Το ημιτελές αριστούργημα του Φλωμπέρ
Ενα από τα πιο πρωτότυπα μυθιστορήματα του μοντερνισμού στα πρώτα του βήματα
Συναντιούνται σε ένα παγκάκι και διαπιστώνουν ότι έχουν γράψει και οι δύο το όνομά τους στο καπέλο τους για να μην το χάσουν, εργένης ο ένας και χήρος ο άλλος, άτεκνοι και οι δύο και αντιγραφείς: ο Φλωμπέρ έχει θέσει σε λειτουργία το μηχανισμό με τον οποίο θα «εκδικηθεί» τους συγκαιρινούς του· κι εμείς έχουμε γνωρίσει τον Μπουβάρ και τον Πεκισέ. Τα δύο ανθρωπάκια που θα πρωταγωνιστήσουν σε ένα από τα πιο πρωτότυπα και πιο ανοιχτά μυθιστορήματα του μοντερνισμού στα πρώτα του βήματα, σε μια «κριτική εγκυκλοπαίδεια υπό μορφή φάρσας» που κλείνει μέσα της όλο το μίσος του Φλωμπέρ για την εποχή του.
Οι δύο μεσόκοποι φίλοι αφήνουν πίσω τους το Παρίσι και εγκαθίστανται στην επαρχία, όπου επιδίδονται απερίσπαστοι σε κάθε λογής πειράματα, όλων των επιστημών, προσπαθώντας να κατακτήσουν τη γνώση και τον κόσμο, με ορίζοντα την αιωνιότητα. Καταστρέφουν καλλιέργειες, πηγαίνουν να σκοτωθούν από εργαστήρια κονσερβοποίησης που τινάζονται στον αέρα, βράχια στα οποία αναζητούν απολιθώματα (η τρομερή γοητεία που άσκησε η γεωλογία και η παλαιοντολογία στον ρομαντισμό) σκάνε πλάι τους και μετά βίας γλιτώνουν, κάνουν πειράματα σε σκύλους και μελετούν ανατομία σε ομοιώματα, δίνουν ιατρικές συμβουλές στους γείτονές τους και προκαλούν εκρήξεις αγελάδων. Ασχολούνται εξίσου ανεπιτυχώς με τη χημεία και τη γυμναστική, τη λογοτεχνία και την ιστορία, την πολιτική και τη θεολογία. Στο τέλος, μετά το ύστατο πείραμα της εφαρμογής των πάντων στην εκπαίδευση δύο παιδιών, του Βικτόρ και της Βικτορίν, οι αντιγραφείς ξαναγίνονται αντιγραφείς.
Δεν πρόλαβε
Ο δεύτερος τόμος όμως αυτής της μεγαλειώδους σύλληψης, η οποία υλοποιεί τη φιλοδοξία του Φλωμπέρ να αφήσει τον αναγνώστη μέσα στην απόλυτη αβεβαιότητα σε όλα τα επίπεδα, τα όσα αντέγραψαν οι αντιγραφείς, λείπει. Διότι ο Φλωμπέρ υπήρξε προφητικός: ο άνθρωπος τελείωσε πριν από το έργο. Το «Μπουβάρ και Πεκισέ» εκδόθηκε μετά το θάνατό του, ημιτελές, προκλητικό, αγκιστρωμένο στην εποχή του και μαζί στο μέλλον, κλασικό και μοντέρνο, πολύπλοκο και πάντα εξαιρετικά επίκαιρο.
«Η λογοτεχνία όλο και περισσότερο θα προσομοιάζει στην επιστήμη», έλεγε ο Φλωμπέρ – και εννοούσε σε επίπεδο αντικειμενικότητας, ακρίβειας, αποστασιοποίησης. Μέσα για την επίτευξη των στόχων αυτών, η τεκμηρίωση, η χρονική απόσταση (η δράση στο «Μπουβάρ και Πεκισέ» εκτυλίσσεται το 1840-50, είκοσι χρόνια πριν από τη συγγραφή του), η απουσία κάθε εμπλοκής, το δούλεμα της αφηγηματικής φωνής, που στο συγκεκριμένο βιβλίο χάνεται και μπερδεύει τον αναγνώστη. Χίλιοι πεντακόσιοι τόμοι, χρόνια και χρόνια εξαντλητικής μελέτης, μια υπέρμετρη, υστερική έγνοια για τη φράση, το κέντρο της φλωμπερικής δημιουργίας, το ύφος, την απελευθέρωση του λόγου από τα δεσμά της αναπαράστασης και την ανάδειξη της –επικίνδυνης ίσως– αυτονομίας του, και η χολή, η απέχθεια του Φλωμπέρ για την ανθρώπινη βλακεία: ιδού τα συστατικά του «βιβλίου των εκδικήσεων», της «εγκυκλοπαίδειας της ανθρώπινης βλακείας». Ο Μπαλζάκ, ο Ζολά, ο Ουγκώ, ο Σκοτ, το προϊστορικό μυθιστόρημα που θριαμβεύει στον 19ο αιώνα εκφράζουν την τάση της λογοτεχνίας να αναζητήσει έρεισμα στη θριαμβεύουσα επιστήμη. Ο Φλωμπέρ προχωράει λίγο περισσότερο. Κάνει μια επισκόπηση των επιστημών και τις υπονομεύει εκ των έσω, των ιδεών της εποχής του και τις αποδομεί μέχρις εσχάτων. Για τον Φλωμπέρ, η πρωτοκαθεδρία ανήκει στον λόγο καθαυτό και ο λόγος δεν γνωρίζει καμία βεβαιότητα.
Αποτύπωση των αδιεξόδων
Αρκεί όμως η γνώση μας ως προς τις προθέσεις του για να εξηγήσει τη μαλλαρμεϊκή, στην ουσία της, αυτή σύλληψη, αυτό το βιβλίο των βιβλίων δηλαδή; Μάλλον όχι. Μπορεί οι δύο ήρωες αυτού του ιδιότυπου μυθιστορήματος μαθητείας να διαβάζουν μάλλον εκλαϊκευμένα συγγράμματα παρά μείζονες επιστημονικές πραγματείες. Μπορεί οι αναφορές τους να είναι έργα σχετικά παρωχημένα ήδη και οι ίδιοι ερασιτέχνες για γέλια και για κλάματα. Οπως ακριβώς όμως ο Φλωμπέρ δεν μας αφήνει να διακρίνουμε σαφώς ποιος μιλάει, έτσι δεν μας αφήνει και να καταλάβουμε πότε μιλάει σοβαρά και πότε όχι. Αν πάρει κανείς το βιβλίο στα σοβαρά, δεν προχωράει το πράγμα, έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ. Αν το διαβάσει ανάποδα, το ίδιο. Διότι το «Μπουβάρ και Πεκισέ» μια «εγκυκλοπαίδεια γλωσσικής έκφρασης» που σχολιάζει, εκτός των άλλων, τη σχέση των πραγμάτων με τα ονόματά τους, τη φύση της γλώσσας, την ιεραρχία των τρόπων της, την ίδια την κρίση της αναπαράστασης και της αλήθειας, έναν δυσνόητο, ανερμήνευτο κόσμο, στην αποκωδικοποίηση του οποίου οι επιστήμες, και όχι η επιστήμη προφανώς, δεν μοιάζουν ιδιαιτέρως βοηθητικές.
Στο «Μπουβάρ και Πεκισέ», διακρίνει κανείς ήδη την κρίση της νεωτερικότητας, τον αρχόμενο μοντερνισμό, με τη συνείδηση των αδιεξόδων του κόσμου και της αποτύπωσής τους στην τέχνη, τον μεταμοντερνισμό και τον κατακερματισμό του, την εξειδίκευση των σύγχρονων επιστημών που αδυνατούν να περιγράψουν την ανθρωπότητα και την ανθρωπινότητα, την έλλειψη νοήματος και την παντοδυναμία των αφηγήσεων. Διαβάζει όμως κι ένα μυθιστόρημα, σε μία από τις πιο εξαρθρωμένες μορφές του, πέρα από την πλοκή και τις κορυφώσεις, ένα μυθιστόρημα φιλοσοφικό, για τον άνθρωπο, τη θέση του στον κόσμο και τη σχέση και τη γνώση του για τον εαυτό και τον κόσμο. Κριτική ίσως του ορθολογισμού; Ή εγκώμιο της δημιουργίας και ενός άλλου τρόπου αντίληψης των πραγμάτων; Σίγουρα ένα τερατώδες αριστούργημα, που δεν εμποδίζει το μόνιμο μισοχαμόγελο του αναγνώστη, ο οποίος απολαμβάνει τις υπέροχες περιγραφές μιας αποτυχίας – που θα μπορούσε εντέλει να διαβαστεί και ως απόδειξη της ανθρώπινης ατέλειας.