνος Πάσσαρης». Αφού κάνει ανάληψη 100.000 δρχ. από τον ατομικό του λογαριασμό στο λογιστήριο της φυλακής, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι των παραδίνουν στους αστυνομικούς του Τμήματος Μεταγωγών.

Η μεταγωγή διεξάγεται, ως συνήθως, με μια κάποια χαλαρότητα. Μοιάζει υπόθεση ρουτίνας, αλλά δεν είναι καθόλου τέτοια, καθώς η επικινδυνότητα του κρατούμενου δεν έχει εκτιμηθεί σωστά, παρόλο που έχει σταλεί ειδικό σήμα στο Τμήμα Μεταγωγών από τη διεύθυνση των φυλακών …

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Το παρελθόν του Πάσσαρη ήταν, ήδη από τότε, πλούσιο σε παραβατική συμπεριφορά και καταδίκες. Γεννήθηκε στις 9 Μαρτίου 1975, όταν ο πατέρας του ήταν μόλις 17 ετών, ενώ η μητέρα του, η Ρουμάνα Μαρία Αυγούστα, πέθανε έξι χρόνια αργότερα. Όσοι τον ήξεραν από μικρό τον χαρακτήριζαν ατίθασο παιδί. Όταν ήταν 15 ετών, η αστυνομία βρήκε στο σπίτι του κλεμμένα αντικείμενα. Οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο για έξι μήνες, έπειτα απολύθηκε υπό όρο και, λίγο καιρό αργότερα, συνελήφθη για επαιτεία και οδηγήθηκε εκ νέου σε αναμορφωτήριο.

Όταν υπηρετούσε στο 29ο Σύνταγμα Πεζικού, στην Κομοτηνή, κατηγορήθηκε για κλοπές μέσα κι έξω από το στρατόπεδο. Στις αρχές του 1995 συνελήφθη από τη Στρατονομία, βρέθηκε έγκλειστος στις Στρατιωτικές Φυλακές Αυλώνα, από όπου ένα χρόνο αργότερα απέδρασε! Κηρύχθηκε λιποτάκτης και καταζητείτο.

Αργότερα κατά το έτος 1996 λήστεψε υπό την απειλή όπλου μία γυναίκα που πουλούσε φρούτα στον ηλεκτρικό σταθμό της Kαλλιθέας, ακολούθησε καταδίωξη από αστυνομικούς, εναντίον των οποίων δεν δίστασε να πυροβολήσει, όμως τελικά συνελήφθη επί τόπου.

Eκτίοντας την ποινή του στις φυλακές Kασσάνδρας, στη Xαλκιδική, γνωρίσθηκε με τον Pουμάνο Nικολάε Γκόρεα Στις 4 Δεκεμβρίου του 1999 αποφυλακίσθηκε και συνένωσε τις εγκληματικές του τάσεις με τον ως άνω Ρουμάνο και έναν άλλο ομοεθνή του, Iον Bασίλι. Σύμφωνα με την Ελληνική Αστυνομία, από τις 31 Iανουαρίου έως τις 17 Φεβρουαρίου του 2000 πραγματοποίησαν από κοινού ληστείες σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Aθήνας.

Στις 19 Φεβρουαρίου 2000 και οι τρεις  συνεπλάκησαν με αστυνομικούς στην πλατεία Bάθη, με αποτέλεσμα να τραυματισθούν δύο αστυνομικοί και να σκοτωθεί ο Bασίλι. Ο Πάσσαρης μετά τη συμπλοκή είχε τηλεφωνήσει στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και είχε απειλήσει τους αστυνομικούς με αντίποινα: «Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ», ήταν τα λόγια του. Οι έρευνες των διωκτικών αρχών εντατικοποιήθηκαν και τελικά τρεις ημέρες αργότερα συνελήφθη στην πλατεία Aμερικής έχοντας πάνω του πιστόλι και χειροβομβίδα. Tο απόγευμα της ίδιας ημέρας έπεφτε νεκρός έπειτα από συμπλοκή με αστυνομικούς στην Πετρούπολη ο άλλος συνεργός του, Νικολάε Γκόρεα. Το μένος του εναντίον των αστυνομικών, έπειτα από το θάνατο και του άλλου του συνεργού, μπορεί να το φανταστεί ο καθένας. Μερικά χρόνια αργότερα ο ίδιος έλεγε μπροστά στις κάμερες: «Έχω μακρά εμπειρία με τους αστυνομικούς, με ταλαιπωρούν από μικρό… Έχω πρόβλημα με αυτούς που έρχονται να με συλλάβουν, όχι με όλους».

[img]http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/pasaris.jpg[/img[/URL]]

ΑΠΟΔΡΑΣΗ

O Πάσσαρης την ημέρα της μεταγωγής του έχει συμπληρώσει περίπου ένα χρόνο συνεχόμενου εγκλεισμού και το «ποινικό» ιστορικό του δεν τον κατατάσσει σε καμία περίπτωση στην κατηγορία των ακίνδυνων κρατουμένων. Χωρίς να προηγηθεί σωματικός έλεγχος, επιβιβάζονται στο υπηρεσιακό όχημα, το οποίο λίγο αργότερα φτάνει κανονικά στο νοσοκομείο και οι αστυνομικοί με τον Πάσσαρη μπαίνουν στο χώρο υποδοχής. Η συνέχεια της αφήγησης του περιστατικού ανήκει στον ειδικό φρουρό: «Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτε άλλο...». Οι δύο συνάδελφοί του ήταν ήδη νεκροί κι ο Πάσσαρης εξαφανιζόταν τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση.

Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Ο κόσμος που έζησε το συμβάν έτρεχε να κρυφτεί κι επικράτησε πανικός σε όλη η νοσοκομειακή μονάδα  Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης τα έκτακτα δελτία ειδήσεων διαδέχονταν το ένα το άλλο, ενώ στα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Δημοσίας τάξεως, στη Γ.Α.Δ.Α. και στη Φυλακή Κορυδαλλού είχε ήδη σημάνει συναγερμός. Τα ερωτήματα που γεννήθηκαν ήταν άπειρα, με πρώτο και καλύτερο το πώς βρέθηκε το όπλο στα χέρια του Πάσσαρη. Δεν ήταν γνωστό αν είχε συνεργούς, αν το μετέφερε από τη φυλακή ή αν του το έδωσαν στο νοσοκομείο, ούτε το διευκρίνισε ποτέ ο ίδιος.

Σημαντική λεπτομέρεια: χρονικά βρισκόμαστε ακριβώς έναν χρόνο και τρεις ημέρες μετά το θάνατο του φίλου του στη συμπλοκή με τους αστυνομικούς στην Πλατεία Βάθη...«Θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ», είχε πει και σχεδόν το κατάφερε, παρόλο που υποστήριξε μετά από χρόνια: «Δεν ήθελα να πυροβολήσω κανέναν… Σκοπό είχα να τους αφοπλίσω και να φύγω, αλλά ο Αλεβιζόπουλος τράβηξε όπλο κι από κει δεν υπάρχει γυρισμός. Έκανα δεκάδες ληστείες χωρίς να πυροβολήσω κανέναν κι ας υπήρχαν ένοπλοι φρουροί». Για τον Φυσέκη, που επιβίωσε τελικά, ο Πάσσαρης είπε σε τηλεοπτική συνέντευξη:  «Χαίρομαι που επιβίωσε ο Φυσέκης, γιατί δεν γνώριζα ότι ήταν σωφρονιστικός υπάλληλος. Ήταν χειμώνας, φόραγαν τζάκετ κι είχα κάθε λόγο να υποθέσω ότι ήταν οπλισμένος…Θα πρέπει κάποια στιγμή να βγει και να πει την αλήθεια».

Στο πόρισμα που εκδόθηκε πολύ αργότερα από τον εισαγγελέα Γιάννη Μωραϊτάκη αναφερόταν: «οι εσωτερικοί κανονισμοί της φυλακής δεν προβλέπουν την εξονυχιστική σωματική έρευνα στους υπό μεταγωγή κρατούμενους, παρά μόνο στους εισερχόμενους, στους οποίους η έρευνα πρέπει να πραγματοποιείται διακριτικά έτσι ώστε να μη θίγεται η αξιοπρέπειά τους. Την έρευνα θα έπρεπε να είχαν πραγματοποιήσει οι αστυνομικοί συνοδοί των κρατουμένων. Σύμφωνα με τα άρθρα 144 έως 154 του Π.Δ. 141/1991 πριν από την παραλαβή των μεταγομένων ο επικεφαλής των αστυνομικών ενεργεί προσεκτική έρευνα στους κρατούμενους και τις αποσκευές τους για την ανεύρεση όπλων, ναρκωτικών ή άλλων αντικειμένων που μπορεί να διευκολύνουν την απόδρασή τους». Σύμφωνα με το εισαγγελικό πόρισμα, τίποτα από τα παραπάνω δεν συνέβη, ούτε ασφαλίστηκαν με χειροπέδες οι κρατούμενοι εντός της κλούβας.

Όσον αφορά το εάν ο Πάσσαρης γνώριζε εκ των προτέρων την ημέρα μεταγωγής του, το πόρισμα αναφέρει: «Υπάρχει ενδεχόμενο να είχε την ευκαιρία να μεθοδεύσει και να οργανώσει την απόδρασή του με πολύ πιθανές τηλεφωνικές συνεννοήσεις που έκανε από τα εφτά συνολικά καρτοτηλέφωνα που βρίσκονται στη Δ΄ πτέρυγα όπου εκρατείτο». Ο κρατούμενος Χαράλαμπος Φραγκόπουλος κατέθεσε στον εισαγγελέα Μωραϊτάκη ότι όταν η κλούβα βγήκε από τη φυλακή, ο Πάσσαρηςφώναξε μία φορά το όνομα«Λεωνίδας» και ότι ο ίδιος παρατήρησε καθ΄ όλη τη διάρκεια της διαδρομής μία μοτοσικλέτα να παρακολουθεί την αστυνομική κλούβα. Κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώθηκε από κανέναν άλλο κρατούμενο που επέβαινε στο ίδιο όχημα με τον Πάσσαρη.

Ο ίδιος, αρκετά χρόνια αργότερα, τοποθετήθηκε σε σχέση με την απόδραση: «Απέδρασα, όχι γιατί ήμουν έξυπνος ή διαφορετικός από τους άλλους, απλώς το σύστημα δεν το περίμενε αυτό από εμένα».

ΜΕΤΑ ΤΟ Γ.Κ.Ν.Ν.

Δεν μεσολάβησε καν ένας μήνας όταν,  στις 2 Μαρτίου 2001, δύο άντρες λήστεψαν το υποκατάστημα της ΔΕΗ στο Περιστέρι. Την ώρα που έφευγαν με μια μοτοσικλέτα, αυτός που καθόταν στη θέση του συναναβάτη γύρισε και σημάδεψε τον ταμία Γιάννη Παπαλεξανδρή, 36 ετών, ο οποίος αποπειράθηκε να τους καταδιώξει. Πυροβόλησε και τον σκότωσε. Η Αστυνομία ύστερα από έρευνες κατέληξε στο πρόσωπο του Πάσσαρη.

Σύμφωνα με τον τύπο, η πληροφόρηση του οποίου βασιζόταν σε πηγές προερχόμενες από την Αστυνομία, ο Πάσσαρης στις 10 Μαΐου 2001 γνώρισε μια κοπέλα από τη Βουλγαρία, μόλις 22 ετών, που ήταν ιερόδουλος. Έμειναν μαζί σε ένα ξενοδοχείο του Παλαιού Φαλήρου για δύο ημέρες. Κάποια στιγμή η Μπλάγκα Σλάτσεβα αντελήφθη με ποιον είχε να κάνει και το μεσημέρι της 11ης Μαΐου, την οδήγησε με τη βία σε άλσος στο Τροκαντερό, την έβαλε να γονατίσει και την πυροβόλησε εν ψυχρώ στο πρόσωπο. Ο Πάσσαρης όταν ερωτήθηκε για αυτό το περιστατικό, είπε ότι πρόκειται για ηλιθιότητες του τύπου.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, με μια κλεμμένη BMW, κατέβηκε στον Πειραιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ασφάλειας, ο Πάσσαρης εισέβαλε στο τουριστικό γραφείο "Sea Line" στην Ακτή Ποσειδώνος 30 και απείλησε τις δύο γυναίκες υπαλλήλους. Αρπαξε μισό εκατομμύριο δραχμές, κλείδωσε τις γυναίκες στην τουαλέτα κι εξαφανίστηκε. Αμέσως μετά μπήκε σε ένα κατάστημα χρωμάτων στην οδό Ιπποδαμείας 6 και πάλι απειλώντας με το πιστόλι του άρπαξε 80.000 δραχμές κι έφυγε με την ίδια BMW. Είκοσι λεπτά αργότερα και ενώ είχε ειδοποιηθεί η Αστυνομία του Πειραιά για τις ληστείες εντοπίστηκε το αυτοκίνητο στη διασταύρωση Πειραιώς και Καρ. Δημητρίου στο Φάληρο από περιπολία της Ασφάλειας Πειραιά και άρχισε η διακριτική του παρακολούθηση. Ομως, στην οδό Υψηλάντους πέρασε ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης και, σύμφωνα με την Ασφάλεια Αττικής, ο Πάσσαρης θεώρησε ότι ενδεχομένως να έπεσε σε μπλόκο. Σταμάτησε το αυτοκίνητο, πυροβόλησε τρεις φορές εναντίον των αστυνομικών της Ασφάλειας κι εξαφανίστηκε.

Πέρασε ένας μήνας και στις 26 Ιουνίου 2001, το βράδυ, μαζί με το Ρουμάνο φίλο και συνεργό του, Ραντουκάν ή Πόπα, μπήκαν στο φούρνο "Βενέτη" στην οδό Τατοΐου 110, στη Ν. Ερυθραία, και απείλησαν τους υπαλλήλους με όπλα. Πήραν μικρά ποσά από τον καθένα τους και την ταυτότητα της Μαρίας Πέτκοβα. Χαλάρωσαν για ένα μήνα. Μέχρι τις 27 Ιουλίου 2001 που πάλι οι δυο τους, σύμφωνα με την Ασφάλεια, λήστεψαν την Εμπορική Τράπεζα στην οδό Χαρ. Τρικούπη 7 στον Άλιμο, από όπου άρπαξαν 20 εκατομμύρια δραχμές. Τα μισά από αυτά, λέει η Ασφάλεια, βρέθηκαν στο διαμέρισμα της οδού Ιππάρχου, στο Νέο Κόσμο, όπου έγινε η μεγάλη αποτυχημένη επιχείρηση της Αστυνομίας στις 31 Ιουλίου. Τότε ήταν που συνελήφθη ο Πολυδωρόπουλος.

Όπως ανακοινώθηκε στις 10/12/2002 από την Aσφάλεια Aττικής, ο Πάσσαρης είναι ο δράστης της διπλής απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του Aλβανού Aντρέα Σέρα και της φίλης του Xρυσάνθης Mαμνιόγλου, που έλαβε χώρα στις 11 Aυγούστου του 2001, στη συμβολή των οδών Λυκούργου και Σιβιτανίδου στην Kαλλιθέα. Eπιπλέον, ο Πάσσαρης είναι ο δράστης της ανθρωποκτονίας της ιατρού Mαρίας Σαφού και της απόπειρας ανθρωποκτονίας της αδελφής της Aργυρώς Xρηστάκου μέσα στο φαρμακείο της τελευταίας, στην οδό Πιπίνου 21 στην Kυψέλη, στις 28 Aυγούστου του 2001.

Υπάρχουν και πολλές άλλες ανεξιχνίαστες υποθέσεις, τις οποίες εξετάζει η αστυνομία, όπου φέρεται να έχει συμμετάσχει ο Πάσσαρης, όμως δεν έχει συγκεκριμένα ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του.

ΦΙΑΣΚΟ

Περί τα τέλη Ιουνίου 2001 η ΕΛ.ΑΣ. κάνει έφοδο σε ένα διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54, όπου  - σύμφωνα με πληροφορίες που αποδείχθηκαν αληθινές - υπήρχαν όπλα, χειροβομβίδες, ασυρμάτοι, λίστες με τις συχνότητες της Αστυνομίας και ναρκωτικά και συλλαμβάνουν επί τόπου τον 24χρονο Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, πρώην κρατούμενο.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προκύπτουν στοιχεία ότι ο Πολυδωρόπουλος, όχι μόνο υπήρξε συγκρατούμενος του Πάσσαρη, αλλά ήταν και κατά περίσταση συγκάτοικοι σε εκείνο το ίδιο διαμέρισμα!

Η ευκαιρία που παρουσιάστηκε ήταν σπάνια. Οργανώθηκε από τα υψηλά ιστάμενα πρόσωπα του Σώματος γιγαντιαία επιχείρηση σύλληψης του δραπέτη και το απόγευμα της 31/7/2001 επιστρατεύθηκαν περισσότεροι από εκατό αστυνομικοί. Σχεδόν όλοι τοποθετήθηκαν σε διάφορα «πόστα» στους γύρω από το διαμέρισμα δρόμους, ενώ μια επταμελής ομάδα των ειδικών δυνάμεων της ΕΛ.ΑΣ τον περίμενε μέσα στο διαμέρισμα.

Μετά από πολύωρη αναμονή, γύρω στις 23:00 δόθηκε το σήμα: «Αγνωστο και ύποπτο άτομο πλησιάζει την είσοδο της πολυκατοικίας». Δευτερόλεπτα μετά, αφού μπήκε κλειδί στην πόρτα, ακούστηκε η φράση: «Δημήτρη, τι έγινε;». Οι αστυνομικοί φώναξαν από μέσα,. πριν καν μπει στο διαμέρισμα: «Αστυνομία! ακίνητος». Ο άγνωστος έκλεισε την πόρτα και την ίδια στιγμή ο ένας αστυνομικός πυροβόλησε διαδοχικά πίσω από την πόρτα. Μια σφαίρα πέτυχε το πόδι του αγνώστου, προκαλώντας του μικρό τραύμα. Ο άγνωστος έφυγε τρέχοντας. Κατέβηκε τους δύο ορόφους κι εξαφανίστηκε προς την οδό Εκαταίου.

«Αιφνιδιάστηκαν», είπε λίγες μέρες αργότερα ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ.  αντιστράτηγος Γεωργακόπουλος, αναφερόμενος στους αστυνομικούς που βρίσκονταν μέσα στο διαμέρισμα. «Ειδοποίησαν, αλλά μέχρι να γίνει αυτό είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος και ο κακοποιός πρόλαβε να φύγει». «Μια άτυχη στιγμή...», θα πει αργότερα ο διοικητής της Ασφάλειας Αττικής, ταξίαρχος Γ. Αγγελάκος, που δήλωσε «ο Πάσσαρης στάθηκε τυχερός κι εμείς άτυχοι», ενώ προανήγγειλε τη σύλληψη του δραπέτη λέγοντας: «Είναι λίγες οι ώρες του».

«Ήταν μια πολύ καλά σχεδιασμένη επιχείρηση που κατά ένα μέρος της απέτυχε στην πρακτική της εφαρμογή», θα προσθέσει. Και εντόπισε το «μέρος» αυτό στο σημείο όπου, μετά τους πυροβολισμούς και την πεζή απομάκρυνση του Πάσσαρη, οι άντρες των ΕΚΑΜ που ήταν μέσα στο διαμέρισμα δεν ενημέρωσαν εγκαίρως τους συναδέλφους τους που ήταν σκορπισμένοι στην περιοχή γύρω από την πολυκατοικία της οδού. Βασικές προτεραιότητες του σχεδίου ήταν να αποφευχθούν πάση θυσία οι περιπτώσεις τραυματισμού κάποιου αθώου πολίτη ή κάποιου αστυνομικού, ομηρίας κάποιου ενοίκου της πολυκατοικίας ή περαστικού.

Ο Πάσσαρης, αφηγούμενος το περιστατικό, υποστηρίζει ότι κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά όταν πλησίασε στο διαμέρισμα και μόλις άνοιξε την πόρτα έριξε μέσα μια χειροβομβίδα, χωρίς να την απασφαλίσει. Οι σφαίρες των αστυνομικών τον βρήκαν μία στο πόδι και μία στο αλεξίσφαιρο γιλέκο που φορούσε! «Ήμουν τυχερός», παραδέχθηκε. Αμέσως έφυγε και μόλις βγήκε στο δρόμο βρήκε τυχαία ένα ταξί, που τον μετέφερε μακριά. Την ώρα που το ταξί απομακρυνόταν, από το αντίθετο ρεύμα περνούσαν τζιπ της αστυνομίας που έσπευδαν επί τόπου και τότε συνειδητοποίησε τί είχε συμβεί.

ΣΤΗ ΡΟΥΜΑΝΙΑ

[img]http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/pasariss.JPG[/img[/URL]]

Τελικά, αυτό που δεν κατάφεραν να κάνουν οι έλληνες αστυνομικοί το πέτυχαν Ρουμάνοι συνάδελφοί τους. Ο Πάσσαρης, περί τα μέσα Σεπτεμβρίου διέφυγε με πλαστό διαβατήριο για τη Ρουμανία – όπως αναφέρθηκε στην αρχή, η μητέρα του είχε γεννηθεί εκεί – όπου συνέχισε τη δράση του στην παρανομία με το συνεργό του Πόπα.

Τα ξημερώματα της 25ης Nοεμβρίου του 2001, κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος του Βουκουρεστίου, σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο, αφαίρεσε 16.000 δολάρια, όμως έχασε το κινητό του τηλέφωνο. Οι ρουμάνοι αστυνομικοί που έφτασαν επί τόπου βρήκαν εύκολα τους τελευταίους αριθμούς που είχε καλέσει ο Πάσσαρης και συνέλαβαν σχεδόν αμέσως έναν ύποπτο, που αποδείχθηκε ότι είχε σχέση με κυκλώματα μαστροπείας.

Ύστερα από πολύωρες ανακρίσεις και υπό το φόβο της κατηγορίας και για συυμετοχή στη ληστεία του ανταλλακτηρίου, ο Ρουμάνος αναγκάστηκε να αποκαλύψει τα 5 διαμερίσματα - κρησφύγετα του Πάσσαρη.

Κάτω από τον έλεγχο της ρουμανικής αστυνομίας τηλεφώνησε στον Πάσσαρη για να του κλείσει δήθεν ραντεβού. Εκείνος, γνωρίζοντας ότι είχε χάσει το κινητό του και υποπτευόμενος παρακολούθηση του δεύτερου τηλεφώνου του από την αστυνομία, προσπάθησε να παραπλανήσει τον γνωστό του λέγοντάς του ότι βρίσκεται εκτός Βουκουρεστίου.

Οι Ρουμάνοι όμως κατάφεραν να εντοπίσουν ότι βρισκόταν σε συγκεκριμένο διαμέρισμα και αποφάσισαν την επιτυχή – τελικά - έφοδο. Αφού συνελήφθη και παρέμεινε υπόδικος για αρκετούς μήνες, τελικά, στις 30/7/03 οδηγήθηκε σε δικαστήριο του Bουκουρεστίου και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης (δις) για τη ληστεία και τη διπλή ανθρωποκτονία.

Από τότε εκτίει την ποινή του στις φυλακές της Ρουμανίας, έχει καταθέσει, όμως, αρκετές φορές αίτηση έκδοσης στην Ελλάδα. Μέχρι σήμερα, όλες οι αιτήσεις του έχουν απορριφθεί, καθώς η ρουμανική νομοθεσία δεν επιτρέπει την έκδοση κρατουμένου σε άλλο κράτος, εκτός και αν έχει εκτίσει την ποινή του στις ρουμανικές φυλακές». Αυτό όμως, βάσει της ποινής που εκτίει, δεν θα συντελεστεί προ παρέλευσης 25ετίας με αποτέλεσμα να υφίσταται σοβαρός κίνδυνος παραγραφής.
Όπως αναφέρει στις αιτήσεις του: «Στην περίπτωση αυτή οι ευθύνες τις πολιτείας θα είναι τεράστιες τόσο απέναντι στα θύματα και τους συγγενείς τους, όσο και απέναντι σε μένα που κατηγορούμαι ότι διέπραξα αυτά τα εγκλήματα, αλλά που ποτέ δεν έχει αποδειχθεί δικαστικά εάν τα διέπραξα, αφού δεν κατέστη δυνατή η δικαστική πρόσβαση…εάν και θα μπορούσα να επιδιώκω την παραγραφή των αδικημάτων, για τα οποία κατηγορούμαι στην Ελλάδα, εντούτοις επιθυμώ να δικαστώ για όσα αδικήματα αποδεδειγμένα και πραγματικά διέπραξα και να απαλλαχθώ από όσα δεν έχω εμπλοκή...».

Μάλιστα, σε τηλεοπτική του εμφάνιση υποστήριξε: «Δεν με θέλουν πίσω η Αστυνομία και το Υπουργείο Δικαιοσύνης, γιατί μου έχουν φορτώσει ένα σωρό υποθέσεις κι εγώ μπορώ να αποδείξω ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις έλειπα στην Ουγγαρία».

[img]http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/passaris.jpg[/img[/URL]]
ΣΧΟΛΙΑ

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το όνομα «Πάσσαρης» έχει εξελιχθεί σε συνώνυμο του προσωποποιημένου κακού για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, μια γρήγορη ματιά στα δημοσιεύματα του τύπου θα πείσει και τους πλέον επιφυλακτικούς σχετικά με αυτό. Ο ιδιαίτερα σκληρός τρόπος δράσης του, αλλά και η αμετανόητη στάση του απέναντι στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και στους κάθε είδους λειτουργούς του έχουν δημιουργήσει μια εικόνα, στην οποία αποτυπώνεται ευκρινώς το στερεότυπο του απόλυτου εγκληματία.

Αν και, όπως υποστηρίζει ο δρ Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Μάντης, χρειάζεται το σύνολο των στοιχείων για να ολοκληρωθεί η κλινική εικόνα του Πάσσαρη, η απλή παρατήρηση δείχνει - κατά τον ίδιο - ότι πρόκειται για ένα άτομο που προκαλεί. «Το αποτέλεσμα των πράξεών του, οι ανθρωποκτονίες, τον καθιστούν επικίνδυνο κακοποιό, αφού δείχνουν ότι η αξία της ανθρώπινης ζωής δεν έχει καμία σημασία γι΄ αυτόν».

Ανατρέχοντας στα παιδικά χρόνια, ο κ. Μάντης εξηγεί ότι η βία των παραβατικών εφήβων έχει ως αφετηρία την ήδη υφιστάμενη βία που ενδημεί στους χώρους όπου ζει και κινείται ο έφηβος.

«Θα μπορούσε να εξιδανικεύσει άλλα στοιχεία του περιβάλλοντός του και να μην οδηγηθεί στα χνάρια του πατέρα του. Είναι πιθανό μια συμπεριφορά που την έχει εγγράψει σε πολύ μικρότερες ηλικίες να τον οδηγεί, ώστε να υπερβαίνει κατά πολύ την απλή εγκληματικότητα και να καθίσταται επικίνδυνος κακοποιός. Εκείνο που δεν ξέρουμε είναι εάν πρόκειται για μια αντίδραση σε άμεσα βιώματα ή μια ιδιαίτερη διακεκριμένη δομή της προσωπικότητας».

«Η στάση που έχει ακολουθήσει ενδεχομένως είναι η αντίδρασή του προς την εξουσία, που εκφράζεται στο πρόσωπό τους. Με βάση τα ελληνικά θέσμια ο άνθρωπος αυτός, εφ΄ όσον δικαστεί στην Ελλάδα, θα καταδικαστεί ισόβια και θα βγει στα 25 χρόνια, θα πουλά το βιβλίο με την ιστορία του έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων, ενώ αντίστοιχα στις ΗΠΑ θα είχε εκτελεστεί. Η περίπτωση Πάσσαρη δεν είναι θέμα  προσέγγισης από ψυχολογική σκοπιά, αλλά κυρίως από πλευράς λειτουργίας της ίδιας της κοινωνίας, των θεσμών της και του μέλλοντός της, επισημαίνοντας τη σπουδαιότητα της πρόληψης».

Δεν χρειάζεται να γίνει κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο για την άποψη του επιστήμονα σχετικά με την επαναφορά της θανατικής ποινής, τουλάχιστον για την εγκληματολογία – ευτυχώς - δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Όμως, ο υπαινιγμός για την επανακοινωνικοποίηση του Νίκου Κοεμτζή, αλλά και η σύγκριση των δύο περιπτώσεων θεωρώ ότι είναι – με κάθε σεβασμό - τουλάχιστον άστοχες τοποθετήσεις.

Σύμφωνα με την άποψη της ψυχολόγου Bασιλικής Mπουκουβάλα, «ο εγκλεισμός από την εφηβική ηλικία μπορεί να επιβαρύνει τα όποια αρνητικά στοιχεία... Άτομα με ανάλογη συμπεριφορά, έχουν ισχυρή επιθετικότητα, αδυναμία κοινωνικής προσαρμογής, που οδηγούν σε εκδηλώσεις παραβατικότητας. Tα ίδια άτομα διακατέχονται από πολύ μεγάλο άγχος, που μπορεί να τα οδηγήσει σε ακραίες κινήσεις, που είτε έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία είτε η οργή τους στρέφεται στον ίδιο τους τον εαυτό».
Για τον εαυτό του, ο Κώστας Πάσσαρης μοιάζει να έχει προσδώσει ρόλο «εχθρού του ανθρώπου», εξηγεί ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιάννης Πανούσης. «Ενώ ως προς την Αστυνομία δείχνει υπεράνθρωπος, διαβόητος, σκληρός, ατίθασος, ως προς τα θύματά του λειτουργεί ως υπάνθρωπος. Δεν τον νοιάζει η έτσι κι αλλιώς χαμένη ελευθερία του, αλλά η προβολή μιας εικόνας πληγωμένου ζώου που σκοτώνει για να εκδικηθεί», σημειώνει ο κ. Πανούσης. «Ο Πάσσαρης χρησιμοποιεί άμετρη, άσκοπη και αδιάκριτη βία κατά παντός. Σκοτώνει για το τίποτα, ίσως γιατί πιστεύει ότι μόνον έτσι αυτός γίνεται κάποιος και συντηρεί την εικόνα του. Αυτό είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των χαμένων του παιχνιδιού. Δρα ως χαμένος που παίρνει στο χαμό και άλλους».

«Τώρα, ο Πάσσαρης δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε», εξηγεί ο κ. Πανούσης.«Ούτε από τη δική του πλευρά ούτε από τη μεριά της κοινωνίας. Βρισκόμαστε στο τέλος του (αιματηρού) παιχνιδιού. Ο αδύναμος (ή χαλασμένος) κρίκος της ενηλικίωσης και μη κοινωνικοποίησής του μπορεί να αναζητηθεί σε πολλές από τις αλυσίδες που τον έδεναν κατά καιρούς. Ο Πάσσαρης ήταν και είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Τούτο δεν σημαίνει ότι άλλοι εγκληματίες είναι λιγότερο επικίνδυνοι, ούτε ότι κάπου πλάι μας δεν μπορεί να "μεγαλώνει" κάποιος άλλος Πάσσαρης. Άρα, αν υιοθετήσουμε ως κοινωνία το "διαρκές βλέμμα" που νοιάζεται για τα παιδιά της και προλαβαίνει το έγκλημα χωρίς ταυτόχρονα να δίνει το κακό - βίαιο παράδειγμα η ίδια η ζωή, ας μη σκεφτόμαστε να ξαναστήσουμε λαιμητόμους στις κεντρικές πλατείες...»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Αντί άλλου επιλόγου, παραθέτουμε μερικές χαρακτηριστικές φράσεις του ίδιου του Κώστα Πάσσαρη, που ενδεχομένως να τραβούν την κουρτίνα του εσωτερικού του κόσμου και να μας βοηθούν να κατανοήσουμε, έστω και λίγο καλύτερα, το φαινόμενο και το πρόωπο «Πάσσαρης»:
«Δεν πιστεύω στον όρο κακοποιός, πιστεύω στον όρο παράνομος…
Εγώ δεν πιστεύω στη δικαιοσύνη, πιστεύω στην αυτοδικία…
Γνωρίζω ότι το να πεθάνω ή να μπω στη φυλακή με ισόβια έχει να κάνει με το λογικό υπολογισμό των πιθανοτήτων…
Από τη στιγμή που ξέρουν δύο χώρες το όνομά μου, προφανώς έκανα κάτι λάθος …»
 

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
ΕΝΟΧΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ

http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/douris.jpg[/img[/URL]]

του Διονύση Χιόνη,
δικηγόρου - εγκληματολόγου

Υπάρχουν ορισμένες υποθέσεις στα εγκληματολογικά χρονικά που παρουσιάζονται τόσο πολύπλοκες και δαιδαλώδεις που δεν είναι ξεκάθαρο αν ο φερόμενος ως δράστης είναι το κτήνος που παρουσιάζουν με ωμότητα τα ΜΜΕ ή το τραγικό θύμα μιας νομικής πλάνης. Ενίοτε και πλεκτάνης. Και βέβαια, η έκδοση απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν αποτελεί πάντοτε αναμφισβήτητη εγγύηση προσέγγισης στην αντικειμενική αλήθεια, με δεδομένο ότι πολλές αποφάσεις εξαφανίζονται στο δεύτερο βαθμό και αναιρούνται στον Άρειο Πάγο.

Μια τέτοια σκοτεινή περίπτωση είναι η πασίγνωστη υπόθεση δολοφονίας του μικρού Νίκου Δουρή.

«Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να έκανε»,
«Θα είσαι ελεύθερη να ζήσεις τη ζωή σου, όπως εσύ το ζήτησες μαζί με τον εραστή σου με τον οποίο σκοτώσατε το Νίκο. Πληρώνω το γεγονός ότι δεν σε μαρτύρησα και βρίσκομαι στη φυλακή αν και είμαι αθώος»,
«Ο Μανώλης για μένα και για τα παιδιά μου είναι αθώος. Δύο αθώες ψυχές βρίσκονται στο χώμα και οι ένοχοι κυκλοφορούν ελεύθεροι»,
«Είμαι ένα μεγάλο κτήνος, αφού κατάφεραν τα χέρια μου με απάνθρωπο τρόπο να κάνουν αυτό που έκαναν. Για μένα δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε σωτηρία ούτε λύπηση, μόνο βασανισμός μέχρι να πεθάνω».

Οι παραπάνω φράσεις συνιστούν μερικές μόνο από τις πολλές αντι-φάσεις της υπόθεσης που ήρθε στο φως στις 31 Δεκεμβρίου 1993, στο κατώφλι του νέου έτους κι έκανε σκόνη και θρύψαλλα το εορταστικό κλίμα της Πρωτοχρονιάς.

Στο Αστυνομικό Τμήμα της Ερμιόνης στην Αργολίδα προσέρχεται ανάστατος ο ελαιοχρωματιστής Μανώλης Δουρής, οικογενειάρχης με επτά παιδιά, προκειμένου να δηλώσει την εξαφάνιση του μικρού γιου του Νίκου, έξι ετών, ο οποίος έφυγε από το σπίτι στις το απόγευμα της ίδιας μέρας και τελικά δεν επέστρεψε ποτέ.

Οι αστυνομικοί, τα μέλη της οικογένειας και αρκετοί γείτονες βγαίνουν στο δρόμο και αναζητούν τον μικρό για ώρες στην ευρύτερη περιοχή. Ίχνος του πουθενά. Η αγωνία για την τύχη του μικρού φτάνει στα ύψη. Τελικά, ξημερώματα πρωτοχρονιάς ο ίδιος ο πατέρας μαζί με το μεγαλύτερο γιο του βρίσκει το παιδί του νεκρό και εμφανώς κακοποιημένο σωματικά και σεξουαλικά, με το πτώμα να είναι πολύ καλά κρυμμένο σε έναν μαντρότοιχο, πίσω από το σπίτι της οικογένειας. Σίγουρα, σε πρώτη σκέψη μοιάζει περίεργο μέρος για να ψάξει κανείς. Σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, το παιδί πέθανε από ασφυξία, αφού ο δράστης του έφραξε τις αεροφόρους οδούς, δηλαδή του έκλεισε τη μύτη και το στόμα.

Η πόλη αναστατώνεται από την αγριότητα της πράξης, για πολλές μέρες μετά δεν βλέπει κανείς παιδιά να κυκλοφορούν στο δρόμο μόνα τους. Και μάλιστα, το φαινόμενο επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα, όσο τηλεοπτικοί σταθμοί και έντυπα βομβαρδίζουν το κοινό με αίμα και τρόμο.

Στη κηδεία οι γονείς μοιάζουν τραγικές φιγούρες. Ο πατέρας, ειδικά, κλαίει και οδύρεται συνεχώς μπροστά στις κάμερες που είχαν σπεύσει να καλύψουν το γεγονός της ταφής, παρόλο που πλέον δεν αποτελούσε είδηση.

Στο μεταξύ η αστυνομία προσπαθεί να συλλέξει κάθε είδους στοιχεία που θα την οδηγήσουν στο δράστη του εγκλήματος. Εστιάζει τόσο στον τόπο που βρέθηκε το παιδί, που ενδεχομένως να ήταν ο τόπος της τέλεσης του εγκλήματος, όσο και στις καταθέσεις πολλών και διαφόρων προσώπων, συγγενών του θύματος, γειτόνων και λοιπών. Όσο προχωρούν οι έρευνες εμφανίζεται κάτι που μπορεί να έχει τεράστια σημασία…Ο πατέρας του παιδιού πέφτει σε αντιφάσεις στις διαδοχικές καταθέσεις, τις οποίες καλείται να δώσει κι οι υποψίες των ανακριτικών υπαλλήλων που επιλαμβάνονται της υπόθεσης φουντώνουν και στρέφονται ανοικτά εναντίον του...

Με επιμονή και μεθοδικότητα, αποκαλύπτεται το μεγάλο μυστικό και μάλιστα ο Μανώλης Δουρής ομολογεί ότι αυτός βίασε και σκότωσε το ίδιο του το παιδί! Αιτία, κατά τον ίδιο, μια αόριστη ασθένεια που τον κυριεύει και τον μεταμορφώνει: «Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να έκανε».

Η χώρα ολόκληρη, αφού πρώτα έφριξε, τώρα βράζει και η υπόθεση Δουρή γίνεται πρώτο θέμα παντού: στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο, στις εφημερίδες, στα καφενεία, ακόμα και στα σχολεία!  Όσο περνούν οι ημέρες, οι γνωστές ατέρμονες συζητήσεις περί θανατικής ποινής αντικαθιστούν τις κραυγές περί δράκου και ανθρωπόμορφου τέρατος και εμφανίζονται ξανά στην πρώτη γραμμή οι δήμιοι, χωρίς κουκούλες στο κεφάλι. Λαϊκή απαίτηση η (από τότε ήδη κλασική) κρεμάλα στο Σύνταγμα και τα σχετικά επιχειρήματα δίνουν και παίρνουν. Ο ίδιος μονολογεί: «Είμαι ένα μεγάλο κτήνος, αφού κατάφεραν τα χέρια μου με απάνθρωπο τρόπο να κάνουν αυτό που έκαναν. Για μένα δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε σωτηρία ούτε λύπηση, μόνο βασανισμός μέχρι να πεθάνω».

[img]http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/douris2.jpg[/img[/URL]]

Την ίδια ώρα ο Μανώλης Δουρής έχει κριθεί προφυλακιστέος (κατά την ορολογία της εποχής εκείνης) και οδηγείται στη Φυλακή της Κέρκυρας.  Τις ημέρες των ανακρίσεων, αφού έχει ήδη ομολογήσει την πράξη ο δράστης, το Εργαστήριο Ποινικών κι Εγκληματολογικών Ερευνών πραγματοποιεί επαναληπτική έρευνα για τους ανήλικους κρατούμενους και την πορεία τους μετά την αποφυλάκιση. Τυχαίνει να βρίσκομαι στον Κορυδαλλό και να παίρνω συνεντεύξεις με ημιδομημένα ερωτηματολόγια από νεαρούς κρατούμενους, που αποτελούσαν το δείγμα μας. Πρώτο θέμα και κοινός τόπος της συζήτησης μαζί τους η υποδοχή του Δουρή από τους συγκρατούμενούς του, οπουδήποτε κι αν τον στείλουν οι αρχές. «Αυτοί δεν επιβιώνουν στη φυλακή», λένε… «Οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουν παιδιά κι όσοι έχουν δεν τα βλέπουν, παρά σπάνια. Άσε που πολλοί δεν θα κάνουν ποτέ παιδιά με τη ζωή που κάνουν... Κι αυτός να κάνει τέτοιο πράμα; Από μας θα το βρει», προφητεύουν.

Ο τηλεοπτικός φακός αποτυπώνει καθαρά την σχεδόν άμεση υλοποίηση της στάσης αυτής, έστω κι από άλλους «συναδέλφους» τους. Μόλις ο Δουρής μπαίνει στην κλούβα για να μεταφερθεί στις φυλακές οι συγκρατούμενοι ορμάνε αρειμανίως πάνω του. Όταν πια αποβιβάζεται, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι αλλοιωμένα. Οι δε φύλακες – συνοδοί, κατά δήλωσή τους, δεν κατάλαβαν τί επικρατούσε στην κλούβα και άργησαν να επέμβουν. Μη ρωτήσετε αν σφύριζαν κιόλας αδιάφορα εκείνη την ώρα… Απλά δεν κατάλαβαν.

Παρόλα αυτά το τεκμήριο αθωότητας, θεμέλιος λίθος του νομικού πολιτισμού,  είναι σαφές και απέριττο: «Κάθε πρόσωπο τεκμαίρεται αθώο μέχρι να αποδειχθεί νόμιμα η ενοχή του». Για την περίπτωση ομολογίας του δράστη, δεν υπάρχει καμιά απολύτως εξαίρεση. Στα χαρτιά, βεβαίως…

Η δίκη ξεκινάει στο Κακουργιοδικείο Κορίνθου. Τα φώτα της δημοσιότητας και τα βλέμματα του κοινού στραμμένα στον πατέρα και κατηγορούμενο ως δολοφόνο. Ο κατηγορούμενος στο μεταξύ έχει αλλάξει στάση, έχει αναιρέσει την ομολογία του και υποστηρίζει ότι είναι αθώος! Κατονομάζει, μάλιστα, ως δράστες τη σύζυγό του και τον εραστή της, που σχεδίασαν τα έγκλημα για να ενοχοποιήσουν τον ίδιο και να απαλλαγούν από αυτόν, τρόπον τινά. «Θα είσαι ελεύθερη να ζήσεις τη ζωή σου, όπως εσύ το ζήτησες μαζί με τον εραστή σου με τον οποίο σκοτώσατε το Νίκο», υποστηρίζει χαρακτηριστικά. Δεν υπάρχει πια στο προσκήνιό του η αρρώστια που τον κατατρώει και τον μεταμορφώνει, ούτε η προτροπή να τον βασανίζουν μέχρι το θάνατό του!

Ο καθηγητής Εγκληματολογίας Γιάννης Πανούσης δηλώνει εκείνες τις μέρες στην «Ελευθεροτυπία»: «από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης των εγκληματολογικών εργαστηρίων μπορεί να τεθεί εν εμφιβόλω η ταυτότητα του δολοφόνου του παιδιού. Μπορεί άλλος να είναι ο βιαστής κι άλλος ο δολοφόνος». Πράγματι, σχετικό πόρισμα των εργαστηρίων αναφέρει ότι στα ρούχα του παιδιού βρέθηκαν τρίχες γεννητικών οργάνων που δεν ανήκουν στον Μανώλη Δουρή! Ο συνήγορος υπεράσπισης, Βασίλης Καρύδης, αναφέρει ότι πριν καταδικαστεί ο Μανώλης Δουρής, για τον οποίο πιστεύει ακράδαντα ότι είναι αθώος, δεν έγινε ούτε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη που είχε ζητήσει η υπεράσπιση του κατηγορούμενου, ούτε έλεγχος με DNA των τριχών που είχαν βρεθεί στο στόμα και στον πρωκτό του θύματος. «Είναι μια μυστηριώδης υπόθεση», είπε ο δικηγόρος του Μανώλη Δουρή «και πιστεύω, ότι δεν εξετάστηκε όπως έπρεπε, πριν βγει η απόφαση».

Η πρωτοβάθμια απόφαση, τελικά, είναι αυτή που έχει ληφθεί από καιρό από την κοινωνία, οι δικαστές – τακτικοί κι ένορκοι -την επισημοποιούν και θέτουν την μεγάλη σφραγίδα του Κράτους. Με ομοφωνία του Δικαστηρίου ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος και απαγγέλλεται ποινή φυλάκισης 1 έτους για ασέλγεια, κάθειρξης 20 ετών για βιασμό και ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Στο ακροατήριο επικρατεί ευφορία και η τάση προς το περίφημο περί δικαίου αίσθημα  δείχνει να ικανοποιείται. Όχι, όμως, ολοκληρωτικά. Όχι ακόμα…

Τυχόν λάθη, πλημμέλειες, κακή εκτίμηση των αποδείξεων ή ελλειπής αιτιολογία της απόφασης δεν εξετάστηκαν ποτέ. Η δικαιοσύνη δεν επιλήφθηκε της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό και φυσικά, ούτε γνωμοδότησε το Ακυρωτικό μας δικαστήριο. Ο λόγος, λίγο πολύ, γνωστός σε όλους.

Η τηλεόραση που – ως μέσο -  είχε κατακερματίσει το τεκμήριο αθωότητας στην περίπτωση Δουρή, φάνηκε - ως υλικό αντικείμενο - και σε κάτι χρήσιμη στον ίδιο: με το καλώδιο της τηλεόρασης, το οποίο είχε κρύψει στα ρούχα του, απαγχονίστηκε στις εξωτερικές τουαλέτες των φυλακών Τρίπολης κι έδωσε τέρμα συγχρόνως στην υπόθεση και στη ζωή του, όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει ευθέως στη μητέρα του και έμμεσα στο μεγαλύτερο γιο του λίγες μέρες νωρίτερα. Το ημερολόγιο έγραφε 25 Φεβρουαρίου του 1996.
 

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
"ΑΠΕΧΘΗ ΦΟΡΤΙΑ ΑΝΟΜΙΩΝ"

http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/kpapax1_494x320.jpg[/img[/URL]]

του Διονύση Χιόνη
δικηγόρου - υπ. Δρ Εγκληματολογίας Νομικής Αθηνών


«Πριν 22 χρόνια, παρασυρόμενος από την ακρισία της ηλικίας και κυρίως από τις φαυλεπήβολες συναναστροφές μου, πουλήσαμε όλοι μας τις ψυχές μας στον Eωσφόρο -όπως ο Φάουστ- κι εγώ προσωπικά έχασα, λαμβάνοντας εξοντωτική ένδικη μισθαποδοσία. Ζητώ από τη θεσπίζουσα πολιτεία από την κοινή γνώμη συγγνώμη από "μέσης ψυχής" για εκείνα τα απεχθή φορτία των ανομιών μου και υπόσχομαι στο εφεξής να διαβιώ "εν αγνεία και σεμνή πολιτεία..." και φυσικά "άμεμπτος εν παντί..."».

Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Κυριάκο Παπαχρόνη, το όνομα του οποίου έγινε γνωστό στην ελληνική κοινή γνώμη το 1981, όταν συνδέθηκε με τη διάπραξη ανθρωποκτονιών και βιασμών σε βάρος γυναικών στη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα και την Ξάνθη. Χαρακτηριστικό σημείο της δράσης του, πέρα από την ανεξέλεγκτη χρήση της ιδιαίτερης σωματικής δύναμης που διέθετε,  ήταν το ότι σε κάθε του επίθεση φορούσε τη στρατιωτική στολή, σαν να βρισκόταν σε υπηρεσία ή διατεταγμένη αποστολή!

Για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, από τη στιγμή που οι πράξεις του άρχισαν να έρχονται διαδοχικά στο φως μέχρι και τη σύλληψή του, ένα κύμα εγκληματοφοβίας είχε κατακλύσει τις γυναίκες όλης της χώρας, που ένιωθαν εν δυνάμει θύματα του άγνωστου «δράκου», όπως τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης συνηθίζουν να βαφτίζουν – χωρίς ιδιαίτερη πρωτοτυπία είναι η αλήθεια - τέτοιου τύπου εγκληματίες.  Όταν ο δράστης τελικά συνελήφθη, έπειτα από εκτεταμένες έρευνες σε πολλά στρατόπεδα της Βόρειας Ελλάδας, υπηρετούσε στην 5η μοίρα Καταδρομών ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού και η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάποια στιγμή κλήθηκε να λάβει μέρος στη διεξαγωγή αυτών των ερευνών για τον εντοπισμό του δράστη!

Αλλά, ας πάρουμε τα πράγμα με τη σειρά:


Ο 22χρονος τότε Παπαχρόνης κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για σωρεία εγκλημάτων:

Τον βιασμό και την ανθρωποκτονία με στιλέτο της ιερόδουλης Γρ. Θεοχαρίδου στις 5-9-1981 στην Δράμα.

Την απόπειρα δολοφονίας στις 20-12-1981 της Μ. Ποστιάδου στην Δράμα.

Την απόπειρα βιασμού και την ανθρωποκτονία της φοιτήτριας Ε. Παπαδοπούλου στις 15-1-1982 στην Δράμα.

Τον βιασμό και την ειδεχθή ανθρωποκτονία της 20χρονης φοιτήτριας Αναστασίας Αλεξανδρίδου στις 15-8-1982, στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης.

Τις απόπειρες βιασμού και ανθρωπκτονίας κατά της 18χρονης Αγοραστής Τέζα και της 30χρονης νοσοκόμας Βασιλικής Λαζαρίδου, στη Δράμας.

Την απόπειρα βιασμού και ανθρωποκτονίας κατά της 23χρονης Δ. Πεχλιβανίδου.
Δύο ακόμη απόπειρες βιασμού και δολοφονίας κατά μιας ιερόδουλης και μιας άλλης γυναίκας, στην Ξάνθη.

Πέντε βομβιστικές επιθέσεις. Συγκεκριμένα, 2 ωρολογιακές βόμβες στις 12-3-1982 στο Ταχυδρομείο και την Εθνική Τράπεζα της Ξάνθης, άλλες 2 στις 13-3-1982 στην Τράπεζα Πίστεως κι σε ένα κατάστημα στην Καβάλα και μια πέμπτη στις 16-6-1982 στην είσοδο του στρατοπέδου της Δράμας.

Έναν εμπρησμό στο Διεθνές Αεροδρόμιο Καβάλας.

Οι μαρτυρίες των θυμάτων και των παρ’ ολίγο θυμάτων του έδωσαν στις Διωκτικές Αρχές μια αρχική εικόνα του δράστη και παράλληλα με την Αστυνομία ενεργοποιήθηκαν οι κατάλληλοι μηχανισμοί του Ελληνικού Στρατού, ξεκινώντας μια σειρά από ανακριτικές πράξεις σε στρατόπεδα της Βόρειας Ελλάδας, καθώς ο δράστης φορούσε στρατιωτική στολή κι οι αρχές πιθανολογούσαν ότι επρόκειτο για εν ενεργεία στρατιωτικό. Κάθε στρατόπεδο όρισε κάποιους επικεφαλής για να διεξαγάγουν τις έρευνες κι ένας από αυτούς χρίζεται ο ίδιος ο Παπαχρόνης!

Μετά από διεξοδικές έρευνες και με τη σημαντική συμβολή δύο αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού, του  Χρήστου Τριανταφυλλίδη και του Τάσου Κοσμίδη, ο Παπαχρόνης συλλαμβάνεται κι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της δράσης του προς τα πίσω. Το ανακριτικό υλικό, όπως είθισται σε παρόμοιες περιπτώσεις, διαρρέει κι οι ατάκες του δράστη, αφού πρώτα «κοσμούν» καθημερινά τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, στη συνέχεια αναπαράγονται από στόμα σε στόμα, καθώς η κοινή γνώμη εκείνες τις ημέρες είχε πολύ ψηλά στην ιεράρχηση της θεματολογίας το βίο και την πολιτεία του Παπαχρόνη.

Ο ίδιος ο δράστης είχε αποδώσει την εμμονή του με τη θυματοποίηση του γυναικείου φύλου στην πρώτη φορά που επισκέφθηκε με τους φίλους του έναν οίκο ανοχής, όταν ήταν περίπου 13 ετών Κατά τον ίδιο, η ιερόδουλη με την οποία ήρθε σε επαφή, του μίλησε ειρωνικά και προσέβαλε τον - έστω πρώιμο  - ανδρισμό του με αποτέλεσμα να επηρεαστεί τόσο αρνητικά και σε τόσο απόλυτο βαθμό, ώστε αποφάσισε να εκδικηθεί το γυναικείο φύλο.

Η Καθηγήτρια Εγκληματολογίας κ. Βάσω Αρτινοπούλου σχολιάζοντας παρόμοια εγκλήματα επεσήμανε «ότι ο βιασμός ή η απόπειρα βιασμού αποτελεί μια ψευδοσεξουαλική πράξη. Η ταπείνωση και ο εξευτελισμός του θύματος» είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες ώθησης προς την εγκληματική ενέργεια. «Το πέρασμα από την απόπειρα βιασμού στην ανθρωποκτονία διαφοροποιείται μόνον ως προς την ένταση και όχι ως προς το είδος ή τη μορφή της προεγκληματικής κατάστασης. Αποτελεί την ακραία έκφανση της φαινομενικής ανδρικής υπεροχής, της σωματικής δύναμης και της ρώμης. Αξίες με τις οποίες έχουν κοινωνικοποιηθεί οι περισσότεροι βιαστές και δυστυχώς οι... υποψήφιοι μελλοντικοί βιαστές».

Κατά την απολογία του είχε παραδεχθεί μεταξύ άλλων ότι αν δεν τον έπιαναν, θα συνέχιζε τη δράση του εναντίον των γυναικών, προς τις οποίες, έτρεφε ιδιαίτερο μίσος και γι’ αυτό έλεγε ότι  εισέπραττε ικανοποίηση όταν τις χτυπούσε. «Θόλωνε το μυαλό μου. Ήθελα να χτυπήσω. Έφθανα στο μεγαλείο. Την χτυπούσα, τελείωνε…».

Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, όταν οδηγήθηκε στον ανακριτή, αμέσως μετά τη σύλληψή του, «έσπασε» και τα ομολόγησε όλα, όταν άκουσε τον ήχο των τακουνιών που φορούσε η γραμματέας!

Απευθυνόμενος μάλιστα σε μια δημοσιογράφο της ΕΡΤ, της είπε «Εσένα σ αγαπάω γιατί έχεις ψηλά τακούνια»!


Το παράδοξο είναι ότι ο Παπαχρόνης ενώ κρατούνταν λάμβανε συχνά επιστολές από γυναίκες που εκδήλωναν με αυτόν τον τρόπο τον έρωτά τους!

Το Διαρκές Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τον έκρινε ένοχο των αποδιδόμενων σε αυτόν κατηγοριών (μ.α. ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονιών, επικίνδυνες σωματικές βλάβες, βιασμοί) και του επέβαλε ποινή δις εις θάνατον και κάθειρξη 23 ετών, που τελικά μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.

[img]http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/papaxronis.jpg[/img[/URL]]

Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της διαδικασίας ήταν το ότι όταν άκουσε την ποινή, σηκώθηκε και χειροκροτώντας είπε: «Ευχαριστώ! Τι βάζετε τέτοιες ποινές; Πόσα χρόνια θα ζήσουμε; Στείλτε με στο απόσπασμα, γιατί αν βγω έξω, πάλι τα ίδια θα κάνω».

Η εκτέλεση της ποινής του άρχισε στις 13 Δεκεμβρίου του 1982. Κατά το διάστημα του εγκλεισμού του ο Παπαχρόνης πέρασε από διάφορες φάσεις. Αρχικά, κατά το πρώτο μισό της φυλάκισής του, επέδειξε πλούσια παραβατική συμπεριφορά και πιο συγκεκριμένα σε διαφορετικούς χρόνους έλαβε μέρος σε εξέγερση κρατουμένων (Κέρκυρα, 1987), έβαλε φωτιά σε στρώμα, ανέτρεψε το καζάνι με το φαγητό των κρατουμένων (Κέρκυρα, 1987), ενώ δύο τουλάχιστον φορές χτύπησε συγκρατούμενό του (Λάρισα. 1991) και όπως είναι επόμενο, τιμωρήθηκε πειθαρχικά για όλες τις παραπάνω πράξεις του.

Όμως, σε δεύτερη φάση παρατηρήθηκε μια έντονη μεταστροφή στο σκεπτικό και τη συμπεριφορά του. Απείχε από πειθαρχικά παραπτώματα, ενώ παράλληλα διάβαζε βιβλία κυρίως ψυχολογίας, ενώ ήταν ψάλτης για χρόνια στο εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου εντός της φυλακής της Λάρισας. Ο πατήρ Κωνσταντίνος Γεροστέργιος, εφημέριος του παρεκκλησίου, έλεγε για τον Παπαχρόνη:«έχει πλέον μετανιώσει, δεν μιλά ποτέ για το παρελθόν του, ενώ όλα αυτά τα χρόνια στη φυλακή τα αφιέρωσε στο διάβασμα».


Ο Διευθυντής του Σχολείου Β΄ ευκαιρίας, Φ.  Βελώνης μιλούσε για «ένα καλό παιδί που βοήθησε σημαντικά να στηθεί το σχολείο, προέτρεπε τους συγκρατουμένους του να φοιτήσουν, δεν αναφέρεται ποτέ στο παρελθόν του και χαμήλωσε τα μάτια όταν άκουσε ότι πρόκειται να αποφυλακιστεί».

Αν και πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις να αποφυλακιστεί καθώς το 2004 είχε εκτίσει πραγματική ποινή 21 ετών, πέντε μηνών και πέντε ημερών και με συνυπολογισμό 1.315 ημερομισθίων είχε εκτίσει ποινή 25 ετών και 15 ημερών, κατά τους δικαστές τα πειθαρχικά του παραπτώματα ήταν αρνητικός παράγοντας που επηρέαζε την κρίση τους σχετικά με την αίτηση αποφυλάκισής του. Eντούτοις με βούλευμα που εξέδωσε το Συμβούλιο Eφετών Λάρισας η αίτηση αποφυλάκισης του 44χρονου Παπαχρόνη έγινε δεκτή παρά την αντίθετη άποψη της εισαγγελέως Eλένης Mετσοβίτου - Φλουρή, αλλά και προγενέστερου βουλεύματος που είχε εκδώσει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας.

Πιο συγκεκριμένα κατά το Συμβούλιο Eφετών της Λάρισας οι πειθαρχικές ποινές του Kυριάκου Παπαχρόνη έχουν διαγραφεί και παρά το γεγονός ότι κατά τα τελευταία έτη εκδηλώθηκαν στη φυλακή βίαιες στάσεις, καταλήψεις και κινητοποιήσεις, Παπαχρόνης ουδέποτε έλαβε μέρος, επιδεικνύοντας υπευθυνότητα και άψογη συμπεριφορά που προσδιορίζουν το βαθμό σωφρονισμού και μεταμέλειας αυτού για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει.


Ο Παπαχρόνης τελικά αποφυλακίσθηκε υπό όρους το 2004, έπειτα από 22 χρόνια εγκλεισμού και παρέδωσε μέσω της δικηγόρου του γραπτή δήλωση προς τους εκπροσώπους του τύπου που είχαν σπεύσει στην είσοδο ή ορθότερα στην έξοδο της Φυλακής Λάρισας, όπου ανέφερε μεταξύ άλλων:

«Πριν 22 χρόνια, παρασυρόμενος από την ακρισία της ηλικίας και κυρίως από τις φαυλεπήβολες συναναστροφές μου, πουλήσαμε όλοι μας τις ψυχές μας στον Eωσφόρο -όπως ο Φάουστ- κι εγώ προσωπικά έχασα, λαμβάνοντας εξοντωτική ένδικη μισθαποδοσία. Ζητώ από τη θεσπίζουσα πολιτεία από την κοινή γνώμη συγγνώμη από "μέσης ψυχής" για εκείνα τα απεχθή φορτία των ανομιών μου και υπόσχομαι στο εφεξής να διαβιώ "εν αγνεία και σεμνή πολιτεία..." και φυσικά "άμεμπτος εν παντί..."»! Hasta la vista, εν ευθέτω χρόνω».

Δεν παρέλειψε μάλιστα να ευχαριστήσει όλους τους δικαστικούς και αστυνομικούς παράγοντες καθώς και τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους που τον «περιέβαλαν με ανείπωτη εμπιστοσύνη και εκτίμηση».

Οι όροι της απόλυσής του, πέρα από την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και την υποχρέωση εμφάνισής του δύο φορές το μήνα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του, περιλαμβάνουν και την απαγόρευση διαμονής του στην Ξάνθη και τη Δράμα, όπου διέπραξε τα περισσότερα εγκλήματά του, διότι αυτό «μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για τον ίδιο αλλά και για τρίτους», σύμφωνα με το σκεπτικό του Συμβουλίου.


Οι Καθηγητές Ψυχιατρικής και Νευρολογίας Κων. Σολδάτος και Δημ. Βασιλόπουλος σε συνέντευξη Τύπου με αφορμή τη διοργάνωση της διημερίδας «Βίοι ψυχής παράλληλοι» εστίασαν στον αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν ψυχοπαθολογική συμπεριφορά σε βάρος της κοινωνίας ή του εαυτού τους εμφανίζουν άτομα που έχουν καταδικαστεί για σωρεία εγκλημάτων και έχουν εκτίσει ποινή φυλάκισης για πολλά χρόνια, όπως στην περίπτωση του Παπαχρόνη.

Από την άλλη, όσοι έχουν εγκλειστεί σε σωφρονιστικό κατάστημα για ένα σοβαρό χρονικό διάστημα και έχουν αποφυλακιστεί, όπως ο Κυριάκος Παπαχρόνης, δεν κινδυνεύουν μόνο από το αν θα υποτροπιάσουν, καθώς τέτοιου είδους άτομα, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο μετά την αποφυλάκισή τους, ακόμα και χρόνια αργότερα, να αποπειραθούν να θέσουν τέρμα στη ζωή τους.

Στις 14 Δεκεμβρίου 2004 ο Παπαχρόνης εμφανίζεται σε πρωινή ενημερωτική τηλεοπτική εκπομπή και δίνει τον τόνο της οπτικής του για τα πράγματα, όντας πλέον «ελεύθερος» πολίτης:

«Ζητώ συγνώμη που γεννήθηκα. Υποφέρω εδώ έξω. Βγήκα από τη μία φυλακή και μπήκα στην άλλη».

Σήμερα, ζει ακόμα ελεύθερος και σύμφωνα με τα κατά καιρούς δημοσιεύματα διαμένει κάπου στη Λάρισα απομονωμένος, πιθανότατα και περιθωριοποιημένος λόγω του στίγματος του εγκληματία που ο κοινωνικός περίγυρος του έχει αποδώσει και το οποίο δεν δείχνει να ξεθωριάζει παρά τα τριάντα - παρά κάτι - χρόνια που έχουν περάσει από πάνω του, παρά την έκτιση μακροχρόνιας ποινής εγκλεισμού και παρά τη μεταστροφή και τη μεταμέλεια που έχει επιδείξει.
Τελικά, το αν ο Κυριάκος Παπαχρόνης σωφρονίστηκε, όπως κι αν το ερμηνεύει κανείς, είναι κάτι που μπορεί να συζητηθεί.

[img]http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/kpapax2.jpg[/img[/URL]]

Για κοινωνική επανένταξη, όμως, ούτε λόγος…
 

jimmmy

Μέλος
Εγγρ.
23 Μαΐ 2006
Μηνύματα
271
Like
6
Πόντοι
1
@ azor
Έλεος με τα σεντόνια.
Είναι δυσανάγνωστα, αποσυντονίζουν το θρεντ και εκμηδενίζουν τη διάθεση των χρηστών να το διαβάσουν.
Κάνε μια επιλογή ή απλά παράθεσε τα links.
Μη βασανίζεις άλλο το θρεντάκι.
''''''''''''''''''''''''''''''''''''''''''

 

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
"ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ"

http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/pap.jpg[/img[/URL]]

του Διονύση Χιόνη,
Δικηγόρου - Εγκληματολόγου

«Ημουν εγκέφαλος-ανεγκέφαλος. Τότε είχαν πάρει τα μυαλά μας αέρα, αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να τα κάνουμε όλα αυτά, φτάσαμε σε ακραίες καταστάσεις. Όμως, όσο και αν σας φαίνεται παράξενο, η δράση μας είχε ιδεολογικό υπόβαθρο. Από μικρό παιδί είχα αριστερή συνείδηση. Σε καμία διαθήκη δεν υπήρχαν λιγότεροι από πενήντα κληρονόμοι, συνήθως ήταν από 70-100, ενώ στην υπόθεση του Τυπάλδου παρακαλώ, ήταν 156. Δηλαδή, εγώ δεν τα έκανα όλα αυτά για τον εαυτό μου, αλλά για να βγάλω τον φτωχό από την πείνα του. Τότε πίστευα ότι έχει μεγαλύτερη αξία να φάνε ψωμί 150 άνθρωποι, από τη ζωή ενός 85χρονου ή 90χρονου».



Στην ελληνική κοινωνία του 1987 έρχεται στην επικαιρότητα με ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο ένας δικηγόρος, πρώην Δήμαρχος Ν. Χαλκηδόνας, οικογενειάρχης, πατέρας τριών παιδιών, που ανταποκρίνεται στο τυπικό κοινωνικό στερεότυπο του επιτυχημένου πολίτη υπεράνω πάσης υποψίας. Στα εγκληματ(ολογ)ικά χρονικά έμεινε η δράση του σχετικά με την ίδρυση, την «προεδρία» και τη φροντίδα της λειτουργίας μιας ιδιόρρυθμης και ανατριχιαστικής εταιρείας: της "Εταιρείας Δολοφόνων"! Ονομάζεται Χρήστος Παπαδόπουλος.

Συλλαμβάνει το παρανοϊκό σχέδιο του αρκετά χρόνια πριν από το πέρασμα στην πράξη, σύμφωνα με το οποίο ο βασικός σκοπός ήταν η εξεύρεση υποψηφίων θυμάτων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προς σφετερισμό της περιουσίας τους. Επομένως, ομάδα στόχο αποτελούσαν κατά κύριο λόγο άνθρωποι ηλικιωμένοι, που δεν είχαν συγγενείς, τουλάχιστον όχι κοντινούς, που είχαν σημαντική περιουσία, ακίνητη ως επί το πλείστον κι αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας, όπως συνήθως συμβαίνει με αυτήν την ηλικιακή κατηγορία.

Επόμενο βήμα μετά τον εντοπισμό ήταν η προσέγγιση τους κι η βαθμιαία εξασφάλιση της εμπιστοσύνης τους με διάφορα μέσα, ενώ ακολουθούσε η πλαστογράφηση διαθηκών τους κι η θανάτωσή τους, τα δε δύο τελευταία ενίοτε πραγματοποιούνταν και με αντίστροφη σειρά. Τελευταία κίνηση ήταν η δημοσίευση αυτών των διαθηκών, με την απαραίτητη συνέργεια συμβολαιογράφων, δικαστικών επιμελητών και διαφόρων (ψευδο)μαρτύρων, ώστε να ολοκληρωθεί η αρπαγή περιουσιών, που εξ αρχής αποτελούσαν το αντικεικενικό σκοπό  του εγκλήματος.

Η υλοποίηση του σχεδίου ξεκίνησε από τη στελέχωση της "Εταιρείας" με πρόσωπα που ήταν κατάλληλα, αλλά και πρόθυμα να εξυπηρετήσουν το σκοπό της και έτσι ο Παπαδόπουλος πλαισιώθηκε σταδιακά με χρήσιμους για αυτόν  συνεργάτες ή κατ΄ ορθότερο χαρακτηρισμό συνεργούς. Πιο συγκεκριμένα αυτοί ήταν, μεταξύ άλλων, οι Βασίλης Πλατανιώτης, δικαστικός επιμελητής, Νικόλαος Πέππας, έμπορος, Ιωάννης Πάμπρης, εργολάβος και Γιώργος Ξανθόπουλος, θυρωρός. Στο στενό πυρήνα του «εγκέφαλου» της συμμορίας κι η Γεωργία Παπανικολάου, νοικοκυρά, σύζυγος δικαστικού επιμελητή, που ενίοτε αποδείχθηκε πιο σκληρή και από τον ίδιο τον εμπνευστή της «εταιρίας», όπως θα εξηγηθεί παρακάτω.

Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα τα μέλη της σπείρας δολοφόνησαν οκτώ ανθρώπους κι άρπαξαν με απατηλά τεχνάσματα την περιουσία τους. Το πρώτο θύμα τους ήταν ένας θείος της γυναίκας του Παπαδόπουλου, ο επιχειρηματίας Βασίλειος Ελευθεριάδης,  η χειρόγραφη διαθήκη του οποίου μετά την επέμβαση της «εταιρείας» όριζε κληρονόμο ως ψιλό κύριο το γιο του Παπαδόπουλου, που ήταν και βαφτιστήρι του θύματος.

Ακολούθησε η 65χρονη Λάουρα Πάντου, που βρέθηκε νεκρή σε άλσος του Κολωνακίου με επικρατέστερη – τότε - αιτία θανάτου την εμπλοκή της σε τροχαίο δυστύχημα, ενώ όλως περιέργως μόλις δυο μήνες αργότερα βρέθηκε νεκρή στο ρετιρέ όπου διέμεναν μαζί για χρόνια η θεία της Πάντου, Έλλη Βεριοπούλου, η διαθήκη της οποίας όριζε ως κληρονόμους 46 άτομα, όλες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των δύο θυγατέρων του Παπαδόπουλου! Ειδικότερα, επικαρπώτριες της κληρονομίας ορίστηκαν οι ως άνω θυγατέρες από κοινού με άλλες δύο γυναίκες, με ειδικό όρο μετά από θάνατο ή αποποίηση της κληρονομίας από ορισμένες εξ αυτών η επικαρπία να περιέρχεται σε υπόλοιπες επικαρπώτριες. Κατά σύμπτωση (!) οι δύο άλλες γυναίκες αποποιήθηκαν κι έτσι η επικαρπία περιήλθε στις θυγατέρες του Παπαδόπουλου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η διαθήκη είχε συνταχθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Ελένης Κοκιοπούλου – Καστανάκη και τριών μαρτύρων, που εμφανίστηκαν ως μάρτυρες και στη διαθήκη ενός άλλου θύματος, του Χαράλαμπου Τυπάλδου.

Η 70χρονη Ευφροσύνη Φραγκουλάκη, θεία της Γεωργίας Παπανικολάου, μετά από 3 αποτυχημένους γάμους ζούσε μόνη της στη Βούλα ήδη από το 1980 και μερικούς μήνες πριν το θάνατό της σύστηνε στους γνωστούς της έναν άνδρα 70 περίπου ετών ονόματι «Δημήτρης» ως τον μέλλοντα σύζυγό της, με τον οποίο θα ζούσαν στην Ελβετία. Μάλιστα, προς εκπλήρωση της μετοίκησης στο εξωτερικό πώλησε ένα ακίνητό της στην τιμή των 6.500.000 δρχ, χρήματα που, βεβαίως, ουδέποτε ανευρέθησαν. Όπως αποδείχθηκε, ο «Δημήτρης» ήταν «εταίρος», ο Βασίλης Πλατανιώτης και τελικά την Φραγκουλάκη σκότωσε η ανηψιά της Γεωργία Παπανικολάου, χτυπώντας την με πέτρα στο κεφάλι. Μάλιστα, για να θολώσει τα νερά, για πολλές εβδομάδες μετά τη δολοφονία τηλεφωνούσε στους γείτονες υποδυόμενη τη θεία της, ενώ κατέθεσε αγωγή εναντίον της για να τις καταβάλλει δεδουλευμένα τεσσάρων ετών, αφού υποστήριξε ότι έναντι αμοιβής της παρείχε φροντίδα στο σπίτι.

Ως θύματά τους κατεγράφησαν, επίσης, οι Αγ. Kαλαφάτης και Στ. Μπρουζάκης, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε, τα μέλη της σπείρας πριν από τη σύλληψή τους σχεδίαζαν τη δολοφονία του ζεύγους Πεντάζου στην Αμαλιάδα.

Το τελευταίο θύμα της «εταιρείας» ήταν ο Χαράλαμπος Τυπάλδος, 84 ετών, εφοπλιστής, που βρέθηκε νεκρός το 1986 στο γραφείο του στην Ακτή Τζελέπη, με επίσημη αιτία θανάτου την καρδιακή προσβολή. Όταν, όμως, δημοσιεύθηκε η διαθήκη του, προκάλεσε εντύπωση η εγκατάσταση ως κληρονόμων της κόρης και της συζύγου ενός προσώπου, το οποίο ο κληρονόμος γνώριζε ελάχιστα, συγκεκριμένα μόνο δύο μήνες, του Νικόλαου Πέππα! Τελικά, αποδείχθηκε ότι ενεργό συμμετοχή στη συγκεκριμένη ανθρωποκτονία είχαν ο Πλατανιώτης και η Παπανικολάου, που είχε μάλιστα έτοιμη την δικαιολογία αν κάτι πήγαινε στραβά για αυτούς κατά την τέλεση του εγκλήματος: θα υποστήριζε ότι το θύμα πέθανε λόγω προσβολής κατά τη διάρκεια ερωτικής πράξης μαζί της!

Κατά την χρονοβόρα ποινική διαδικασία που επακολούθησε την αποκάλυψη της δράσης της «εταιρείας» από έναν ιδιωτικό αστυνομικό, τον Κωνσταντίνο Σπύρου, ο  Παπαδόπουλος καταδικάστηκε 8 φορές σε θάνατο και 25 χρόνια κάθειρξη, ποινή που βεβαίως δεν εκτελέστηκε και μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη, ενώ κατά την απολογία του παρουσιάστηκε ως Ρομπέν των φτωχών κι αναρωτήθηκε ενώπιον των δικαστών αν είναι προτιμότερο να ζει ο Τυπάλδος ή να ζουν καλύτερα δέκα άλλα πρόσωπα αντί για αυτόν. Η κορυφαία του τοποθέτηση στο ακροατήριο ήταν, όμως, άλλη: «Αν υπήρχαν 100 εταιρείες δολοφόνων η κοινωνία μας θα ήταν καλύτερη», είπε στα σοβαρά…

Σε ελαφρότερες ποινές καταδικάστηκαν άλλοι έξι συνεργοί. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο Πέππας καταδικάστηκε σε δις ισόβια και 13,5 χρόνια κάθειρξη, ο Πλατανιώτης σε 22, 5 χρόνια κάθειρξη, ο Παμπρής σε 17 χρόνια κάθειρξη κι η Παπανικολάου σε 15, 5 χρόνια κάθειρξη.

Η συγκεκριμένη υπόθεση δικαίως θεωρείται ακόμα ως μία από τις πιο σπάνιες περιπτώσεις στα χρονικά, τουλάχιστον όσον αφορά στη χώρα μας. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη μίξη οικονομικών εγκλημάτων, οργανωμένου εγκλήματος και εγκλημάτων ακραίας εκδήλωσης βίας κατά συρροή και μάλιστα πέρα από τις όποιες ποινικές κυρώσεις, οι προεκτάσεις και οι συνέπειες των εγκλημάτων εκτάθηκαν και σε πολιτικό, αλλά και σε αστικό επίπεδο, ως προς την τύχη των κληρονομιών των θανατωθέντων προσώπων.

Επιπλέον, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να περνάει απαρατήρητη η παράμετρος του υψηλού μορφωτικού επιπέδου ορισμένων δραστών κι ιδιαίτερα του εγκεφάλου της "Εταιρείας", αλλά και πολλών συνεργών, η οποία τους καθιστούσε πρόσωπα υπεράνω πάσης υποψίας και τους παρείχε - σε συνδυασμό με την κοινωνική τους θέση - περισσότερα όπλα ως προς την τέλεση των εγκλημάτων και αυξημένες άμυνες ως προς τη συγκάλυψή τους για πολλά χρόνια.

Τέλος, το γεγονός ότι την εκτεταμένη παράνομη δράση μιας τόσο μεγάλης και  δομημένης εγκληματικής ομάδας την αποκάλυψε σε πρώτο στάδιο ένας ιδιωτικός αστυνομικός κι όχι οι Διωκτικές Αρχές, δίνει μια καλή αφορμή για γόνιμο προβληματισμό ακόμα και σήμερα ως προς τη βελτίωση του πλαισίου λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας.

Αναφορικά με την εξέλιξη της πορείας των μελών της "Εταιρείας΄΄ ο Παπαδόπουλος στις 18 Απριλίου 2001 πήρε άδεια από τις Φυλακές Κέρκυρας, όπου εξέτειε την ποινή του και δεν επέστρεψε, παρά συνελήφθη από την Αστυνομία έπειτα από διάστημα πέντε ολόκληρων μηνών στο διαμέρισμα που είχε μισθώσει στην οδό Τζουμαγιάς 51, στην Kυψέλη,  σχεδόν απέναντι από τα Δικαστήρια της Ευελπίδων. Μάλιστα, κυκλοφορούσε με πλαστή ταυτότητα στην οποία αναγραφόταν το όνομα Νίκος Ρέμπελος (!).

[img]http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/papadopoulos1_494x320.jpg[/img[/URL]]

Πριν από 1,5 χρόνο αποφυλακίστηκε υπό όρους, καθώς κρίθηκε από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ότι πληρούσε τους όρους του νόμου και το δόθηκε η ευκαιρία της επανένταξης στην κοινωνία. Πλέον,  από τις αρχές του 2010 άνοιξε ξανά το επαγγελματικό του γραφείο, αυτή τη φορά στον τέταρτο όροφο κτιρίου στην οδό Σταδίου.

Οι νέοι γείτονες με δηλώσεις στον ημερήσιο τύπο δίνουν μια σφαιρική οπτική της αντιμετώπισής του από την κοινωνία: «Ο άνθρωπος αυτός εξέτισε την ποινή του και έχει το δικαίωμα να εργαστεί. Σε αυτό το κτίριο όμως στεγάζονται σχολές του Πανεπιστημίου. Δεν ξέρω αν είναι σωστό», «Σκότωσες οκτώ ανθρώπους και έχεις το θράσος να εμφανίζεσαι ενώπιον ανθρώπων;», «Μπορεί άλλοι να μην ενοχλούνται, αλλά εγώ δεν μπορώ να μείνω εδώ κάτω από αυτές τις συνθήκες». «Δεν σκοπεύω να φύγω ό,τι και να γίνει. Δεν θέλω να έχω προβλήματα με κανέναν από όσους εργάζονται στο ίδιο κτίριο, αλλά θέλω να με αφήσουν ήσυχο να κάνω τη δουλειά μου, θα αναλαμβάνω φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις στις οποίες ειδικευόμουν ούτως ή άλλως» επισημαίνει ο ίδιος μιλώντας στο «Έθνος».

Τα λόγια του, όμως, σχετικά με την αντιμετώπισή του στον τόπο καταγωγής του δίνουν μια διαφορετική εικόνα αναφορικά με τη θεωρία της ετικέτας: «Έχω πολλούς φίλους και στον Πλάτανο. Οι αντιδράσεις των συγχωριανών μου όταν αποφυλακίστηκα ήταν συγκινητικές και πραγματικά εξεπλάγην με τη συμπεριφορά τους. Με αγκάλιαζαν και δάκρυζαν. Αλλά και στο Ξυλόκαστρο, όσοι με αναγνωρίζουν, με αποδέχονται, ούτε φοβούνται, ούτε αντιδρούν».

Όσο για την τύχη των άλλων συνεργών; Αυτή για τους περισσότερους δεν ήταν και τόσο καλή… Σήμερα, η Γεωργία Παπανικολάου, έχοντας ήδη εκτίσει τα 2/3 της ποινής της, είναι ελεύθερη. Ο Βασίλης Πλατανιώτης φυλακίστηκε στον Κορυδαλλό όπου και πέθανε. Ο Ιωάννης Παμπρής, αφού εξέτισε τα 2/3 της ποινής του αποφυλακίστηκε, και λίγους μήνες αργότερα πέθανε από φυσικά αίτια. Ο δε Γιώργος Ξανθόπουλος αυτοκτόνησε μέσα στη φυλακή…

Ας ελπίσουμε ότι η εξέλιξη (και το τέλος σε μερικές περιπτώσεις) που είχαν τα μέλη της "Εταιρείας" θα αποτελέσει αποτρεπτικό παράγοντα για τους υποψήφιους μιμητές της δράσης τους κι ότι δεν θα εμφανιστεί παρόμοια φρικαλέα εγκληματική οργάνωση.
 

Heartbreaker83

Μέλος
Εγγρ.
1 Μαΐ 2011
Μηνύματα
3.814
Like
12
Πόντοι
16
Θυμάμαι την εποχή των σατανιστών που είχα παρει ενα βιβλίο του Κλαιβ Μπάρκερ και η μάνα μου ψιλο τρελάθηκε επειδή της εβαλε ιδέες ο βιβλιοπώλης και ήθελε να το γυρίσω πίσω (ήταν εκδόσεις Οξύ, σειρά Κόλαση :rockon: :rockon: :rockon:) και μου πήρε το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία "Ο δικηγόρος του Διαβόλου" το οποίο ήταν δέκα φορές χειρότερο!!! :rockon: :rockon: :rockon: :rockon: :rockon: :rockon:
Δεν ξερω αν το εχεις υποψιν, αλλα ο Kλαιβ ειναι πισωγλεντης και παντρεμενος με εναν τυπο στο LA :grin:

Πάντως δεν επηρεάζομαι. Όσα παρανοϊκά κι αν έχω διαβάσει, αηδίασα, στεναχωρέθηκα, απόρησα, αλλά στάση δεν άλλαξα. Πάντοτε κατά της θανατικής ποινής, δίχως τάσεις εκδίκησης.

κι εγω το ιδιο
κατα της θανατικης ποινης...


ρισπεκτ στις ευαισθησιες σας, ομως εμενα μου αρεσει να αφηνω το τερας ελευθερο που και που :grin:

Ο θανατος δεν αρκει για να τιμωρηθει ενας ανθρωπος που βιαζε  εφταχρονα...Και μετα τα τυλιγε με τα αντερα τους και τα αφηνε να πεθανουν...ΙΜΟ
 

palermo

Μέγας
Εγγρ.
18 Φεβ 2006
Μηνύματα
11.883
Κριτικές
140
Like
426
Πόντοι
3.595
Ο ΘΡΥΛΟΣ(δεν έβαψε ποτέ τα χέρια του με αίμα-οι αποδράσεις του έγιναν θρύλος)

respect!

 

Συνημμένα

  • Roxamhs_Vaggelhs.jpg
    Roxamhs_Vaggelhs.jpg
    15,2 KB · Εμφανίσεις: 24

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
Άρρωστος ή/και φονιάς:

http://[URL unfurl="true"]www.theartofcrime.gr/assets/sexidis.jpg[/img[/URL]]

του Διονύση Χιόνη,
Δικηγόρου – Εγκληματολόγυυ
και της Γεωργίας Τζίφα,
φοιτήτριας Νομικής Αθηνών


«Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση και πρόλαβα να τους σκοτώσω πρώτος.  Υπήρχε συνωμοσία σε βάρος μου. Βρισκόμουν εν αμύνη.[…] Όταν ξέρεις ότι ο ίδιος έχεις το δίκιο με το μέρος σου, απλά δεν ανησυχείς. Εγώ κοιτάζω να τα έχω καλά πρώτα με τη συνείδησή μου και έπειτα με οποιονδήποτε άλλον.»

Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν ο μικρότερος  γιος μίας τετραμελούς οικογένειας από τη Θάσο. Ο πατέρας του, Δημήτρης, εργαζόταν ως δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο της Κεραμωτής, απέναντι από το νησί, ενώ η μητέρα του, Μαρία, ήταν νοικοκυρά. Η μεγαλύτερη αδελφή του, Ερμιόνη, έπασχε από σχιζοφρένεια. Όπως δήλωσε αργότερα ο δράστης, η ασθένεια της αδελφής του είχε επιβαρύνει αρκετά την οικογένεια: «Η αδελφή μου Ερμιόνη, ή Έμμυ, στην Α΄ Λυκείου έπεσε σε μία βαριάς μορφής σχιζοφρένεια […] Έκανε θεραπεία με φάρμακα συστηματικά […] Σ’ ένα σημείο δημιούργησε ένα χρόνιο πρόβλημα επιβίωσης ανάμεσα στην οικογένεια […] Αλλά δεν την έκλειναν σε ίδρυμα. Ο βασικός λόγος είναι ότι δεν ήθελαν να γίνει γνωστή η ασθένειά της […] Επειδή στο χωριό οι γείτονες την έβλεπαν σε αυτήν την κατάσταση, πίστευαν ότι έπαιρνε ναρκωτικά, δεν ήξεραν ότι το παιδί ήταν σχιζοφρενές […]  Οι γονείς μου είχαν απομονωθεί κοινωνικά, λόγω του προβλήματος της αδελφής μου […] Ο πατέρας, για να μπορέσει να την υποφέρει, αναγκάζεται να παίρνει και αυτός λίγα από τα δικά της ψυχοφάρμακα […] Η μητέρα δεν έχει τίποτα άλλο να κάνει από το να υπομένει όλη αυτήν την κατάσταση και βέβαια την κοινωνική απομόνωση και πολλές καταστάσεις βίας μέσα στο σπίτι». 


Ο Θεόφιλος, ένας νέος άνδρας χαμηλών τόνων, όχι πολύ κοινωνικός, αλλά υψηλής νοημοσύνης, σύμφωνα με γνωστούς και συγγενείς της οικογένειας, σπούδαζε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης. Οι συγχωριανοί και συμφοιτητές του τον θεωρούσαν ως ένα «απομονωμένο παιδί» που «δεν ενοχλούσε κανέναν». «Το μοναδικό ίσως πάθος του ήταν […] η κλασσική μουσική», προτιμούσε να μένει μόνος του, «φορούσε πάντα τα ίδια ρούχα, δε μιλούσε σε πολλούς ανθρώπους, έγραφε πολλά ποιήματα και ζωγράφιζε».  Σύμφωνα με γείτονές του στη Θεσσαλονίκη, συνήθιζε να περπατά «σαν κάποιος να τον κυνηγούσε,  σαν κάτι να τον απασχολούσε. Τον ακούγαμε να μιλά μόνος του στο διαμέρισμά του και άλλοτε να κλαίει  και να βρίζει».  Ο πατέρας του, πάντως, έχοντας παρατηρήσει κάποια προβλήματα στη συμπεριφορά του, φαίνεται πως είχε ζητήσει από τον αδελφό του, Βασίλη, να πείσει τον ανιψιό του να δεχθεί να επισκεφθεί ψυχίατρο, κάτι που τελικά, δυστυχώς, δεν έγινε.           

Τέλη Μαΐου του 1996 απασχολούσε την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης μια περίεργη υπόθεση, καθώς την ίδια ημέρα εξαφανίστηκαν πέντε μέλη της οικογένειας του Θεόφιλου Σεχίδη:  ο 55χρονος πατέρας του Δημήτρης,  η 48χρονη μητέρα του Μαρία, η 27χρονη αδελφή του Ερμιόνη, η 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη Καλαμάρα. καθώς και ο 58χρονος θείος του, αδελφός του πατέρα του, Βασίλης Σεχίδης.  Η σύζυγος του τελευταίου, Ελένη Σεχίδη, μόνιμη κάτοικος Βελγίου, δήλωσε στις ελληνικές αστυνομικές αρχές ότι ο σύζυγός της δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της από τις 19 Μαΐου.


Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας κλήθηκε να καταθέσει κι ο Θεόφιλος Σεχίδης, που ισχυριζόταν, όπως είχε πει και στη θεία του, πως ο μεν θείος του είχε μεταβεί στην Ιταλία, τα δε υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του στη Γερμανία, στην οποία επρόκειτο να εγκατασταθούν μόνιμα.  Τελικά, μετά από μέρες και πολλαπλές καταθέσεις, ο Θεόφιλος Σεχίδης «έσπασε» κι ομολόγησε πως στις 19 και στις 20 Μαΐου είχε σκοτώσει τους γονείς, την αδελφή, τη γιαγιά και το θείο του και είχε πετάξει τα τεμαχισμένα πτώματά τους σε χωματερή της Καβάλας. Ο λόγος;  «Σκότωσα τα θύματά μου αμυνόμενος. Υπήρξε οικογενειακή συνομωσία. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο επειδή ήξερα ότι  ήμουν άλλης μάνας παιδί και δε μου ‘λεγαν την αλήθεια».


Σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ο Θεόφιλος Σεχίδης προσπάθησε, από την πλευρά του, να εξηγήσει  τους λόγους που τον οδήγησαν στο έγκλημα: «Κάποια μέρα, κρυφακούγοντας για την κατάσταση της αδελφής μου, άκουσα να λένε οι γονείς μου ότι δεν είμαι παιδί της μητέρας μου. Ότι δηλαδή, ο πατέρας μου με είχε κάνει με κάποια άλλη γυναίκα και, στη συνέχεια, μεγάλωσα στη οικογένεια ως παιδί των γονιών που γνώρισα […] Μόλις τα άκουσα όλα αυτά, καταλαβαίνεις πώς ένιωσα [...] Εγώ αμέσως τους είπα φυσικά  ότι είχα ακούσει τη συζήτησή τους, ξέρω πλέον ότι δεν είμαι παιδί της μητέρας μου και ότι θέλω να με πάτε στην πραγματική μου μητέρα […] Μου το ξέκοψαν από την αρχή και μου είπαν πως, αν γινόταν αυτό, το γεγονός θα διέλυε εντελώς την οικογένεια […] Εγώ όμως επέμενα. Πέρασε ένας χρόνος με συνεχείς καβγάδες να με πείσουν ν’ αφήσω το θέμα στην άκρη. Ύστερα από ενάμιση χρόνο, κι επειδή εγώ επέμενα […]  αποφάσισαν να το γυρίσουν και να μου πουν ότι δήθεν εγώ είχα ακούσει λάθος και ούτε λίγο ούτε πολύ προσπάθησαν να με βγάλουν τρελό [...] Η κατάσταση συνεχιζόταν μέχρι που άρχισαν να φέρνουν το θείο μου από το εξωτερικό. Γιατί οι ίδιοι μου ασκούσαν βία με τα λόγια, αλλά επειδή εγώ επέμενα, ήθελαν να μου ασκηθεί σωματική βία. Ο πατέρας μου […] έφερνε το θείο μου. Τον είχε σαν μπράβο. Είχε έρθει 3-4 φορές ο θείος μου. Με απειλούσε πάντα. Μια φορά πιαστήκαμε[ …]  Τα τέσσερα αυτά χρόνια αυτό γινόταν, οπότε φτάνουμε στην τελευταία περίπτωση, τον περασμένο Μάιο, που ξέρω ότι ήρθαν συνωμοτώντας να με βγάλουν από τη μέση, αφού εγώ επέμενα […] Είχαν το στίγμα από το πρόβλημα της αδελφής μου, εάν προστίθετο και το δικό μου, θα ήταν καταστροφή. Θα αποδεικνυόταν ότι ο πατέρας μου, ο ατσαλάκωτος διευθυντής του σχολείου στη ζωή του ήταν ένας βρώμικος άνθρωπος».         


Ο πρώτος φόνος έλαβε χώρα στις 19 Μαΐου. Όπως διευκρίνισε ο δράστης: «Λίγες μέρες πριν γίνει το κακό, 3-4 μέρες νομίζω, βρισκόμουν […] στην Κομοτηνή, όταν ξαφνικά, χωρίς να τους περιμένω, έρχονται ο πατέρας μου με τον θείο μου. Έρχονται δήθεν για να πάρουν το αυτοκίνητο του πατέρα μου που το είχα εγώ. Εγώ ξαφνιάστηκα. Είχα να δω το θείο μου ένα, ενάμιση χρόνο […]. Μου είπαν πως μόλις φθάσουν στη Θάσο, την ίδια κιόλας ημέρα να τους πάρω τηλέφωνο να μιλήσουμε.  Μου είπαν, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία, πως έπρεπε να πάω αμέσως στη Θάσο για να μιλήσουμε. […] Κι έτσι, την επόμενη, 18 Μαΐου, πήγα στη Θάσο, στο Λιμένα.  Όταν ξημέρωσε […] κάποια στιγμή ο θείος μου λέει ότι θέλει να πάμε μια βόλτα πάνω στο αρχαίο θέατρο». Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Θεόφιλος Σεχίδης κατά την πρώτη εξέταση στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, η συζήτηση εξελίχθηκε σε λογομαχία και στη συνέχεια, σε συμπλοκή.  «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων.  Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί.  Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι». Κατόπιν, ο δράστης επέστρεψε στο σπίτι του, όπου και έμεινε μόνος, όχι όμως για πολύ. Μετά από λίγη ώρα επέστρεψε ο πατέρας του: «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα. Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα τον πυροβόλησα κι έπεσε νεκρός. Μετά, του έκοψα την καρωτίδα με ένα μαχαίρι».  Ακολούθησαν η μητέρα και η αδελφή του:  «Κρατούσε και αυτή (η μητέρα του) μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι […] και της έκοψα το λαιμό με το μαχαίρι». Με τον ίδιο τρόπο ομολόγησε ότι σκότωσε στη συνέχεια την αδελφή του Ερμιόνη.


Ο Θεόφιλος Σεχίδης περνά τη νύχτα στο σπίτι του, με τα πτώματα των συγγενών του. Από ορισμένα μάλιστα από αυτά αφαίρεσε υλικό από τον εγκέφαλο και το τοποθέτησε στο ψυγείο, για μεταγενέστερη μελέτη, όπως υποστήριξε αργότερα. Το επόμενο πρωί, η ανυποψίαστη γιαγιά του, Ερμιόνη Καλαμάρα, επισκέπτεται την κατοικία. Τότε, όπως υποστήριξε ο δράστης, «άρπαξε ένα μαχαίρι να με χτυπήσει. Τι να έκανα κι εγώ, τη σκότωσα».


Την ίδια ημέρα, αποφάσισε να εξαφανίσει τα πτώματα: Τα τεμάχισε, τα έβαλε σε σακκούλες σκουπιδιών και μετέφερε με το αυτοκίνητό του τις σακκούλες σε χωματερή του δήμου Καβάλας, μεταξύ της Νέας Καρβάλης και της Κεραμωτής, όπου και τις απέρριψε.  Μόνο το πτώμα του θείου του βρέθηκε τελικά από την Αστυνομία. Όπως ήταν αναμενόμενο κρίθηκε προφυλακιστέος, σύμφωνα με την ορολογία εκείνης της εποχής, μέχρι να οδηγηθεί στο ακροατήριο.


Η δίκη διεξήχθη στις  20 Ιουνίου 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας, με αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορο υπεράσπισης, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν θέλησε να διορίσει ο ίδιος συνήγορο. Ο ίδιος ο κατηγορούμενος δήλωσε κατά την απολογία του πως δεν μετανιώνει για τίποτε και επανέλαβε πως λόγος της πράξης του ήταν το γεγονός ότι δεν του αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική του μητέρα. Η υπεράσπιση, από την πλευρά της δήλωσε αδυναμία να υπερασπίσει τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι εκείνος αρνούνταν τη συνεργασία.


Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατέθεσαν, μεταξύ άλλων, οι Γ. Καπρίνης, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Χ. Σκαρόπουλος, ψυχίατρος, οι οποίοι επί πέντε μήνες είχαν παρακολουθήσει τον Θεόφιλο Σεχίδη και είχαν συντάξει σχετική πραγματογνωμοσύνη.  Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσαν  οι δύο ψυχίατροι κατά τη  διαδικασία στο ακροατήριο: «Ο Θεόφιλος Σεχίδης πάσχει από σχιζοτυπική διαταραχή, αλλά δεν είναι σχιζοφρενής. Θα μπορούσε να αναπτύξει σχιζοφρένεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη […] Στην περίπτωσή του είχε μειωμένες αντιστάσεις στην ιδέα διάπραξης των εγκλημάτων. Πάντως, δε χρήζει θεραπευτικής αγωγής. Στις συζητήσεις που κάναμε μας είπε ότι είχε τη γνώμη πως είναι νόθο παιδί, και γι’ αυτό ήθελε να τους εξοντώσει […] Η οικογένεια Σεχίδη είχε πολλές ιδιομορφίες και ο Θεόφιλος διαβίωσε σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες».



Το Δικαστήριο κήρυξε τον Θεόφιλο Σεχίδη (ομόφωνα) ένοχο για τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της περιύβρισης νεκρού, της παράνομης οπλοφορίας, οπλοχρησίας και οπλοκατοχής και το επέβαλε πέντε φορές ισόβια κάθειρξη. Κατά της απόφασης αυτής ο καταδικασθείς άσκησε έφεση, την οποία ένα έτος αργότερα, στις 2 Ιουνίου 1998, την απέσυρε, επειδή την είχε ασκήσει, όπως ανέφερε, μετά από πίεση του δικηγόρου του  κι έτσι η υπόθεση της πενταπλής ανθρωποκτονίας της Θάσου έκλεισε οριστικά κι αμετάκλητα.


Τα πρωτοφανή αυτά εγκλήματα, ιδωμένα αποστασιοποιημένα πια, δημιουργούν μια σειρά εύλογων και σημαντικών ερωτημάτων σε τρία επίπεδα, τα οποία αφορούν στο άτομό του, στην οικογένειά του και στην κοινωνία εν γένει:

Α) Τελικά ήταν ή όχι ψυχασθενής;
Β) Η οικογένειά του γνώριζε την κατάστασή του, δεδομένης και της νόσου της αδελφής του;
Γ) Επιβεβαιώθηκε το στερεότυπο του (ψυχασθενή) εγκληματία;
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες οι τρόποι, με τους οποίους προσέγγισαν το θέμα οι  - ανήκοντες σε διαφορετικά πεδία – επιστήμονες, τόσο σε επίπεδο περιπτωσιολογικής ανάλυσης, όσο και γενικότερης τοποθέτησης σχετικά με τα αναφυόμενα ζητήματα.

Α) Ως προς την ψυχική νόσο του Σεχίδη, πριν την διενέργεια δικαστικής πραγματογνωμοσύνης ο ψυχίατρος Μανώλης Μυλωνάκης σημείωσε: «πιθανολογούμε ότι ο δολοφόνος της Θάσου είναι ψυχικά άρρωστος, γιατί σκότωσε πρόσωπα, κατά κανόνα, αγαπητά και σεβαστά. Γιατί συνόδευσε την ομολογία των πράξεών του με γέλια. Γιατί η εξήγηση των πράξεών του ήταν η φράση ‘για να τους λυτρώσω από την ασθένειά τους. Γιατί και η νεκρή αδελφή του φέρεται να έχει νοσηλευθεί για ψυχική νόσο. Η ψυχική νόσος του δράστη είναι μια παρανοειδής ψύχωση, πιθανότατα σχιζοφρενικού χαρακτήρα. Η υψηλή νοημοσύνη, και η κάθε επιπέδου νοημοσύνη, δεν μπορεί να αποκλείσει την ανατολή και την εξέλιξη μιας ψυχικής νόσου. Η κινητήρια δύναμη της ανθρωποκτονίας είναι ο άρρωστος ιδεασμός του δράστη. Δηλαδή, η παραγωγή των ιδεών πραγματοποιείται στο μυαλό με τρόπο νοσηρό, με αποτέλεσμα να πιστεύει, και μάλιστα ακράδαντα, σαν πραγματικά τα δημιουργήματα της άρρωστης σκέψης του. Ότι δηλαδή τον υπονομεύουν ή ότι του κλέβουν τη σκέψη ή του υποβάλλουν σκέψεις ή ότι ετοιμάζονται να τον εξοντώσουν ή… Ο άρρωστος δολοφόνος της Θάσου, δηλώνοντας ότι σκότωσε τους δικούς του για να τους σώσει, εξέφρασε πιθανότατα το παραλήρημα του Σωτήρα.»

Ο καθηγητής Γιάννης Πανούσης τοποθετήθηκε τον πρώτο καιρό μετά τη διάπραξη των ανθρωποκτονιών και έθιξε εύστοχα ορισμένες λεπτές πτυχές της υπόθεσης: «Αυτή η πρόσφατη ‘πατρο-μητρο-αδελφο-συγγενο-κτονία’ συγκεντρώνει και συγκεφαλαιώνει όλα τα στοιχεία μιας ανθρωποθυσίας, με στόχο την εξαφάνιση του ‘οίκου’ και του ‘γένους’ ταυτόχρονα. Ολική κάθαρση. Ο δράστης -πέραν των όποιων χαρακτηριστικών απόκλισης εκ του ‘φυσιολογικού’- αποφάσισε να ‘μείνει μόνος’ (γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο τελευταίος επιζών είναι πάντοτε και ο πρώτος ύποπτος). Στην περίπτωση αυτή, σίγουρα συναντάμε ψυχο-πάθεια. Η κοινωνιο-πάθεια, όμως, μιας κλειστής οικογένειας (που ούτε καν τον ψυχοπαθή δεν διακρίνει) πότε θα μας απασχολήσει;»

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, που παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, ήταν μια γνωμάτευση του ακτινολόγου-ειδικού νευρακτινολόγου Χρ. Παπαγιάννη, η οποία είχε γίνει στις 2 Ιουνίου 1992 σε αξονική τομογραφία του εγκεφάλου του Σεχίδη και παρουσίαζε ότι στον εγκέφαλό του υπήρχαν ευρήματα που παρέπεμπαν σε εγκεφαλικές ανωμαλίες. Η γνωμάτευση αυτή δεν έπεισε το Δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση περί του ότι οι εγκεφαλικές ανωμαλίες του Σεχίδη επηρέασαν καταλυτικά την ικανότητά του προς καταλογισμό.

Γενικότερα, το επιχείρημα των γενετικών ανωμαλιών έχει επιστρατευτεί πολλές φορές από τους συνηγόρους υπεράσπισης σε διάφορες δίκες και σε διάφορα δικαιικά συστήματα τόσο στην Ευρώπη, όσο και πέρα από τον Ατλαντικό, αλλά η προσπάθεια αναβίωσης της λομπροζιανής θεώρησης απορρίπτεται σταθερά ως τώρα. Στη χώρα μας  για να διαπιστωθεί αν ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχική ασθένεια, η οποία επηρέασε την ικανότητά του προς καταλογισμό, διατάσσεται η διεξαγωγή ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, αλλά σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.


Τελικά το δικάσαν Δικαστήριο δέχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο Σεχίδης ήταν πλήρως ικανός για καταλογισμό. Παρόλα αυτά οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες μετά τη μεταφορά του Σεχίδη στις φυλακές Κομοτηνής. Λίγο πριν το Σεπτέμβρη του 1997 μεταφέρθηκε στον Κορυδαλλό για ψυχιατρική παρακολούθηση, καθώς παρουσίασε ψυχολογικές διαταραχές και δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον. Η γνωμάτευση της αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου, στην οποία υποβλήθηκε, έδειξε «εγκεφαλικά ευρήματα που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν φυσιολογικά». Επομένως, λάμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι προφανώς ο Σεχίδης δεν θα μπορούσε να περιγραφεί ως απόλυτα ψυχικά υγιής, αλλά η κατάστασή του δεν άγγιζε την ανικανότητα (έστω μερική) προς καταλογισμό.

Β) Η οικογένειά του, κατά πως φαίνεται, γνώριζε μέσες άκρες την προβληματική κατάσταση του γιου, αλλά δεν επεδίωξε την αντιμετώπισή της, πιθανότατα αφενός λόγω του φόβου του κοινωνικού στιγματισμού κι αφετέρου λόγω της ενασχόλησής της με τη δυσμενέστερη και σοβαρότερη κατάσταση της κόρης.

Οι εφημερίδες αμέσως μετά το έγκλημα φιλοξένησαν την άποψη του ψυχιάτρου Γιάννη Κούρου, η οποία αξίζει να παρατεθεί: «Το πρόβλημα σε όλα τα ακραία εγκλήματα αυτού του είδους, έχει να κάνει με την ανεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας και το φόβο του στιγματισμού. Η παθητικότητα και η υπερβολική ανοχή της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει ίσως να διαφοροποιείται σε ό,τι αφορά τέτοιου είδους παθολογίες, οι οποίες φαίνονται σ’ ένα μικρότερο βαθμό από χρόνια, πριν εκδηλώσουν μια μεγαλύτερη παθολογία. Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει για άλλη μια φορά στην περίπτωση του 24χρονου Θεόφιλου Σεχίδη και αποδείχτηκε με τον πιο τραγικό τρόπο, είναι ότι το οικογενειακό περιβάλλον, η ίδια η οικογένεια, οι φίλοι, η γειτονιά δεν έχουν αντιδράσει καθόλου, τόσα χρόνια που εξελισσόταν μια παθολογία. Η παθολογία αυτού του είδους μπορεί να εμφανιστεί με διαφορετικές μορφές. Ο συγκεκριμένος μηχανισμός ήταν: Θέλουν το κακό μου, με μισούν, με καταδιώκουν, θα με σκοτώσουν. Τους προλαβαίνω και τους σκοτώνω εγώ.»

Ένας άλλος ψυχίατρος, ο Μανώλης Μυλωνάκης προσφέροντας μια διαφορετική οπτική του θέματος υποστήριξε ότι ο άρρωστος δολοφόνος δεν είχε οδηγηθεί εγκαίρως στην ψυχιατρική και στις φροντίδες της, γιατί είτε δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν οι τραγικοί γονείς του το νοσηρό της προηγούμενης συμπεριφοράς του, είτε γιατί δεν μπόρεσαν να αντέξουν τις ψυχικές συνέπειες αυτής της πραγματικότητας και την αρνήθηκαν μέχρι το τέλος τους. Οι γονείς του Σεχίδη προφανώς ασχολήθηκαν κυρίως με τις σπουδές του. Η εξαφάνιση των θυμάτων δεν κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον των φίλων και γειτόνων, γιατί πιθανότατα λειτούργησε η παθητικότητα, χαρακτηριστικό των σημερινών Ελλήνων, η οποία μετατρέπει σε έναν ακόμη νεοελληνικό μύθο τις αρετές τις περιλάλητης τοπικής κοινωνίας.

Έτσι, ο Σεχίδης έμεινε ως προς το ζήτημα της υγείας του αβοήθητος, βιώνοντας, ενίοτε κι επιδικώκοντας, έναν ιδιότυπο κοινωνικό αποκλεισμό, με αποτέλεσμα η κατάστασή του να χειροτερεύσει, παρά την γενικότερη πρόοδό του, με την εισαγωγή και τη φοίτησή του στη Νομική Σχολή.

Γ) Με μια προσεκτική ματιά στα δεδομένα της υπόθεσης, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο Σεχίδης δεν πληρούσε τις προδιαγραφές του στερεοτυπικού εγκληματία, καθώς ήταν ευκατάστατος, με μεγάλη οικογενειακή περιουσία, δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις αρχές με παραβατική συμπεριφορά, διέθετε μόρφωση υψηλού επιπέδου, ως τριτοετής φοιτητής Νομικής κι είχε κουλτούρα που δεν θα ταίριαζε σε καμία περίπτωση στο στερεότυπο του εγκληματία, αφού άκουγε κλασική μουσική, ζωγράφιζε, διάβαζε λογοτεχνία, κλπ. Επιπλέον, πρέπει εμφατικά να σημειωθεί ότι η όποια ψυχική νόσος του δεν (πρέπει να) συνδέεται με το μύθο του ψυχασθενή εγκληματία και ενδεχομένως η μόνη περιοχή των χαρακτηριστικών του που εφάπτεται με το στερεότυπο του εγκληματία να είναι το διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, που δεν αφορά μεν διαζευγμένους γονείς ή την άσκηση βίας από τους γονείς ή τα αδέλφια, αλλά έχει να κάνει δε με οικογενειακή διαβίωση σε υψηλά επίπεδα έντασης, εν μέσω διενέξεων και αντιπαραθέσεων, χωρίς την απαραίτητη θαλπωρή και τον ψυχικό δεσμό μεταξύ των μελών της.

Όμως, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές, η μόρφωση ή η πνευματική καλλιέργεια δεν αποτελεί από μόνη της την ασφαλιστική δικλίδα για να αποφευχθεί η εκδήλωση ακραίας βίας. Όπως ο καθηγητής Νέστωρ Κουράκης επεσήμανε μέσω του τύπου: «πολλές φορές η μόρφωση δρα κατασταλτικά στην προδιάθεση της βίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως την καταπνίγει κιόλας. Αν παραμείνει ισχυρή και εκδηλωθεί, τότε ο δράστης ενός αποτρόπαιου εγκλήματος που είναι ευφυής μπορεί να εγκληματήσει αγριότερα. Ποτέ ένας αγράμματος και αμόρφωτος δεν θα σκεφθεί να αφαιρέσει το δέρμα για να εξαφανίσει τα δακτυλικά αποτυπώματα του θύματος. Αυτό προϋποθέτει υψηλή νοημοσύνη!»

Η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Φ. Τσαλίκογλου εκτίμησε μεταξύ άλλων: «τα κίνητρα της πράξης θα μείνουν θαμμένα στα ερέβη του ταραγμένου νου. Οι πολύπλοκες διαδρομές που ο ταραγμένος αυτός νους διένυσε από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του καταχθόνιου σχεδίου μέχρι την έσχατη στιγμή της εκτέλεσής του, ανήκουν εσαεί στην ιστορία του δράστη. Και αυτή την ιστορία μόνο ως πλαστογράφος και μυθοπλάστης θα μπορέσει ο ειδικός να την αφηγηθεί. Ναι, πράγματι, είναι ένα ανατριχιαστικό έγκλημα. Ναι, πράγματι, ορισμένες εκφάνσεις της ψυχικής ασθένειας, όπως είναι το διωκτικό παραλήρημα της σχιζοφρένειας, μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Όμως, υπάρχει ένα μεγάλο ‘όμως’, που οφείλουμε ακόμα μια φορά να τονίσουμε. Τα αποτρόπαια εγκλήματα με δράστες ψυχικά ασθενή άτομα είναι σπάνια. Πολύ πιο σπάνια από ό,τι νομίζουμε. Είναι σπάνια και εξαιρετικά, όσο και αν το αδηφάγο βλέμμα της δημοσιότητας πέφτει σαν κοράκι πάνω τους για να τα αξιοποιήσει. Να τα μετατρέψει σε θέαμα, άξιο προσοχής, μεταφέροντας χιλιάδες περιττές λεπτομέρειες του εγκλήματος, που έντεχνα υποδαυλίζουν την έλξη της φρίκης. Το σκηνικό, όμως, δεν είναι αθώο. Ένα παραπλανητικό στερεότυπο για μία ακόμη φορά ενδυναμώνεται: Η τρέλα συμβαδίζει με την επικινδυνότητα. Η ψυχική νόσος είναι ικανή από μόνη της να οδηγήσει το πλέον ειδεχθές έγκλημα. Στην πλάνη αυτή οφείλουμε να αντισταθούμε.»

Δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τα αμέσως παραπάνω, καθώς τα στατιστικά δεδομένα συστηματικά καταρρίπτουν τον κατασκευασμένο μύθο του σχιζοφρενούς δολοφόνου, καθώς το μερίδιο των εγκληματιών επί του συνόλου των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας είναι ελάχιστο και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προβληματίσει ή πολύ περισσότερο να λειτουργήσει στιγματιστικά.


Η υπόθεση Σεχίδη σηματοδοτεί ίσως την πιο στυγερή αλληλουχία ανθρωποκτονιών που έχει συμβεί στην Ελλάδα, δεδομένων των χαρακτηριστικών του δράστη και της στενής συγγένειας του με τα θύματα, του ιδιαίτερα σκληρού τρόπου διάπραξης των εγκλημάτων, της προσπάθειας του εξαφανίσει τα πτώματα και της αμφισβητούμενης ψυχικής ισορροπίας του. Όλες αυτές οι παράμετροι καθιστούν τις πράξεις του μια sui generis κατηγορία στα ελληνικά εγκληματικά χρονικά.

Όπως έγραψε ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός:
«Ζητώντας για τη φυλακή Μπαχ και Μότσαρτ και μόνο βιβλία, πολλά βιβλία, ο Σεχίδης μπαίνει σε εκείνη την κατηγορία των δολοφόνων που τόσο «ενέπνεαν» τους συγγραφείς στις αρχές του αιώνα.  Ελπίζω αυτή η υπόθεση που με τάραξε να μη γίνει κι αυτή μια ακόμα μέτρια ελληνική ταινία, σαν αυτές που γυρίζονται με βάση ανάλογα περιστατικά. Χρειάζεται ένας Ντοστογιέβσκι της πένας ή του σελιλόιντ, για να μπορέσει να μην προδώσει την πολυπλοκότητα αυτής της υπόθεσης».
 

palermo

Μέγας
Εγγρ.
18 Φεβ 2006
Μηνύματα
11.883
Κριτικές
140
Like
426
Πόντοι
3.595
μην γαμάς την κουβέντα που λέει και ο Χαλβατζής!!!!με τα σεντόνια!
 

sarouman

Τιμημένος
Εγγρ.
22 Ιαν 2007
Μηνύματα
2.623
Κριτικές
69
Like
535
Πόντοι
7.125
Για τον Δουρή γράψατε?


Αλλά ο κάθε άνθρωπος είναι ικανός για το καλύτερο και για το χειρότερο... Ας μη βιαζόμαστε να καταδικάζουμε ή να βάζουμε ταμπέλες..
 

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16

stefanD

Μέλος
Εγγρ.
15 Μαρ 2006
Μηνύματα
2.026
Κριτικές
4
Like
21
Πόντοι
16
μην γαμάς την κουβέντα που λέει και ο Χαλβατζής!!!!με τα σεντόνια!

Τώρα είδα οτι τα έχει και σε αυτό το blog που έχει δωθεί, εγω τα έπαιρνα απο αλλού  :headbang:
Και πως να τα έβαζα ρε παλέρμε ? 5 πόστο το κάθε θέμα ?  :S
 

silva!

Ενεργό Μέλος
Εγγρ.
13 Δεκ 2008
Μηνύματα
16.051
Κριτικές
3
Like
14
Πόντοι
166
ΚΛΕΙΣΤΟΣ ΦΑΚΕΛΟΣ ΠΑΓΚΡΑΤΙΔΗ. ΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ.

Ρεπορταζ Ζωή Κυροπούλου Δημοσίευση: Status"
Ο Παγκρατίδης ήταν ένας γραφικός τυπάκος της εποχής του 60. Χαμένος σε ένα κόσμο με κανόνες που δεν όρισε αυτός και δε τον απασχόλησαν ποτέ. Ούτως ή άλλως αδυνατούσε να τους καταλάβει. Και γιατί άλλωστε;  Στα πέντε του είδε το πατέρα του να σφάζεται μπροστά στα μάτια του. Απλά και ακατανόητα. Έκτοτε, ο περίγυρος τον φώναζε γουρούνα γιατί έτρωγε από τα σκουπίδια.  Τα’ αδέρφια του  είχαν πει κάποτε γι’ αυτόν ότι είναι χαμηλής νοημοσύνης. Ο ίδιος άλλωστε δεν είχε γνώμη για τίποτε. Ούτε καν για τη σεξουαλικότητα του. Στον ανακριτή λίγα χρόνια αργότερα θα πει: Είτε με γυναίκες πάω είτε με άνδρες, το ίδιο μου κάνει. Στα δώδεκα του χρόνια εκσπερματώνει μέσα του για πρώτη φορά ένας άνδρας. Είναι ο Απόστολος Λύτης. Χημικός και παιδεραστής που ξαλαφρώνει έναντι του ποσού των πενήντα δραχμών.
Έκτοτε ο Παγκρατίδης αρχίζει μια καριέρα αρσενικής πόρνης. Όχι από κάποιο ιδιαίτερο ζήλο. Απλά πάει με τον άνεμο και παίζει με τους κανόνες των άλλων. Είναι δειλός και φοβισμένος γι’ αυτό η τιμή του βρίσκεται στη προαίρεση όσων τον πηδούν. Πολλές φορές απολαμβάνει απλά ένα πιάτο φασολάδα και του είναι αρκετό. Δε φτιάχνεται με το παθητικό ομόφυλο σεξ όμως ούτε το αποφεύγει όταν του δίνεται η ευκαιρία για ένα χαρτζιλίκι Οι γυναίκες του αρέσουν όμως οι γυναίκες «θέλουν λεφτά» κι έτσι συμβιβάζεται με όσα έχει. Τριγυρνάει σα το βρώμικο γάτο στα σκουπίδια του λιμανιού. Χαρίζει οργασμούς της δεκάρας σε ναυτικούς και λιμενεργάτες δίπλα στις ψωραλέες βάρκες, στα βουνά και στα εβραϊκά μνήματα .
cf258125ce25b925cf258325cf258425ce25b525ce25af25ce25b425ce25b725cf258225ce25a025ce25b125ce25b325ce25ba25cf258125ce25b125cf258425ce25af25ce25b425ce25b.jpg


Ο Αριστείδης Παγκρατίδης υπήρξε γόνος ταπεινής οικογένειας από τα Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης. Τελειόφοιτος της δευτέρας τάξης του δημοτικού σχολείου, πότης με πεποίθηση -η μόνη πεποίθηση που είχε στη ζωή του- τρόφιμος αναμορφωτηρίου λόγω κλοπής ποδηλάτου, αιμοδότης για το χαρτζιλίκι, ηδονοβλεψίας για το μεράκι του και στα μεγάλα γλέντια ανεπρόκοπος μαστούρης.
Στην εποχή του Λαμπράκη και του 60 όπου οι ήρωες στέφονται με δάφνες και οι αντιήρωες είναι οι χαμένοι και οι απόκληροι της ζωής, ο Παγκρατίδης δεν είχε καμία τύχη.
Σ’ αυτή την εποχή ο φόβος κυριαρχούσε.  Τον μύριζες δεν τον ομολογούσες  και έτρεμες το διπλανό σου. Ο φόβος όμως βρήκε παρηγοριά και υπόσταση όταν άρχισε να κυκλοφορεί η φήμη του «δράκου». Τώρα είχε πάρει σάρκα και οστά. Ο δράκος σκότωνε και βίαζε με τον απεχθέστερο τρόπο. Ήταν άφαντος και ασύλληπτος. Η αιτία όλων των δεινών. Όμως ταυτόχρονα «έπασχε»και από μια αντίφαση. Ήταν φόβος απενοχοποιημένος όχι μόνο τον ομολογούσες αλλά και τον ζούσες ελεύθερα. Έτσι πήρε διαστάσεις επιδημίας. Εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ελλάδα ασχέτως αν απασχόλησε αποκλειστικά τη Θεσσαλονίκη.
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης από την άλλη, θα μπορούσε να ήταν αστείος μέσα στο παραλυτικό του φόβο και τις επιπτώσεις του αν δεν ήταν πιο αστείοι όλοι εκείνοι που εν μια νυκτή τον βάφτισαν δράκο…
ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
( 7 Δεκεμβρίου 1963)
Η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει άλλο ένα υγρό Σάββατο. Ο περιβόητος δράκος έχει διαπράξει ήδη τρία απεχθή εγκλήματα με το αγαπημένο του παιχνίδι-όπλο. Επιλέγει πέτρες μυτερές και τραχιές που αφήνουν τα πτώματα σε μορφή πολτού. Τα ζευγαράκια παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να συναντιούνται βιαστικά, οι γονείς βγαίνουν βόλτα με τα παιδιά τους και ο Παγκρατίδης σχολάει όπως κάθε μέρα την ίδια ώρα από τη δουλειά του στο λούνα παρκ του Πρόδρομου Χαλεπλή με σκυφτό κεφάλι. Κατευθύνεται  στη γνωστή ταβέρνα δίπλα στα δικαστήρια. Θα συναντήσει τρεις φίλους του και μια κοπέλα και θα πιει μέχρι σκασμού. Περνάει καλά αυτό το Σαββατόβραδο. Έχει κέφι για πολύ σεξ. Σκοπεύει να πάει για πατσά και μετά ν’ αναζητήσει ότι του λείπει. Η πρώτη πρωινή, τον βρίσκει σε πατσατζίδικο της Εγνατίας. Είναι τύφλα και μαστούρης. Στο δρόμο της επιστροφής φεύγει μ’ ένα φίλο του παθητικό. Τον Μήτσο. Το ζευγάρι κατευθύνεται στην οικογενειακή εστία του δεύτερου. Εκεί όμως ο παθητικός αναστατώνεται βλέποντας την οικτρή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο Παγκρατίδης. Φοβάται μη ξυπνήσει τους γονείς του. Κάνει θόρυβο και δεν έχει συναίσθηση τι του γίνεται. Απογοητευμένος τον διώχνει φορώντας του τα παπούτσια γιατί του είναι αδύνατον να τα βάλει μόνος του. Ο Παγκρατίδης βρίσκεται και πάλι στο δρόμο. Τριγυρνάει φοβούμενος να κατευθυνθεί στο λιμάνι μήπως και τον τσακώσουν για αλητεία. Του έχει καρφωθεί στο μυαλό ότι είναι σε θέση να κάνει σεξ. Κατευθύνεται στο ορφανοτροφείο Μ Αλέξανδρος. Ακούγεται ότι τα κορίτσια εκεί μέσα είναι ευχάριστα και εύκολα. Δίνει ένα σάλτο και πηδάει το μαντρότοιχο. Βρίσκει έναν ανοιχτό παράθυρο και μπαίνει μέσα. Τώρα περπατάει στο χολ του δεύτερου πατώματος. Βλέπει τα κοριτσίστικα κορμιά που είναι παραδομένα στην αγκαλιά του Μορφέα. Είναι η μοναδική αγκαλιά που θα τα παρηγορήσει τελικά μιας και ο Αριστείδης Παγκρατίδης θα πέσει ξερός στο πρώτο άδειο κρεβάτι που θα βρει μπροστά του απ’ το πολύ πιόμα. Ροχαλίζει θορυβωδώς και η Δέσποινα Νικολαίδου ξυπνάει τρομαγμένη και γεμάτη απορία.
-Τι θέλεις εδώ; του κάνει.
-Μη φοβάσαι, θα φύγω της απαντάει και φεύγει χωρίς να τη πειράξει.
Η Νικολαίδου αναστατωμένη ξυπνά τις υπόλοιπες τροφίμους του ορφανοτροφείου. Αναφέρει το γεγονός αλλά κανείς δε τη πιστεύει. Την ειρωνεύονται πως όλα τα είδε στον ύπνο της και αλλάζουν πλευρό.
Λίγο αργότερα η δωδεκάχρονη Αικατερίνη Σούρλα ουρλιάζει έντρομη με ανακατεμένα μαλλιά και σκισμένη πιτζάμα. Φωνάζει ότι της επιτέθηκε ένας άγνωστος με μια πέτρα. «Ήρθε στο κρεβάτι για να μου κάνει κακά πράγματα διαμαρτύρεται έντρομη.» Ο Παγκρατίδης στο μεταξύ έχει προλάβει να διαφύγει. Στο δρόμο τρέχοντας, έρχεται αντιμέτωπος με έναν εισπράκτορα λεωφορείου που τηλεφωνεί στο 100 και καταγγέλλει το περιστατικό. Φτάνει σπίτι του και κοιμάται αμέσως. Στις πέντε όμως το πρωί ένας υπομοίραρχος τον συλλαμβάνει. Παρουσία εισαγγελέα και αξιωματικών, οδηγείται ξανά στο ορφανοτροφείο. Εκεί ομολογεί τη πράξη του και αρχίζει η περιπέτεια……..
Χρόνια αργότερα στα 1988 ο ιατροδικαστής Καψάσκης θα πει: «Ο Παγκρατίδης…πέφτει ουρανοκατέβατος, με τη τόση ανόητη και ηλίθια ενέργεια του ορφανοτροφείου. Δηλαδή σα να ήθελε να πει ότι «εγώ πάω να κάνω αυτά τα πράγματα που έκανε και ο Δράκος»


Ο ΔΡΑΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ.

Το πρωί της 20ης Φεβρουαρίου του 1959  παιδάκια του δημοτικού σχολείου της κοινότητας του Αγίου Παύλου βρίσκουν παρατημένα στην άκρη του δάσους  τα θρυματιασμένα κορμιά  του 35χρονου λεβητοποιού Αθανάσιου Παναγιώτου και της φίλης του Ελεωνόρα Βλάχου. Τα κρανία τους βρίσκονται σε κακή κατάσταση και θα είχαν σίγουρα πεθάνει αν η τρομερή παγωνιά των ημερών δε τους σταματούσε το αίμα. Μετά από μήνες σε κρίσιμη κατάσταση διασώζονται. Ο Παναγιώτου όμως παθαίνει αμνησία. Η ιατροδικαστική έκθεση που ακολουθεί συμπεραίνει ότι ο δράστης αφού εξουδετέρωσε τον Παναγιώτου στράφηκε στη γυναίκα τη χτύπησε στο κεφάλι με μια μυτερή πέτρα της ξέσχισε τα ρούχα και τη κακοποίησε ενώ ψυχορραγούσε. Κι ενώ η Θεσσαλονίκη αρχίζει να παραλύει από φόβο στο πρώτο άκουσμα τηςείδησης ο άγνωστος δολοφόνος επανέρχεται λίγες μέρες αργότερα. Στις 6 Μαρτίου 1959 ο ίλαρχος Ραΐσης 33 χρόνων παντρεμένος πατέρας τριών παιδιών και η νεαρή ερωμένη του Ευδοξία Παληογιάννη 23 χρόνων, εργάτρια του ζαχαροπλαστείου Φλώκα., βρίσκονται από περαστικό φορτηγατζή, νεκροί με καταθρυματισμένα τα κρανία τους, σ’ ένα χωράφι κοντά στο αεροδρόμιο της Μίκρας.
Ο τρόπος επίθεσης κοινός. Και στις δυό περιπτώσεις ο δράστης δολοφόνησε πρώτα τον άντρα με μυτερή πέτρα και αργότερα ξέσπασε με αλλεπάλληλα θανατηφόρα χτυπήματα πάνω στη γυναίκα. Και αυτή τη φορά, βίασε τη γυναίκα, ακριβώς τη στιγμή που εκείνη ξεψυχούσε.
Ο δεύτερος φόνος υπήρξε το σύνθημα για τη μαζική φοβία που ξέσπασε. Ο κόσμος πιέζει για τη σύλληψη του ενόχου. Η αστυνομία αρχίζει να σαστίζει.. Αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση είναι αρκετά δύσκολη και επικηρύσσει το δράστη για 100.000 δραχμές. Ποσό εξωφρενικό για την εποχή. Παράλληλα ο εισαγγελέας απαγορεύει την αναδημοσίευση κάθε σχετικής είδησης για τη διευκόλυνση του ανακριτικού έργου.
Από την υπόθεση της συγκεκριμένης δολοφονίας όμως προκύπτει ξεκάθαρα ένα νέο στοιχείο:  οι δράστες ήταν δυο. Ο τοπικός τύπος το περιγράφει γλαφυρότατα και σίγουρα όχι αυθαίρετα. Η  Μακεδονία γράφει σχετικά:(…...) περισσότεροι του ενός οι δράσται. Ενώ εψυχορράγη, η νέα εβιάζετο υπό των κακούργων (….) Ο ίλαρχος επάλαιψε απεγνωσμένα με τους στυγερούς δράστες.
Ο Ελληνικός Βοράς επίσης; Είς αναβρασμόν η πόλις (….) Άγνωστοι κακοποιοί, προφανώς ανώμαλοι και διεφθαρμένοι ψυχικώς, οι δράσται»
Η αστυνομία και ο ιατροδικαστής θεωρούν δεδομένη την ύπαρξη δυο δραστών από την ύπαρξη των εξής στοιχείων: το πτώμα της γυναίκας μεταφέρθηκε αβίαστα χωρίς να συρθεί σε απόσταση οχτώ μέτρων ενώ του λοχαγού σε απόσταση 28 μέτρων.
Βρέθηκαν αποτυπώματα πάνω στο γυμνό στήθος της Βλάχου τα περισσότερα αιματοβαμμένα στης οποίας « ….τα ανοικτά σκέλη υπάρχουν ίχνη πελμάτων και γονάτων ατόμου γονατίσαντας δια διενέργειαν πράξεως σεξουαλικής»
Υπάρχει το δείγμα αίματος ενός από τους δράστες. Όμως ένα ερώτημα ακόμη ταλαιπωρεί την αστυνομία. Γιατί ο λοχαγός Ραΐσης πέθανε κρατώντας τον αναπτήρα του στην αριστερή παλάμη του; Μήπως ήθελε να προσφέρει φωτιά σε κάποιον γνωστό του;
3 Απριλίου 1959
Καινούργια έφοδος του Δράκου αυτή τη φορά  στο Δημοτικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Σκοτώνει την εικοσπεντάχρονη υπάλληλο του ιδρύματος Μελπομένη Πατρικίου. Αμέσως μετά προσπαθεί να δολοφονήσει την αυτόπτη μάρτυρα Φανή Τσαμπάζη που εργάζεται ως νοσοκόμα. Το δεύτερο θύμα βάζει τις φωνές και οι συνάδελφοί της σπεύδουν σε βοήθεια. Ο δράστης προλαβαίνει να διαφύγει αφήνοντας την αιμόφυρτη από τα’ απανωτά χτυπήματα. Ευτυχώς όχι θανάσιμα. Η νοσοκόμα Φανή Τσαμπάζη είναι το πρώτο θύμα που πρόλαβε να δει το δράστη.
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ


Μια ολόκληρη τετραετία ο φοβερός εγκληματίας που σε διάστημα 42 ημερών σκότωσε τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους τρεις παρ’ όλες τις προσπάθειες της αστυνομίας δε κατέστη δυνατόν να συλληφθεί. Ξαφνικά τη 14η πρωινή του μηνός Δεκεμβρίου το έτος 1963 η αστυνομία ανακοινώνει επίσημα ότι ο συλληφθείς Αριστείδης Παγκρατίδης ετών 23 είναι ο δράκος του Σειχ Σου. Ο άμοιρος Αριστείδης «ομολόγησε» μετά από δεκαεξάωρη υποχρεωτική ορθοστασία, δίπλα σε αναμμένη σόμπα πάνω στην οποία κατά διαστήματα έριχναν νερό για να δημιουργούνται  υδρατμοί. Ύπνος με υγρή κουβέρτα, τροφή του παξιμάδι με νερό, μπόλικο ξύλο στο διάλειμμα και ψυχαγωγία του η διαρκής επανάληψη όλων όσων έπρεπε να πει πριν από κάθε αναπαράσταση. «Είσαι μικρός, ομολόγησε και θα σε γλιτώσουμε με δυο χρόνια στη Κασσάνδρα τον παροτρύνει ο εισαγγελέας Παπαντωνίου και ο Παγκρατίδης για ακόμη μια φορά στη ζωή του κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Πάει όπου φυσάει ο άνεμος. Ακολούθως εν χορό, έρχονται η εισαγγελική απαγόρευση για οποιαδήποτε δημοσίευση σχετική με την υπόθεση, η κάθειρξη εννέα ετών για την απόπειρα βιασμού στο ορφανοτροφείο και «τετράκις εις θάνατον» για τα εγκλήματα του Σειχ Σου. Η νομοταγής συνείδησή τους παραλείπει εκ του προχείρου να θέσει υπόψη της τα δαχτυλικά αποτυπώματα στο τόπο του εγκλήματος, την ομάδα αίματος, τις πατημασιές του εγκλήματος στη Μίκρα καθώς και τις τρίχες μαζί με τα αποτυπώματα από το έγκλημα στο δημοτικό νοσοκομείο.


Η δίκη αποδείχθηκε φιάσκο.Οι συνήγοροι του Παγκρατίδη παρά τις ηρωικές τους προσπάθειες τελικά εξαναγκάζονται σε παραίτηση από τις αυξανόμενες πιέσεις που δέχονται από τις δικαστικές και τις πολιτικές αρχές.. Ο Παγκρατίδης αρνείται τους νέους δικηγόρους που του δίνει το δικαστήριο για την υπεράσπισή του. Δε «συμμετέχει» πια στη δίκη του. Για πρώτη φορά αντιστέκεται στον άνεμο και το μέγεθός του γίνεται ανάλογο του ύψους των περιστάσεων. Οι εφημερίδες σχολιάζουν τα γεγονότα και αρκετές φορές τα επικρίνουν ο κόσμος αρχίζει να δείχνει συμπάθεια στον αναξιοπαθούντα δράκο και γυναίκες που συμμετέχουν τυχαία στο ακροατήριο της δίκης ξεσπούν σε λυγμούς όταν ανακοινώνεται η καταδικαστική απόφαση σε βάρος του.

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΚΑΙ Η ΚΗΔΕΙΑ.
Στις 16 /2 του 1968 εννέα χρόνια μετά τη διάπραξη των εγκλημάτων και δυο από τη καταδίκη του σε θάνατο ο Αριστείδης Παγκρατίδης εκτελέσθηκε από τη χούντα την αυγή μιας γαλάζιας μέρας. Έτσι ονομάτιζε τις Κυριακές η μάνα του γιατί ήταν οι μοναδικές ημέρες που μπορούσε να δει το γιο της και να του πάει φαγητό στη φυλακή. Όλες οι εφημερίδες της εποχής αναφέρονται στη ψυχραιμία του και στη διάθεση του να ξεκαθαρίσει σε όσους τον πλησίαζαν ότι ήταν αθώος
.-Δεν είμαι εγώ. Δεν έκανα εγώ τα εγκλήματα.
Ο ιερέας που τον συνόδευε στο αυτοκίνητο υπομένει το καπνό του από τα πολλά τσιγάρα. Τις τελευταίες του ώρες καπνίζει μανιωδώς. Σε κάποια στιγμή μόνο του είπε:
- Σκέφτομαι τη μάνα μου. Η καημένη θα ρθεί τη Κυριακή …..όπως κάθε φορά αλλά δε θα με βρει εδώ.
Απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα φωνάζει ότι είναι αθώος και ζητάει να του κλείσουν τα μάτια.
Αμέσως μετά κάνει παράκληση στους εκτελεστές του να τον σκοπεύσουν καλά… «να μη τυραννιστώ» Μέσα στο χάραμα ακούγεται το παράγγελμα πυρ και ο Παγκρατίδης φωνάζει.
-Μανούλα μου είμαι αθώος.
Κατά τον ενταφιασμό του δεν παρευρέθηκε κανείς από τους συγγενείς του. Το βράδυ διαμαρτυρήθηκαν ο αδελφός του Παγκράτης και η νύφη του στις τοπικές εφημερίδες. Δεν ειδοποιήθηκαν από τις αρμόδιες αρχές. Μόνοι τους το απόγευμα πήγαν στην Εξοχή κι έκαναν τρισάγιο στο τάφο του.
«Η υπόθεση Παγκρατίδη εκδικάστηκε την ίδια χρονιά με την υπόθεση Λαμπράκη. Ο ιατροδικαστής Δ. Καψάσκης που θα έλυνε το μυστήριο με τις τρίχες που βρέθηκαν στις παλάμες της Μελπωμένης Πατρικίου, δε κλήθηκε από τον εισαγγελέα να καταθέσει. Μετά από αρκετό χρονικό διάστημα σε ερώτηση του δημοσιογράφου Παπαιωάννου Κώστα, θα δηλώσει: Όσο είσαι εσύ ο Δράκος άλλο τόσο είναι και ο Παγκρατίδης. Λίγο αργότερα ο δημοσιογ΄ραφος φεύγει με τη δήλωση του ιατροδικαστή παραμάσχαλα και ο Καψάσκης τον ακολουθεί τρέχοντας ανακαλώντας την. Αρνείται να κοινοποιήσει την άποψή του.

[URL unfurl="true"]http://wraiazwi.blogspot.com/2011/07/blog-post_8803.html[/url]


 

Επισκέπτης
Και από τα εγκλήματα
αποδεικνύεται η μουνοδουλίαση των ελλήνων.

Η σύζυγος-δολοφόνος του ιστορικού εγκλήματος του Αθανασόπουλου
βγήκε σε λίγα χρονάκια, επειδή παντρεύτηκε το ... διευθυντή της φυλακής
(βενιζελική ελλάς=τύφλα να έχει η ΠΑΣΟΚική).

Η Μαργέτη , συνεργός των σατανιστών σε τόσα εγκλήματα
βγήκε επίσης πατ-κιουτ ...

Ά ρε εγγλεζάρες μάγκες που κρεμούσατε τις καριόλες φόνισες ...
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom