Η ιερόδουλη και το όνειρο
Το κτήριο το ίδιο ήταν σαν άσυλο. Ειρηνικό. Χωρίς θορύβους. Η λιακάδα μιας κρύας φθινοπωρινής ημέρας και τίποτε άλλο πέρα από τον ήχο του αέρα. Γάτες κυκλοφορούσαν ανάμεσα σε τριανταφυλλιές και άνδρες κατέφθαναν διακριτικά με παλιές BMW. Θα μπορούσα άνετα να περάσω την ημέρα μου στην αυλή του οίκου ανοχής της Σούλας στη Λάρισα.
Πραγματικά, δεν είχε την ατμόσφαιρα που θα περίμενα να έχει. Είχε φως. Ηρεμία. Τουλάχιστον ο έξω χώρος. Ένα μέρος όπου αυτοί που έφταναν άφηναν τα προβλήματά τους στην είσοδο.
Μέσα κυριαρχούσε το κόκκινο. Κόκκινα φώτα και μεταξωτά σεντόνια και αγάλματα ημίγυμνων γυναικών σε κάθε γωνιά. Ζωγραφιές απεικόνιζαν αρχαιοελληνικές σκηνές σεξ, αλλά ήταν πιο πολύ πορνογραφικές παρά ερωτικές. Φρουροί περίμεναν, παρατηρώντας κάθε μας κίνηση.
Δεν ήταν βρωμερό ή τρομακτικό ή οδυνηρό το να βρίσκομαι εκεί. Απλά σκοτεινό. Ο αέρας μύριζε σεξ, άρωμα και μυστικά. Ήταν ένα μέρος, μου είπε η Σούλα, η ιδιοκτήτρια, όπου οι γυναίκες υπομένουν. Τους μεθυσμένους, τους βίαιους, τους άσχημους, τους άρρωστους, τους διεστραμμένους. Τους πάντες.
«Και πάλι» επέμεινε, «υπάρχει κάτι ρομαντικό σ'αυτό».
Διάφοροι ψυχολόγοι μου έχουν πει ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για το σεξ. Ότι οι άνδρες που πλήρωναν για αυτό, πληρώνουν λιγότερα. Οι γυναίκες που βασίζονταν σε αυτό για το νοίκι το εγκαταλείπουν.
Αλλά στον οίκο ανοχής της Σούλας, οι γυναίκες φαίνεται πως κάνουν ουρά για δουλειά. Παντρεμένες γυναίκες.
«Τις ρωτάω- είσαι ελεύθερη;» μου είπε η Σούλα, με την ένταση της φωνής της να αυξάνεται με κάθε πρόταση. «Όχι; Τότε φοβάμαι πως δεν μπορείς να δουλέψεις εδώ. Δεν μπορώ να ασφαλίσω παντρεμένες γυναίκες. Είναι παράνομο, και το δικό μου μέρος είναι νόμιμο». Ο αριθμός των παντρεμένων γυναικών που έρχονται να την δουν έχει διπλασιαστεί από τότε που άρχισε η κρίση.
«Μα το μόνο που θέλω είναι να ταΐσω τα παιδιά μου, λένε. Έχασα τη δουλειά μου. Ο άντρας μου έχασε τη δική του. Και παρακαλάνε, και παρακαλάνε, και παρακαλάνε. Μέχρι να τις διώξω και να αναγκαστούν να βγουν στον δρόμο».
Μία γυναίκα που ήταν 30 χρόνια στη βιομηχανία μου είπε ιστορίες γυναικών που πουλάνε τους εαυτούς τους στην άκρη του δρόμου στην Αθήνα πίσω από λευκά βαμβακερά σεντόνια για πέντε ευρώ τη φορά. Μία νύχτα οδηγοί ταξί μου είπαν ότι πηγαίνουν γυναίκες σπίτι με αντίτιμο στοματικό σεξ.
«Τι μπορείς να κάνεις;» μου είπε η Σούλα φυσώντας τον καπνό του τσιγάρου της και αναστενάζοντας. «Έχεις παιδιά που χρειάζονται βιβλία και πρωινό. Οι γυναίκες δεν είναι μοιρολάτρες σαν τους άνδρες. Είναι αποφασιστικές».
Η Γεωργία είναι αποφασιστική. Είναι συγκεντρωμένη. Όταν μιλάει, ο λόγος της είναι πραγματιστικός. Σημαδεμένη. Αλλά όχι αδύναμη.
Είναι 32 ετών. Γιατρός και, τώρα με την κρίση, και συνοδός.
Μου είπε ότι έψαξε παντού για δουλειά για να βοηθήσει στην κάλυψη των μεγάλων εξόδων υγειονομικής περίθαλψης των γονιών της, αλλά δεν βρήκε. Η ιδιωτική κλινική της έχει μόνο τρεις ασθενείς την εβδομάδα τώρα. Αλλά το καλοκαίρι στη βιομηχανία του σεξ φέρνει τουρίστες με πολύ ρευστό.
Έκανε αίτηση για δουλειά σε ένα νοσοκομείο στο εξωτερικό και κάθε μέρα μου λέει ότι τρέχει στο γραμματοκιβώτιο να δει αν υπάρχει απάντηση. «Απλά θέλω να ξαναρχίσω την παλιά μου ζωή».
Για να αντιμετωπίσει αυτό που περιγράφει ως «ένα είδος διαταραχής προσωπικότητας» απομονώνει/ κατακερματίζει τα πάντα. Ναι, πρέπει να περνάει νύχτες, κάποιες φορές εβδομάδες, κάνοντας πράγματα που ποτέ δεν θα φανταζόταν, αλλά έχει καταφέρει να πείσει τον εαυτό της ότι είναι αρκετά δυνατή για να βγάλει τον εαυτό της και την οικογένειά της από αυτή τη σκληρή περίοδο κρίσης χωρίς να επηρεαστούν.
Εν ολίγοις, λέει ότι προτιμά να βιώνει αυτή τον πόνο αυτού που κάνει, παρά να βιώνει η οικογένειά της τον πόνο της ελληνικής οικονομικής κρίσης.
«Προσποιούμαι ότι είμαι ηθοποιός και παίζω διαφορετικούς ρόλους. Τουλάχιστον αυτό λέω στον εαυτό μου όταν κλαίω πριν κοιμηθώ μετά από κάθε δουλειά».
Η Σούλα πιστεύει ότι κάθε κορίτσι στη βιομηχανία του σεξ έχει ένα όνειρο. Είναι αυτό στο οποίο επικεντρώνονται όταν οι τέσσερις κόκκινοι τοίχοι κλείνουν γύρω τους, αναγκάζοντάς τες να αναρωτιούνται ποιες είναι στα αλήθεια και γιατί βρίσκονται εκεί.
Χωρίς όνειρο, οι ώρες, μου είπε, είναι κόλαση.
Μπορεί να είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς γιατί οι γυναίκες αυτές κάνουν αυτό που κάνουν. Γιατί η Γεωργία κάνει αυτά που κάνει.
Αλλά, ζώντας σε ένα μέρος όπου η ανεργία βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο από κάθε άλλη χώρα από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι ρυθμοί ύφεσης και τα επίπεδα φτώχειας είναι τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη, όπου οι απόπειρες αυτοκτονίας, οι μολύνσεις από HIV και η παιδική θνησιμότητα αυξάνονται ραγδαία...όπου δεν υπάρχει μέλλον, επειδή δεν μπορείς να σχεδιάσεις το μέλλον σου...μπορώ να δω πώς ο κύριος προβληματισμός αυτών των γυναικών δεν είναι μια στρατηγική ευυποληψίας, αλλά μια στρατηγική επιβίωσης.
Τη Σούλα δεν τη νοιάζει τι πιστεύουν οι άλλοι. Ωστόσο, έχει δοκιμάσει - πολλές φορές- να κάνει δωρεές σε σχολεία, αλλά τα χρήματά της δεν γίνονται αποδεκτά.
Αλλά δεν βλέπω ντροπή στον οίκο ανοχής. Υπάρχει μόνο μια έντονη δύναμη μεταξύ των γυναικών εκεί, οι οποίες φαίνονται αποφασισμένες και συγκεντρωμένες.
Καθώς οι άνδρες περνούν την πόρτα του οίκου ανοχής πασχίζοντας να ξεχάσουν την πραγματικότητά τους, αυτές οι γυναίκες είναι ήδη μέσα, δουλεύοντας για να δημιουργήσουν μια νέα.
Καλώς παίζουν τις πλανεύτρες και ξεκουμπώνουν τις μπλούζες τους, διανοητικά βρίσκονται ήδη κάπου αλλού, σχεδιάζοντας ένα καλύτερο αύριο.
Συνεχίζουν επειδή πιστεύουν ότι είναι αρκετά δυνατές για να τα καταφέρουν. Επειδή δεν ξεχνούν ποτέ γιατί το κάνουν. Επειδή στα μάτια τους θα μπορούσε να σημαίνει τη διαφορά μεταξύ της ελευθερίας ή της έλλειψής της, της υγείας ή της ασθένειας, μιας στέγης πάνω από το κεφάλι τους ή μιας ζωής στο δρόμο. Υπάρχουν άλλες οδοί τις οποίες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν, ή που θα μπορούσαν να έχουν ακολουθήσει, φυσικά.
Αλλά, σαν τη Γεωργία, για να μπορέσουν να συντηρήσουν την παλιά τους ζωή...τη ζωή τους πριν την κρίση, αυτές οι γυναίκες κατέληξαν απεγνωσμένες στο να δημιουργήσουν άλλη μία. Ένα μυστικό, που μόνο αυτές μπορούν να γνωρίζουν.
Και στο τέλος είναι ένα απλό όνειρο αυτό το οποίο κρατά τις ψυχές τους στη μάχη για την επιβίωση. Το όνειρο μιας νέας αρχής. Η υπόσχεση ελπίδας στους πιο απελπισμένους καιρούς, η οποία εξακολουθεί να αχνοφέγγει μέσα στους σκουροκόκκινους τοίχους του οίκου ανοχής της Σούλας...
Για να μάθετε περισσότερα για τη Σούλα και πώς άλλοι επηρεάστηκαν από την ελληνική οικονομική κρίση παρακολουθήστε το ντοκιμαντέρ «Έρωτας στα χρόνια της Κρίσης» (Love in the time of Crisis) της Θεόπης Σκαρλάτου και του Κώστα Καλλέργη εδώ: