Ου παππούς, μπρε, μπρε, μπρε, ου παππούς ου Ραγκαβέλας,
ου παππούς ου Ραγκαβέλας είχιν μια κουτσή γουμάρα,
ήταν πούτσις φουρτουμένη, ήταν κι αγκαστρωμένη.
Τ’ σιργιανούσι στα χουριά, Σπούρτα, Βάντσις, Κιρασιά
Σπούρτα, Βάντσις, Κιρασιά, πάρτι πούτσις φέρτι μ’νιά.
Πήραν νιες κι παντριμένις, χήρις κι αρραβουνιασμένις,
κι μια χήρα πινιμένη δεν ιπρόφτασι να πάρει.
Παίρν’ τινάζει τα τσουβάλια, πέφτει μια μι δυο κιφάλια.
Τράβα η μια κι τράβα η άλλη και της κόψαν του κιφάλι.