Ο αντι-εμβολιασμός ως κίνημα κάθε άλλο παρά νέο είναι. Εμφανίζεται μαζί με το πρώτο εμβόλιο κατά της ευλογιάς στα τέλη του 18ού αιώνα. Η ενοχοποίηση, όμως, του εμβολίου κατά της Ιλαράς που οδήγησε στα παραπάνω αποτελέσματα εντοπίζεται σχετικά πολύ πρόσφατα, το 1998, όταν ο Βρετανός γαστρεντερολόγος Αντριου Γουέικφιλντ δημοσίευσε στο ιατρικό περιοδικό «Lancet» μελέτη με την οποία υποστήριζε πως το εμβόλιο MMR – εναντίον της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ερυθράς – συνδέεται με την εμφάνιση αυτισμού και εντερικής νόσου σε παιδιά.
Ακριβέστερα, στις 28 Φεβρουαρίου του 1998, στο περιοδικό «The Lancet» δημοσιεύθηκε μία μελέτη του Γουέικφιλντ καθώς και δώδεκα ακόμη ερευνητών, σχετικά με τα συμπεράσματα τους πάνω σε δώδεκα παιδιά με αυτισμό. Σε αυτήν την μελέτη οι συγγραφείς ισχυρίστηκαν ότι έχουν εντοπίσει ένα νέο σύνδρομο που το ονόμασαν «αυτιστική εντεροκολίτιδα», κάνοντας λόγο για τη δυνατότητα σύνδεσης μεταξύ μιας νέας μορφής ασθένειας του εντέρου, του αυτισμού και του εμβολίου MMR. Οι συγγραφείς σημείωναν ότι οι γονείς οκτώ από τα δώδεκα παιδιά συνέδεαν τα περιγραφόμενα ως συμπτώματα συμπεριφοράς με το MMR αναφέροντας ότι η εμφάνιση αυτών των συμπτωμάτων άρχισε εντός δύο εβδομάδων από τον εμβολιασμό των παιδιών τους με το MMR.
Ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν αυτό το δημοσίευμα παρέμενε στα στενά όρια ενός επιστημονικού περιοδικού και να μην ακολουθούσε ο μαζικός πανικός. Αυτό όμως δεν θα το μάθουμε ποτέ, διότι ο Γουέικφιλντ δεν αρκέστηκε στην δημοσίευση, άλλα έσπευσε να δώσει και συνέντευξη Τύπου, με την οποία, ούτε λιγο - ούτε πολύ ζήτησε την αναστολή του τριπλού εμβολίου MMR μέχρι να γίνει περισσότερη έρευνα. Σύμφωνα με το ΒΒC, ήταν αυτή η συνέντευξη Τύπου και όχι η δημοσίευση στο «The Lancet» που πυροδότησε την μαζική φοβία στον εμβολιασμό.
Αχαλίνωτος ο Γουέικφιλντ, ενάντια σε κάθε δεοντολογία και χωρίς να περιμένει ανεξάρτητη επιστημονική επιβεβαίωση των ισχυρισμών του, είπε στους δημοσιογράφους ότι πρόκειται για «ηθικό ζήτημα» και δεν μπορούσε πλέον να υποστηρίξει τη συνεχιζόμενη χρήση εμβολιασμού «τρία σε ένα» για Ιλαρά, Παρωτίτιδα και Ερυθρά. »Χρειάζεται επείγουσα περαιτέρω έρευνα για να καθοριστεί αν το MMR μπορεί να προκαλέσει αυτή την επιπλοκή σε ένα μικρό αριθμό ανθρώπων», δήλωσε ο Γουέικφιλντ και πρότεινε μάλιστα, πάντα δια του Τύπου και από μόνος του, στους γονείς, να επιλέγουν εμβολιασμούς κατά της ιλαράς, της παρωτίτιδας και της ερυθράς, που να διαχωρίζονται με κενά ενός έτους.
Η μεγάλη απήχηση αυτών των δηλώσεων - οι οποίες αργότερα θα γίνονταν ανέκδοτο στην επιστημονική κοινότητα ως άσκηση επιστήμης δια του Τύπου - εξηγείται φυσικά από τον επίσης αχαλίνωτο τρόπο που αναπαράχθηκαν από τα ΜΜΕ, αλλά και από το γεγονός ότι ο Γουέικφιλντ δεν ήταν κάποιος γραφικός τσαρλατάνος, αλλά εκείνη την εποχή ήταν ανώτερος λέκτορας και επίτιμος σύμβουλος στην πειραματική γαστρεντερολογία στην Ελεύθερη Βασιλική Πανεπιστημιακή Σχολή Ιατρικής (σσ. από το 2008, UCL Medical School).
Γεννημένος το 1957 σε οικογένεια γιατρών - ο πατέρας του ήταν νευρολόγος και η μητέρα του ήταν γενική ιατρός - σπούδασε ιατρική στη Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου St Mary (τώρα Imperial College of Medicine Medicine), με απόκτηση πλήρους εξειδίκευσης το 1981. Το 1985 έγινε μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργών. Με αξιοσημείωτη ερευνητική καριέρα στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο στα μέσα της 10ετίας του ’80, επιστρέφει στην Βρετανία και εργάζεται πάνω στο πρόγραμμα μεταμόσχευσης ήπατος στο Royal Free Hospital του Λονδίνου.
Το μονοπάτι που οδήγησε στην καταστροφή του 1998 φαίνεται πως άρχισε να χαράσσεται στις αρχές εκείνης της δεκαετίας. Το 1993, ο Γουέικφιλντ αρχίζει να δημοσιεύει μελέτες στις οποίες κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο ιός της ιλαράς μπορεί να προκαλέσει νόσο του Crohn (σσ. εντερική νόσος). Το 1995, ενώ διεξήγαγε έρευνα πάνω στη νόσο του Crohn, προσεγγίστηκε από την Rosemary Kessick, μητέρα ενός παιδιού με αυτισμό, η οποία αναζητούσε βοήθεια για τα εντερικά προβλήματα και τον αυτισμό του γιου της. Το 1996, ο Γουέικφιλντ έστρεψε την προσοχή του στην έρευνα πιθανών συνδέσεων μεταξύ του εμβολίου MMR και του αυτισμού και δύο χρόνια αργότερα δημοσίευσε το επίμαχο άρθρο στο «The Lancet», στο οποίο, εκτός των άλλων, προτείνει την σύνδεση μεταξύ του εμβολίου ιλαράς και της νόσου του Crohn.
Ωστόσο, καμία μεταγενέστερη έρευνα δεν επιβεβαίωσε αυτήν την υπόθεση, ενώ μια ομάδα εμπειρογνωμόνων στη Βρετανία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ιός της ιλαράς δεν προκαλεί την νόσο του Crohn, αλλά ούτε και το εμβόλιο MMR. Η αντιεπιστημονική και αντιδεοντολογική συμπεριφορά του Γουέικφιλντ, αλλά και, κυρίως, το γεγονός ότι αρνήθηκε την επικύρωση των συμπερασμάτων του μέσω ανεξάρτητης μελέτης, οδήγησε το Royal Free Hospital να του ζητήσει να φύγει από το δυναμικό του.
Παρόλ’ αυτά, ο ίδιος παραιτήθηκε το 2001 και μετακομίζει στις ΗΠΑ, ενώ οι υπόλοιποι συγγραφείς της μελέτης του 1998 απέσυραν την υποστήριξή τους σε εκείνα τα συμπεράσματα. «Επιθυμούμε να καταστήσουμε σαφές ότι στην παρούσα εργασία δεν υπήρξε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του εμβολιασμού και του αυτισμού, καθώς τα δεδομένα ήταν ανεπαρκή. Εντούτοις, τέθηκε το ενδεχόμενο μιας τέτοιας σχέσης και τα επακόλουθα γεγονότα είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία» ανέφεραν μεταξύ άλλων εμφανώς μετανιωμένοι.
Το 2004 ο δημοσιογράφος των Sunday Times, Brian Deer, κάνει λόγο για «οικονομικές συγκρούσεις συμφερόντων» γύρω από τον Γουέικφιλντ. Συγκεκριμένα το δημοσίευμα ανέφερε, ότι ότι ορισμένοι από τους γονείς των 12 παιδιών της μελέτης του «The Lancet» προσλήφθηκαν μέσω δικηγόρου που προετοίμαζε αγωγή εναντίον της εταιρίας που παρασκευάζει το MMR και ότι το Royal Free Hospital είχε λάβει χρήματα από το Συμβούλιο Νομικής Βοήθειας του Ηνωμένου Βασιλείου (νυν Επιτροπή Νομικών Υπηρεσιών) για να πληρώσει την έρευνα.
Το Βρετανικό Γενικό Ιατρικό Συμβούλιο (GMC) ξεκίνησε έρευνα εναντίον του με βάση το ρεπορτάζ του Deer και τα συγκλονιστικά του στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου ότι τα παιδιά με αυτισμό υποβλήθηκαν σε περιττές επεμβατικές ιατρικές διαδικασίες όπως κολονοσκοπικές και οσφυϊκές διατρήσεις και ότι η Γουέικφιλντ ενήργησε χωρίς την απαιτούμενη ηθική έγκριση από ένα θεσμικό όργανο ελέγχου.
Στις 28 Ιανουαρίου του 2010 το GMC διαπίστωσε ότι αποδείχθηκαν σειρά κατηγοριών εναντίον του και ότι ενήργησε τόσο ενάντια στα συμφέροντα των ασθενών του όσο και «ανέντιμα και ανεύθυνα» δημοσιεύοντας την έρευνά του. Το Lancet απέσυρε την δημοσίευση του 1998 βάσει των τεκμηρίων του GMC, με το αρχισυντάκτης του, Richard Horton, να δηλώνει ότι το περιοδικό είχε «εξαπατηθεί». Τρεις μήνες μετά την απόσυρση της μελέτης από το The Lancet,ο Γουέικφιλντ διαγράφηκε από το ιατρικό μητρώο του Ηνωμένου Βασιλείου και του απαγορεύθηκε να ασκεί ιατρική στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ακολούθησε «τσουνάμι» αποκαλύψεων που αποδομούσαν με ταχύτατους ρυθμούς τον Γουέικφιλντ. Τον Νοέμβριο του 2004, το Channel 4 παρουσίασε μια έρευνα σύμφωνα με την οποία, ο Γουέικφιλντ υπέβαλε αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για ένα εμβόλιο ιλαράς μονής δόσης πριν από την εκστρατεία του ενάντια στο εμβόλιο MMR, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με το κανάλι, προκαλεί ερωτηματικά για τα πραγματικά κίνητρά του.
Μελέτη του 2005, για παράδειγμα, που έγινε στην Ιαπωνία διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε αιτιώδης σχέση μεταξύ του εμβολίου MMR και του αυτισμού. Οι ερευνητές μελέτησαν ομάδες παιδιών που έλαβαν το τριπλό εμβόλιο MMR και παιδιά που έλαβαν μεμονωμένους εμβολιασμούς ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς. Στην Ιαπωνία, το εμβόλιο MMR είχε αντικατασταθεί με μεμονωμένους εμβολιασμούς το 1993. Συνεπώς, οι «εκκλήσεις» του Γουέικφιλντ προς τους γονείς το 1998 για διακοπτόμενους - μεμονωμένους εμβολιασμούς ήταν ήδη παρωχημένες και ήδη λανθασμένες.
Τον Ιανουάριο του 2011, το «British Medical Journal» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η έρευνα του Γουέικφιλντ ήταν μια «περίπλοκη απάτη». Ακολούθησε ένα άρθρο του Deer στο οποίο αναφέρεται ότι στην πραγματικότητα ο Γουέικφιλντ ήθελε να ξεκινήσει μια κερδοφόρα επιχείρηση βασισμένη στον φόβο για το εμβόλιο MMR, μέσω συνεχόμενων ιατριών εξετάσεων και ατέρμονων δοκιμών. Τον Νοέμβριο του 2011, το «British Medical Journal» αποκάλυψε ντοκουμέντα που δείχνουν ότι, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Γουέικφιλντ στο The Lancet, τα παιδιά στην έρευνά του δεν έπασχαν καν από φλεγμονώδη νόσο του εντέρου.