Τι να το κάνω το τζιπάκι;
Φίλε, από παιδί, όταν περνούσα τα καλοκαίρια μου στην Ζαγορά του Πηλίου κατεβαίναμε με τον πατέρα μου με τα πόδια στο Χορευτό. Μέσα από το παληό καλντερίμι, μέσα από τα μποστάνια, τα δένδρα, τα τρεχούμενα νερά.
Τι να το κάνω το τζιπάκι, στις καλλίτερες παραλίες πας μόνον με τα πόδια, από τα παλιά εγκαταλελειμμένα μονοπάτια και τα γιδόστρατα.
Τι να καταλάβει ο τζιπάκιας από την χαρά του να ανακαλύπτεις τα μονοπάτια της Σικίνου και να μυρίζεις τα θυμάρια, να είσαι στο Κάτεργο της Φολεγάνδρου ολομόναχος αφού διέσχισες τα έρημα χωράφια.
Τι μεγαλύτερη ευτυχία να κατεβαίνεις στην αρχαία Καρθαία και μετά από μία ώρα δρόμο να βουτάς κάθιδρος στα νερά κάτω από τα ερείπια των ναών του Απόλλωνα και της Αθηνάς και να αναζητάς βυθισμένες πολιτείες θαμμένες στην άμμο;
Πως θα ανεβεί στον βράχο στην Ανάφη, πως θα κατέβει στην Βρυχούντα της Καρπάθου για το πανηγύρι του Αη Γιάννη του Προδρόμου;
Πως θα δει τα αρχαία λατομεία στους Φούρνους, πως θα χαϊδέψει τα πετρώματα της Μήλου, πως θα δεί τον ήλιο να ανατέλει μέσα από τους κέδρους στην Χρυσή;
Πως θα μπορέσει να περπατήσει νύχτα με Πανσέληνο στην Δήλο, πως ακόμη και στην Μύκονο θα βρεί το μέρος να είναι μόνος;
Και να μου το χαρίσεις δεν το θέλω.