«Θέλω να πεθάνω, μια συγγνώμη δεν αρκεί»
των Δημήτρη Πόπωτα, Άριας Καλύβα
«ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ… Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω πως σκότωσα άνθρωπο. Ζητώ συγγνώμη, αλλά ξέρω πως αυτό δεν αρκεί…»
Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε την απολογία του ο 25χρονος πορτιέρης της Μυκόνου που το βράδυ της προπερασμένης Δευτέρας μαζί με τρία ακόμη άτομα έδειρε μέχρι θανάτου τον 20χρονο Αυστραλό Doujon Zammit και τραυμάτισε τον εξάδελφό του. Ο Μάριος Αντωνόπουλος, φοιτητής των ΤΕΦΑΑ (Γυμναστικής Ακαδημίας) και γιος ενός από τους στενούς συνεργάτες του αείμνηστου Αλέκου Παναγούλη, έγινε ξαφνικά δολοφόνος χωρίς να το καταλάβει και για ασήμαντη αφορμή… «Του έκανα κεφαλοκλείδωμα και χτύπησε το κεφάλι του στο ντουβάρι. Είδα τα αίματα.Στον άλλον έδωσα μια γροθιά και έπεσε κάτω και στον τρίτο ένα χαστούκι», υποστήριξε ο μπράβος του μυκονιάτικου beach bar, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει επαρκείς δικαιολογίες γιατί μπλέχτηκε στον καβγά, γιατί χτύπησε τους τουρίστες και φυσικά γιατί βρέθηκε στο σπίτι του το πτυσσόμενο κλομπ.
Οι γονείς του έμαθαν από την τηλεόραση το σκηνικό του θανάτου, αφού κανείς δεν μπήκε στον κόπο
να τους ενημερώσει και από τότε η ζωή τους έχει γίνει κόλαση. «Ηταν αθλητής. Είχε πάρει πολλά μετάλλια
στον στίβο, στα 400 μέτρα. Πέρασε στη Γυμναστική Ακαδημία και τον Σεπτέμβριο θα τελείωνε», λέει στο «ΘΕΜΑ» ο πατέρας του κ. Σταύρος Αντωνόπουλος, ενώ η μητέρα του κυρία μια τσάντα -όπως υποστήριξε ο Αντωνόπουλος-, χωρίς ουσιαστικά να υπάρχει καταγγελία στην Αστυνομία, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ένα τόσο ακραίο σκηνικό, άγρια μεσάνυχτα στις ερημιές της Μυκόνου.
«Δεν έπαιρνα αναβολικά. Ακόμη και η πρωτεΐνη που έπαιρνα στο γυμναστήριο μου προκαλούσε κατάθλιψη, γι’ αυτό και τα έκοψα όλα. Ομως για τις στενοχώριες που είχα κατά καιρούς χρησιμοποιούσα φυτικά χάπια. Αυτά που πουλάνε στα φαρμακεία χωρίς ιατρική συνταγή», ήταν η εξήγηση που έδωσε στους αστυνομικούς όταν θέλησαν να μάθουν αν αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα.
Φυσικά, ο 25χρονος αρνείται ότι χρησιμοποίησε το κλομπ και περιγράφει με τον δικό του τρόπο το σκηνικό του άγριου ξυλοδαρμού. «Ο μικρός (σ.σ.: εννοώντας τον 18χρονο παρκαδόρο του beach bar) έδωσε μια μπουνιά… Κανείς άλλος δεν με βοήθησε σε αυτό που έγινε. Κανείς δεν χτύπησε, μόνο εγώ. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ότι σκότωσα άνθρωπο. Στον έναν έκανα κεφαλοκλείδωμα και έτσι όπως γύρισα, χτύπησε το κεφάλι του στο ντουβάρι και είδα να τρέχουν αίματα. Στον
άλλον έδωσα μια γροθιά και αμέσως έπεσε κάτω, ενώ τον τρίτο απλώς τον χαστούκισα. Ξαφνικά, τον είδα αναίσθητο και του έριξα λίγο νερό από το μπουκάλι που μου έδωσε κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, και τον είδα να σηκώνεται. Ετσι, φεύγοντας, πίστεψα ότι κανείς δεν είχε τίποτα σοβαρό. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι από αυτά τα χτυπήματα θα πέθαινε άνθρωπος. Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι σκότωσα».
«Τον είδα αναίσθητο, αλλά πίστευα ότι δεν είχε τίποτα σοβαρό»
Ο άγριος ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου του νεαρού Αυστραλού που έκανε τον γύρο του κόσμου αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου για τα όσα συμβαίνουν στο Νησί των Ανέμων. «Είχα ένα κλομπ τις προηγούμενες ημέρες που κυκλοφορούσα στη Μύκονο, γιατί φοβόμουν. Ενιωθα ανασφάλεια. Το κλομπ το είχα για τον δρόμο. Οχι για τη δουλειά μου. Κανείς άλλωστε στο κλαμπ δεν χρησιμοποιεί κλομπ. Ούτε μου είπαν εμένα να χρησιμοποιώ», λέει στην απολογία του ο Μάριος Αντωνόπουλος, αποδεικνύοντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο, από τη μία, τις άγριες καταστάσεις που συμβαίνουν καθημερινά στη Μύκονο και, από την άλλη, το γεγονός ότι «ντοπαρισμένα» παιδιά των γυμναστηρίων κυκλοφορούν ανάμεσα σε δεκάδες τουρίστες οπλισμένα με φονικά εργαλεία.
Του άρεσε η καλή ζωή
Η υπόθεση αναμένεται να κρατήσει πολύ χρόνο. Ακόμα δεν έχει γίνει αναπαράσταση του φονικού, ενώ έχει ζητηθεί από τις αρμόδιες αρχές να γίνει και εξέταση DNA στο γενετικό υλικό που βρέθηκε πάνω στο πτυσσόμενο κλομπ. «Κατέστρεψα τη ζωή μου», έλεγε και ξανάλεγε ο 25χρονος μπράβος που ξεκίνησε με όνειρα για μια μεγάλη ζωή και κατέληξε στα κελιά των Φυλακών Κορυδαλλού. «Η αδυναμία του ήταν το ακριβό και καλό ντύσιμο. Γι’ αυτό δούλευε σαν το σκυλί, για να έχει χρήματα να ντύνεται καλά», λέει η μητέρα του, ενώ ο πατέρας του κ.Σταύρος εξηγεί πως «το μεγαλύτερο όνειρο του Μάριου ήταν να ανοίξει γυμναστήριο. Μου έλεγε συνεχώς:
“Μπαμπά, αν ποτέ κερδίσεις το ΛΟΤΤΟ θέλω να μου ανοίξεις γυμναστήριο”».
Παιδί φτωχής οικογένειας, ο 25χρονος Μάριος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Γλυφάδα. Ο πατέρας του, στενός φίλος του Αλέκου Παναγούλη, αναγκαζόταν να δουλεύει σκληρά για να μεγαλώσει τον Μάριο και την κατά 13 χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του, τη Μαριλένα. «Στη Μύκονο πήγε για να μαζέψει χρήματα και να ξεχρεώσει ένα δάνειο 8.000 ευρώ που πήρε για να αγοράσει μια μοτοσικλέτα. Δεν ήθελε να επιβαρύνει εμάς», λένε οι γονείς του και συμπληρώνουν: «Ο γιος μας μπήκε στη Γυμναστική Ακαδημία και ξεκίνησε τις σπουδές του στα Τρίκαλα. Εναν χρόνο αργότερα ήρθε στην Αθήνα. Θα ολοκλήρωνε τις σπουδές του τον Σεπτέμβριο, γιατί είχε πάρει και ειδικότητα στην ενόργανη γυμναστική». Τον Σεπτέμβριο θα έπαιρνε το πτυχίο του και θα ξεκινούσε να δουλεύει. Σκοπός του ήταν να συγκεντρώσει χρήματα για να ξεχρεώσει το δάνειο αλλά και για τη στρατιωτική του θητεία. «Δεν είχε υπηρετήσει στον Στρατό. Λόγω των σπουδών του είχε αναβολή μέχρι και το 2010», λέει η μητέρα του.
Πηγη