Κάποια γρήγορα θεωρητικά στοιχεία, αν και τα έχω ξαναγράψει στην υπόθεση Καλτετζά.
1. ΠΚ 14 π1: Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.
Το κύριο θέμα που εισάγει η διάταξη είναι ότι για να επέλθει η τιμωρία από το νόμο (λέγε με ποινή), πρέπει να υπάρχει έγκλημα. Και έγκλημα είναι κατά την εννοιολογική προσέγγιση της διάταξης αυτής α)πράξη β)άδικη και γ)καταλογιστή.
2. Το πράξη αναφέρεται στην νομοθετική προσέγγιση του ανθρωπίνου βίου. Δεν ενδιαφέρουν όλες οι ανθρώπινες πράξεις το ποινικό δίκαιο και φυσικά δεν είναι όλες εγκλήματα. Αντιθέτως, μόνο όσες ρητά έχουν προσδιοριστεί ως τέτοιες, τόσο από τον ίδιο τον ΠΚ όσο και από τους ειδικότερους ποινικούς νόμους, εξετάζονται στα πλαίσια της ποινικής δίκης και μπορεί να θεωρηθούν αξιόποινες και να τιμωρηθούν.
Αυτό σημαίνει ότι τιμωρούνται μόνο όσες πράξεις εμπίπτουν στο πραγματικό μιας διάταξης ποινικού νόμου, όσες δηλαδή προσιδιάζουν στην περιγραφή απ΄αυτή ενός εγκλήματος. Γιατί το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων του ποινικού δικαίου καθορίζουν εγκλήματα με το δίπτυχο περιγραφή (τι συνιστά δηλαδή το έγκλημα) και ποινή (που επιφέρει το έγκλημα αυτό).
Έτσι το να κλάσει κανείς σε ένα σταματημένο γεμάτο λεωφορείο, Ιούλιο μήνα και με 40άρια έξω, μπορεί να είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, αλλά φυσικά δεν επιφέρει καμία ποινή, γιατί δεν προβλέπεται ως τέτοιο από κάποιον ποινικό νόμο. (Σχετικά δείτε και το άρθρο 7π1 του Συντάγματος, που αναφέρεται σε αυτό το θέμα, την τυποποίηση δηλαδή του ποινικού φαινομένου).
3. Να σημειώσω ότι με την π2 του ΠΚ14 μπορεί να εξομοιωθεί ως πράξη και η παράλειψη, εφόσον προβλέπεται από κάποια διάταξη ποινικού νόμου. (Πχ. ΠΚ 307: Παράλειψη λύτρωσης από κίνδυνο ζωής).
4. Εν προκειμένω, η διάταξη που ενδιαφέρει την περίπτωση του αστυνομικού είναι η ΠΚ 299: Ανθρωποκτονία με πρόθεση (επικουρικά χρησιμοποιείται συνήθως και η ΠΚ 302: Ανθρωποκτονία από αμέλεια, όταν δεν μπορούν να διαπιστωθεί η ψυχολογική στάση του δράστη σπανίως ωστόσο όταν αυτός είναι παρών στον τόπο του θανάτου).
Κατά το ΠΚ 299: "Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον", προσδιορίζεται ότι για να υπάρξει πράξη που να χαρακτηριστεί ως έγκλημα πρέπει κάποιος να σκοτώσει κάποιον άλλο. Από τον λόγο αυτό, ο αστυνομικός εμπίπτει ήδη στο πεδίο εφαρμογής του ΠΚ.
5. Παρένθεση. Να σημειώσω ότι δικονομικά τα εγκλήματα διώκονται με τρεις τρόπους. Μετά από έγκληση (όταν δηλαδή υπάρξει καταγγελία από το ίδιο το θύμα), μετά από μήνυση (όταν υπάρξει καταγγελία από οποιονδήποτε) και αυτεπάγγελτα (όταν υπάρξει θετική γνώση του εγκλήματος σε οποιαδήποτε σχετική δικαστική αρχή). Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην συχνότητα δίωξης και εκδίκασης των εγκλημάτων, συνήθως τα εγκλήματα που διώκονται ύστερα από έγκληση φτάνουν σπανιότερα στα δικαστήρια (και απλοποιείται το έργο τους). Η διάκριση γίνεται συνήθως με κριτήριο την κοινωνική αξιολόγηση της σπουδαιότητας του εγκλήματος, αυτό σημαίνει δηλαδή ότι όσο πιο μικρής σημασίας θεωρείται ένα έγκλημα, τόσο πιο μπροστά βρίσκεται την λίστα.
Φυσικά ότι διώκεται ύστερα από μήνυση, διώκεται και ύστερα από έγκληση και ότι διώκεται και αυτεπάγγελτα διώκεται και ύστερα από μήνυση ή έγκληση.
Η ανθρωποκτονία διώκεται και αυτεπάγγελτα διότι αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο έγκλημα κατά τον ΠΚ. (Σημείωση: έγκληση στην ανθρωποκτονία δεν υπάρχει). Αυτό σημαίνει ότι μόλις η δικαστική αρχή λάβει θετική γνώση ανθρωποκτονίας ασκεί άμεσα δίωξη κατά του δράστη ή αγνώστων, με σκοπό την διαλεύκανση της υποθέσεως.
6. Ο δικαστικός έλεγχος ξεκινάει λοιπόν από την πράξη. Διαπιστωθείσας αυτής, τότε συνεχίζει στον έλεγχο του αδίκου χαρακτήρα της. Δηλαδή, ελέγχει αν μπορεί να αναιρεθεί ο άδικος της χαρακτήρας λόγω κάποιας ειδικότερης διάταξης νόμου. Οι κυριότερες περιπτώσεις είναι η προβλεπόμενες από τον ΠΚ 20 έως 25, με κυριότερους εξ αυτών την άμυνα και την κατάσταση ανάγκης.
ΠΚ 22: ʼμυνα: 1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας. 2. ʼμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις.
Συνεπώς κατά την κρίση του αστυφύλακα, θα ληφθεί υπόψη, τόσο αν η επίθεση ήταν παρούσα και άδικη όσο φυσικά και το πόσο επικίνδυνη ήταν και ποια ήταν η επαπειλούμενη βλάβη. Ένας ληστής που προτείνει ένα όπλο, προφανώς δεν το κάνει για λόγους φιλοφροσύνης, αλλά για να βλάψει κάποιον και πιθανώς για να τον θέσει εκτός μάχης. Ίσως και για να τον σκοτώσει.
Η πάγια νομολογία στις σχετικές περιπτώσεις στέκεται αρκετά ευνοϊκά απέναντι στους αστυνομικούς, σε τέτοιες περιπτώσεις. Μην ξεχνάμε ότι, κατά τα φαινόμενα, ο ένας αστυνομικός προσπάθησε να διευθετήσει την διαφορά ειρηνικά, ζητώντας από τους δράστες να παραδοθούν και γνωστοποιώντας τους ότι υπόκεινται σε αστυνομικό έλεγχο (τον οποίο έπρεπε να υποστούν, ακόμη και αν ήταν αθώοι).
7. Μη γνωρίζοντας το ακριβές νομικό πλαίσιο που διέπει τους αστυνομικούς, να αναφέρω ότι η υπέρβαση της άμυνας αναφέρεται στο ακόλουθο άρθρο του ΠΚ (23): Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενέργησε μ? αυτόν τον τρόπο εξ αιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση.
Φυσικά, υπάρχουν ειδικότεροι νόμοι που περιγράφουν τα καθήκοντα του αστυνομικού και μέσα σε αυτά δεν είναι το να είναι ο πιστολέρο με τα κουμπούρια. Εντούτοις, δεν ξέρω κατά πόσο είναι καθήκον του να τα βάζει και με ένοπλους ληστές, με κίνδυνο πιθανώς της ζωής του, ειδικά εκτός υπηρεσίας όπως στην περίπτωση αυτή.
Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα θα τα σταθμίσει το δικαστήριο.