You are using an out of date browser. It may not display this or other websites correctly.
You should upgrade or use an alternative browser.
You should upgrade or use an alternative browser.
Μαθήματα ορθογραφίας από τον hornyasfuck
- Μέλος που άνοιξε το νήμα Elganador
- Ημερομηνία ανοίγματος
- Απαντήσεις 132
- Εμφανίσεις 3K
- Tagged users Καμία
- Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 4 άτομα (0 μέλη και 4 επισκέπτες)
αλτρουιστής: (ουσ. αρσ.) .
αλώβητος: (επίθ.) αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά.
αμείλικτος: (επίθ.) .
αμετροέπεια: (ουσ. θηλ.) η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
άμιλλα: () .
αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.
ανδραγαθία
απεχθής: (ουσ. ουδ.) εχθρικός, μισητός, αποκρουστικός, αντιπαθητικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός.
άτεγκτος: () .
ατόπημα: (ουσ. ουδ.) η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια.
άφατος: (επίθ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στερ. α + φατός ‹ φημί = λέω, μιλώ] ανέκφραστος, απερίγραπτος: "άφατη χαρά".
αχλός: () .
-- Β --
βαυκαλίζω: (ρ.) καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις.
βρόχος: θηλιά. Στην Πληροφορική: επαναλαμβανόμενη υπό συνθήκες σειρά εντολών.
βρώση: κατανάλωση τροφίμου.
βυσσοδομώ: (ρ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω] (μτφ.) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ συνώνυμα:μηχανορραφώ, ραδιουργώ.
-- Γ --
γαλουχώ: (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω / (μτφ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.
γονυπετής: (επίθ.) αυτός που πέφτει στα γόνατα συνώνυμα: γονατιστός.
-- Δ --
δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
δερματοστιξία: τατουάζ.
δημαγωγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που αποκτά εμπιστοσύνη με απατηλά μέσα, δημοκόπος
διαπρύσιος: (επίθ.) αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
δύστοκος: (επιθ.) κυριολ.: που γεννά με δυσκολία
μεταφορ.: αυτός που δυσκολεύεται να παράξει σκέψη, συνώνυμο: βραδύνους (αργόστροφος)
αλώβητος: (επίθ.) αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά.
αμείλικτος: (επίθ.) .
αμετροέπεια: (ουσ. θηλ.) η έλλειψη μέτρου στα λόγια.
άμιλλα: () .
αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.
ανδραγαθία
απεχθής: (ουσ. ουδ.) εχθρικός, μισητός, αποκρουστικός, αντιπαθητικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός.
άτεγκτος: () .
ατόπημα: (ουσ. ουδ.) η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια.
άφατος: (επίθ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στερ. α + φατός ‹ φημί = λέω, μιλώ] ανέκφραστος, απερίγραπτος: "άφατη χαρά".
αχλός: () .
-- Β --
βαυκαλίζω: (ρ.) καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις.
βρόχος: θηλιά. Στην Πληροφορική: επαναλαμβανόμενη υπό συνθήκες σειρά εντολών.
βρώση: κατανάλωση τροφίμου.
βυσσοδομώ: (ρ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω] (μτφ.) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ συνώνυμα:μηχανορραφώ, ραδιουργώ.
-- Γ --
γαλουχώ: (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω / (μτφ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.
γονυπετής: (επίθ.) αυτός που πέφτει στα γόνατα συνώνυμα: γονατιστός.
-- Δ --
δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.
δερματοστιξία: τατουάζ.
δημαγωγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που αποκτά εμπιστοσύνη με απατηλά μέσα, δημοκόπος
διαπρύσιος: (επίθ.) αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.
δύστοκος: (επιθ.) κυριολ.: που γεννά με δυσκολία
μεταφορ.: αυτός που δυσκολεύεται να παράξει σκέψη, συνώνυμο: βραδύνους (αργόστροφος)
-- Ε --
εγείρω:
ειμαρμένη:
εκμαυλίζω: (ρ.) .
ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.
εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.
εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου.
εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.
εναργής: (επίθ.)
ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ατελείωτος: "ενδελεχής αναζήτηση του δράστη" αντίθετα: στιγμιαίος. 2.(μτφ.) αυτός που γίνεται με αδιάκοπη και διαρκή επιμέλεια, ο επίμονος.
ενδόμυχος: (επίθ.) .
επαίσχυντος:
επάρατος:
επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).
επίπλαστος: (επίθ.) ψεύτικος.
ευεπίφορος: (επίθ.) επιρρεπής.
ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.
ευθαρσώς: (επίρ.) .
ευκαταφρόνητος: (επίθ.) 1. αυτός που είναι άξιος να καταφρονηθεί 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.
-- Ζ --
ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός / (μτφ.) αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία.
-- Θ --
θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.
θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.
θεμιτός: () .
θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.
-- Ι --
ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.
ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
εγείρω:
ειμαρμένη:
εκμαυλίζω: (ρ.) .
ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.
εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.
εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου.
εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.
εναργής: (επίθ.)
ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ατελείωτος: "ενδελεχής αναζήτηση του δράστη" αντίθετα: στιγμιαίος. 2.(μτφ.) αυτός που γίνεται με αδιάκοπη και διαρκή επιμέλεια, ο επίμονος.
ενδόμυχος: (επίθ.) .
επαίσχυντος:
επάρατος:
επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).
επίπλαστος: (επίθ.) ψεύτικος.
ευεπίφορος: (επίθ.) επιρρεπής.
ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.
ευθαρσώς: (επίρ.) .
ευκαταφρόνητος: (επίθ.) 1. αυτός που είναι άξιος να καταφρονηθεί 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.
-- Ζ --
ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός / (μτφ.) αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία.
-- Θ --
θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.
θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.
θεμιτός: () .
θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.
-- Ι --
ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.
ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
-- Κ --
καθέλκυση: (ουσ. θηλ.) .
καινοφανής: (επίθ.) υτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος.
καιροφυλακτώ: (ρ.) περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ.
καπηλεύομαι:
κατακερματισμός:
καταπίστευμα: (ουσ. ουδ.) αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο.
κατάφωρος: (επίθ.) ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής.
κατηφής: (επίθ.) κατσούφης, σκυθρωπός.
κατηχούμενος: (μτχ.)
κίβδηλος: (επίθ.) ψεύτικος, πλαστός.
κόλαφος: (ουσ. αρσ.) .
κονιορτοποιώ: (ρ.) λιώνω, μετατρέπω κάτι σε σκόνη.
κωλησιεργώ: (ρ.) καθυστερώ την εκτέλεση ενός έργου.
-- Λ --
λεξιθηρία: (ουσ. θηλ.) η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
λίκνο: (ουσ. ουδ.) κούνια / κοιτίδα / ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι.
λιποψυχώ: (ρ.) δειλιάζω, φοβάμαι.
-- Μ --
μαυσωλείο: () .
μειλίχιος: (επίθ.) ήπιος, πράος, καταδεκτικός, γαλίφης.
μέμφομαι: () .
μεμψιμοιρώ: (ρ.) παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω.
μίασμα: (ουσ. ουδ.) απεχθές έγκλημα, ανοσιούργημα.
μνησίκακος: (επίθ.) αυτός που θυμάται το κακό που του έκαναν και από μίσος για το δράστη επιδιώκει να τον εκδικηθεί.
μομφή: (ουσ. θηλ.) επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία.
μονολιθικός: (επίθ.) πνευματικά στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, μονομερής
μυσταγωγία: () .
-- Ν --
νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ.
νηπενθής: (.) .
νύξη: υπαινιγμός, υπονοούμενο.
νωχελικός: (επίθ.) ο νωθρός, αυτός που κινείται και δρα με αργό ρυθμό και οκνηρία.
-- Ο --
οδυρμός:
ουραγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που ηγείται ή βρίσκεται στην οπισθοφυλακή / αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης / αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους.
ουτοπία: (ουσ. θηλ.) το μη πραγματοποιήσιμο, φαντασιοκόπημα, χίμαιρα.
-- Π --
παιανίζω: () .
πακτωλός: () .
πανάκεια: (.) .
παρεισφρέω: (ρ.) εισβάλλω, διεισδύω, μπαίνω αυθαίρετα.
παχυλός: (επίθ.) 1. παχουλός 2. (μτφ.) α) αυτός που είναι περισσότερος από το κανονικό, ο υπερβολικός: "παχυλοί μισθοί", β) ο πλήρης, ο τέλειος. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
πένης: (επίθ.) φτωχός.
πενία: (ουσ. θηλ.) Η στέρηση των αναγκαίων, η ανεπάρκεια και των στοιχειωδεστέρων πόρων για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. η φτώχεια.
πενιχρός: (επίθ.) φτωχικός, λίγος, ανεπαρκής, ασήμαντος.
πολυσχιδής:
προπηλακίζω:
πτωχαλαζών / -όνας: (ουσ.) ο φτωχός με αλαζονική συμπεριφορά, ο ψωροπερήφανος
-- Ρ --
ρακένδυτος: (επίθ.) κουρελιασμένος, κουρελής.
ρηξικέλευθος: (επίθ.) < από το μεταγενέστερο ῥηξικέλευθος. Σύνθεση των λέξεων ῥήγνυμι, ανοίγω + κέλευθος, δρόμος. Αυτός που δημιουργεί πρόοδο ("ανοίγει νέους δρόμους") στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία κ.α..
-- Σ --
σκαπανέας: (ουσ. αρσ.) πρωτοπόρος, καινοτόμος, ρηξικέλευθος
σταχυολογώ: (ρ.) μαζεύω στάχυα / (μτφ.) διαλέγω, απανθίζω. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
συνδαιτυμόνας: (ουσ. αρσ.) αυτός που δειπνεί με άλλο άτομο.
-- Τ --
ταλανίζω: (ρ.) .
ταχυφαγείο: (ουσ. ουδ.) εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης, fast food.
τιμαλφής: (επίθ.) πολύτιμος, πανάκριβος, βαρύτιμος.
τραγέλαφος: () .
τροχοπέδη: (ουσ. θηλ.) (για οχήματα) φρένο / μτφ: εμπόδιο, κώλυμα.
τρυφηλός
καθέλκυση: (ουσ. θηλ.) .
καινοφανής: (επίθ.) υτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος.
καιροφυλακτώ: (ρ.) περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ.
καπηλεύομαι:
κατακερματισμός:
καταπίστευμα: (ουσ. ουδ.) αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο.
κατάφωρος: (επίθ.) ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής.
κατηφής: (επίθ.) κατσούφης, σκυθρωπός.
κατηχούμενος: (μτχ.)
κίβδηλος: (επίθ.) ψεύτικος, πλαστός.
κόλαφος: (ουσ. αρσ.) .
κονιορτοποιώ: (ρ.) λιώνω, μετατρέπω κάτι σε σκόνη.
κωλησιεργώ: (ρ.) καθυστερώ την εκτέλεση ενός έργου.
-- Λ --
λεξιθηρία: (ουσ. θηλ.) η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο.
λίκνο: (ουσ. ουδ.) κούνια / κοιτίδα / ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι.
λιποψυχώ: (ρ.) δειλιάζω, φοβάμαι.
-- Μ --
μαυσωλείο: () .
μειλίχιος: (επίθ.) ήπιος, πράος, καταδεκτικός, γαλίφης.
μέμφομαι: () .
μεμψιμοιρώ: (ρ.) παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω.
μίασμα: (ουσ. ουδ.) απεχθές έγκλημα, ανοσιούργημα.
μνησίκακος: (επίθ.) αυτός που θυμάται το κακό που του έκαναν και από μίσος για το δράστη επιδιώκει να τον εκδικηθεί.
μομφή: (ουσ. θηλ.) επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία.
μονολιθικός: (επίθ.) πνευματικά στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, μονομερής
μυσταγωγία: () .
-- Ν --
νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ.
νηπενθής: (.) .
νύξη: υπαινιγμός, υπονοούμενο.
νωχελικός: (επίθ.) ο νωθρός, αυτός που κινείται και δρα με αργό ρυθμό και οκνηρία.
-- Ο --
οδυρμός:
ουραγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που ηγείται ή βρίσκεται στην οπισθοφυλακή / αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης / αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους.
ουτοπία: (ουσ. θηλ.) το μη πραγματοποιήσιμο, φαντασιοκόπημα, χίμαιρα.
-- Π --
παιανίζω: () .
πακτωλός: () .
πανάκεια: (.) .
παρεισφρέω: (ρ.) εισβάλλω, διεισδύω, μπαίνω αυθαίρετα.
παχυλός: (επίθ.) 1. παχουλός 2. (μτφ.) α) αυτός που είναι περισσότερος από το κανονικό, ο υπερβολικός: "παχυλοί μισθοί", β) ο πλήρης, ο τέλειος. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
πένης: (επίθ.) φτωχός.
πενία: (ουσ. θηλ.) Η στέρηση των αναγκαίων, η ανεπάρκεια και των στοιχειωδεστέρων πόρων για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. η φτώχεια.
πενιχρός: (επίθ.) φτωχικός, λίγος, ανεπαρκής, ασήμαντος.
πολυσχιδής:
προπηλακίζω:
πτωχαλαζών / -όνας: (ουσ.) ο φτωχός με αλαζονική συμπεριφορά, ο ψωροπερήφανος
-- Ρ --
ρακένδυτος: (επίθ.) κουρελιασμένος, κουρελής.
ρηξικέλευθος: (επίθ.) < από το μεταγενέστερο ῥηξικέλευθος. Σύνθεση των λέξεων ῥήγνυμι, ανοίγω + κέλευθος, δρόμος. Αυτός που δημιουργεί πρόοδο ("ανοίγει νέους δρόμους") στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία κ.α..
-- Σ --
σκαπανέας: (ουσ. αρσ.) πρωτοπόρος, καινοτόμος, ρηξικέλευθος
σταχυολογώ: (ρ.) μαζεύω στάχυα / (μτφ.) διαλέγω, απανθίζω. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).
συνδαιτυμόνας: (ουσ. αρσ.) αυτός που δειπνεί με άλλο άτομο.
-- Τ --
ταλανίζω: (ρ.) .
ταχυφαγείο: (ουσ. ουδ.) εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης, fast food.
τιμαλφής: (επίθ.) πολύτιμος, πανάκριβος, βαρύτιμος.
τραγέλαφος: () .
τροχοπέδη: (ουσ. θηλ.) (για οχήματα) φρένο / μτφ: εμπόδιο, κώλυμα.
τρυφηλός
-- Υ --
υπεισέρχομαι: (ρ.) μπαίνω λαθραία, εισδύω κάπου επιτήδεια.
υποθάλπω: (ρ.) .
υπονομεύω: (ρ.) .
υποσκάπτω: (ρ.) .
υποσκελίζω: (ρ.)
υποτροπιάζω: (ρ.) (για αρρώστια) εμφανίζομαι πάλι, ξανακυλώ.
υφέρπων /-ουσα /-ον: (επίθ.) αυτός που σέρνεται κάτω από κάτι. Μεταφορικά, αναφερόμαστε σε υφέρπουσα νόσο (που κρύβεται κάτω από μη προφανή συμ;τώματα) ή και σε υφέρποντα νοήματα (υπονοούμενα).
-- Φ --
φαλκιδεύω: (ρ.)
φείδομαι: (ρ.) εξοικονομώ, τσιγκουνεύομαι, στερώ.
φειδωλός: (επίθ.) οικονομικός, αυτός που μιλά ή προσφέρει ή γενικότερα ενεργεί με φειδώ, με σύνεση, με οικονομία
φενάκη: (ουσ. θηλ.) περούκα / μτφ: το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη.
φυλλορροώ: (ρ.) μαδώ, ρίχνω τα φύλλα μου / μτφ: καταπέφτω, εξασθενώ, εξαντλούμαι.
φυσιοδίφης: (ουσ. αρσ.) αυτός που ερευνά τη φύση, ο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, των ζώων και των ορυκτών.
φωταψία:
-- Χ --
χειραφέτηση: (ουσ. θηλ.) η απαλλαγή από την κηδεμονία, εξουσία ή επιρροή κάποιου.
χίμαιρα: (ουσ. θηλ.) βλ. ουτοπία.
-- Ψ --
ψήγμα: (ουσ. ουδ.) τρίμμα, λεπτό κομμάτι μετάλλου, ελάχιστη ποσότητα.
υπεισέρχομαι: (ρ.) μπαίνω λαθραία, εισδύω κάπου επιτήδεια.
υποθάλπω: (ρ.) .
υπονομεύω: (ρ.) .
υποσκάπτω: (ρ.) .
υποσκελίζω: (ρ.)
υποτροπιάζω: (ρ.) (για αρρώστια) εμφανίζομαι πάλι, ξανακυλώ.
υφέρπων /-ουσα /-ον: (επίθ.) αυτός που σέρνεται κάτω από κάτι. Μεταφορικά, αναφερόμαστε σε υφέρπουσα νόσο (που κρύβεται κάτω από μη προφανή συμ;τώματα) ή και σε υφέρποντα νοήματα (υπονοούμενα).
-- Φ --
φαλκιδεύω: (ρ.)
φείδομαι: (ρ.) εξοικονομώ, τσιγκουνεύομαι, στερώ.
φειδωλός: (επίθ.) οικονομικός, αυτός που μιλά ή προσφέρει ή γενικότερα ενεργεί με φειδώ, με σύνεση, με οικονομία
φενάκη: (ουσ. θηλ.) περούκα / μτφ: το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη.
φυλλορροώ: (ρ.) μαδώ, ρίχνω τα φύλλα μου / μτφ: καταπέφτω, εξασθενώ, εξαντλούμαι.
φυσιοδίφης: (ουσ. αρσ.) αυτός που ερευνά τη φύση, ο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, των ζώων και των ορυκτών.
φωταψία:
-- Χ --
χειραφέτηση: (ουσ. θηλ.) η απαλλαγή από την κηδεμονία, εξουσία ή επιρροή κάποιου.
χίμαιρα: (ουσ. θηλ.) βλ. ουτοπία.
-- Ψ --
ψήγμα: (ουσ. ουδ.) τρίμμα, λεπτό κομμάτι μετάλλου, ελάχιστη ποσότητα.
Elganador
Γλομπεάρχης
- Εγγρ.
- 14 Οκτ 2022
- Μηνύματα
- 3.137
- Κριτικές
- 192
- Like
- 44.015
- Πόντοι
- 32.548
@Xaramofais που είσαι έλα στο μάθημα θα πάρεις απουσία
Xaramofais
Σπουδαίος
- Εγγρ.
- 8 Σεπ 2024
- Μηνύματα
- 2.534
- Like
- 10.788
- Πόντοι
- 2.256
Να καμω ένα τσιγάρο και μπουκαρω 

John 100
Σπουδαίος
- Εγγρ.
- 17 Ιουλ 2020
- Μηνύματα
- 3.041
- Κριτικές
- 33
- Like
- 7.857
- Πόντοι
- 3.446
τύπε τι γράφεις τώρα...-- Ε --
εγείρω:
ειμαρμένη:
εκμαυλίζω: (ρ.) .
ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.
εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.
εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου.
εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.
εναργής: (επίθ.)
ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ατελείωτος: "ενδελεχής αναζήτηση του δράστη" αντίθετα: στιγμιαίος. 2.(μτφ.) αυτός που γίνεται με αδιάκοπη και διαρκή επιμέλεια, ο επίμονος.
ενδόμυχος: (επίθ.) .
επαίσχυντος:
επάρατος:
επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).
επίπλαστος: (επίθ.) ψεύτικος.
ευεπίφορος: (επίθ.) επιρρεπής.
ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.
ευθαρσώς: (επίρ.) .
ευκαταφρόνητος: (επίθ.) 1. αυτός που είναι άξιος να καταφρονηθεί 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.
-- Ζ --
ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός / (μτφ.) αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία.
-- Θ --
θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.
θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.
θεμιτός: () .
θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.
-- Ι --
ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.
ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
ας ξεκινήσουμε με το "ΜΗΝΥΜΑ" που το γαμάνε 11 φορές στις 10...
Elganador
Γλομπεάρχης
- Εγγρ.
- 14 Οκτ 2022
- Μηνύματα
- 3.137
- Κριτικές
- 192
- Like
- 44.015
- Πόντοι
- 32.548
μαζί σου είναι ο @Spiros_73 πεστου να έρθει αμέσως στο μάθημαΝα καμω ένα τσιγάρο και μπουκαρω![]()
Xaramofais
Σπουδαίος
- Εγγρ.
- 8 Σεπ 2024
- Μηνύματα
- 2.534
- Like
- 10.788
- Πόντοι
- 2.256
Εδώ δεν ήρθε ο δάσκαλος...μαζί σου είναι ο @Spiros_73 πεστου να έρθει αμέσως στο μάθημα
Σιγά μην ξυπνήσει το ρεμαλι ο @Spiros_73 από τώρα

Μόνο εγώ και εσύ ήμαστε
Σπασικλακια

hornyasfuck
Γλομπεο-Μύστης
- Εγγρ.
- 19 Ιουλ 2018
- Μηνύματα
- 4.452
- Κριτικές
- 33
- Like
- 31.723
- Πόντοι
- 20.896
Εδώ δεν ήρθε ο δάσκαλος...
Σιγά μην ξυπνήσει το ρεμαλι ο @Spiros_73 από τώρα
Μόνο εγώ και εσύ ήμαστε
Σπασικλακια![]()
Μιά φορά τὴν ἑβδομάδα, ἄν ὄχι δύο, εὑρίσκομαι ἐκτός Ἀθηνῶν, ἀλλά ἐντός Ἀττικῆς... Ἔχουμε καί ἄλλες ὑποχρεώσεις αὐτές τὶς ἡμέρες
hornyasfuck
Γλομπεο-Μύστης
- Εγγρ.
- 19 Ιουλ 2018
- Μηνύματα
- 4.452
- Κριτικές
- 33
- Like
- 31.723
- Πόντοι
- 20.896
Το Μανώλης με "Ω" δε γράφεται; Εγώ θυμάμαι έτσι το μάθαμε με τη γραμματική του κ τριανταφυλλιδη. Τι στο διάλα, αυτος το όνομα του δεν ήξερε να το γραφει σωστά;
Διευκρίνιση. Ὁ ἴδιος ὁ Τριανταφυλλίδης ἤθελε νά τὸ ἁπλοποιήση, ἀλλά δέν ἐπικράτησε...
Xaramofais
Σπουδαίος
- Εγγρ.
- 8 Σεπ 2024
- Μηνύματα
- 2.534
- Like
- 10.788
- Πόντοι
- 2.256
Να αναπληρώσεις τα κενά σου με σέξυ καθηγήτρια...Μιά φορά τὴν ἑβδομάδα, ἄν ὄχι δύο, εὑρίσκομαι ἐκτός Ἀθηνῶν, ἀλλά ἐντός Ἀττικῆς... Ἔχουμε καί ἄλλες ὑποχρεώσεις αὐτές τὶς ἡμέρες
Τον ελγκα θα τον δέσω εγώ και δεν θα την πειράξει

gamawmetiskaltses
Μέγας
- Εγγρ.
- 29 Μαΐ 2023
- Μηνύματα
- 3.665
- Like
- 18.020
- Πόντοι
- 3.506
Διάβαζα μια φιλόλογο στο ινστα και το αιτιολογούσε πολύ καλά οπότε με ψιλοέπεισε!!! Και το αυτί με φ.Αμ, το αυγό που το γράφουν κάποιοι με β.
Ο βασικός λόγος όμως είναι ότι από το avatar της φαινόταν μουνάρα!!!
gamawmetiskaltses
Μέγας
- Εγγρ.
- 29 Μαΐ 2023
- Μηνύματα
- 3.665
- Like
- 18.020
- Πόντοι
- 3.506
Το πιο συχνό λάθος στα σχόλια του forum μακράν από το δεύτερο!!!
hornyasfuck
Γλομπεο-Μύστης
- Εγγρ.
- 19 Ιουλ 2018
- Μηνύματα
- 4.452
- Κριτικές
- 33
- Like
- 31.723
- Πόντοι
- 20.896
Και εγώ για Ω το ήξερα είναι το μπέρδεμα μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής
Το 1976/1982, που νομιμοποιήθηκε οριστικά η κοινή νεοελληνική, η δημοτική γλώσσα, και έγιναν κάποιες ορθογραφικές απλοποιήσεις, αποφασίστηκε να διατηρηθεί η ιστορική ορθογραφία των ελληνικών λέξεων, ενώ στις λέξεις που προέρχονται από ξένες γλώσσες να ακολουθείται η απλούστερη γραφή. Ετσι το τρένο θα γράφεται με έψιλον και όχι τραίνο, το στιλ, η μπίρα κ.α.![]()
Μανώλης ή Μανόλης; Γλώσσα και γραφή - Χανιώτικα Νέα
Πόσα είναι τα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας; Πριν απαντήσετε, προσέξτε την ερώτηση: τα φωνήεντα της ελληνικής γλώσσας όχι της γραφής. Δεν είναι εφτά,www.haniotika-nea.gr
Ἐτυμολογικῶς σωστότερα τά: "τρΑΙνο", "στΥλ", ἀλλά "μπΙρα". Ἡ "μπίρα" ἀπ'τό γερμανικό "Bier" μέσω τοῦ ἰταλικοῦ "bira". "i" ἀντιστοιχεῖ μέ "ι", ὄχι μέ "υ"
Μεγάλη μαλακία αγραμματοσύνης αυτή. Ο Εγγλέζος δηλαδή είναι μαλακας που διατηρεί τη δασεία γράφοντας history και εμείς έξυπνοι που κάναμε το train τρένο;
Αμ, το αυγό που το γράφουν κάποιοι με β.
Καί οἱ δύο ὀρθογραφίες κατά τὴ γνὠμη ΜΟΥ, σωστές: "ἀβγό", "αὐγό". Ἀπὀ τὸ ἀρχαιοελληνικό "ὠόν" ποὺ πιστεύεται ὅτι ἔγινε "ἀουόν" ἤ κάτι τέτοιο ποὺ ἔγινε "ἀβγόν". Ἐδῶ οἱ φιλόλογοι διαφωνοῦν ἄν τὸ "ου" πρέπει νά ἀντιστοιχῆ μέ "β" ἤ "υ". Σέ τέτοιες περιπτώσεις ἐγώ δέχομαι καί τά δύο!
Κανονικά πρέπει να καταργηθούν τα γράμματα Ξ & Ψ και να αντικατασταθούν με ΚΣ & ΠΣ αντίστοιχα.
Πχ.
Ψωλή - Πσολί.
Ξεκωλιάρα - Κσεκολιάρα.
Τό κυριλλικό ἀλφάβητο πρίν τὸν Τσάρο τὸν Μεγάλο Πέτρο Α περιελάμβανε καί τὰ ἑλληνικά γράμματα "Ξ" καί "Ψ". Αὐτός τὰ κατήργησε καί ἔκανε τὸ Κυριλλικό ἀλφάβητο νά μοιάζη περισσότερο μὲ τὸ λατινικό ἐμφανισιακῶς ἀντί γιά "α", ἔχουμε "a". Μετά διαδόθηκε καί στὶς ἄλλες Σλαυϊκές γλῶσσες ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ Κυριλλικό.
Και το ξύδι πλέον το γράφουν ξίδι..
Σκαμπό, στυλό, μαγιό δεν έχουν πληθυντικό
¨Ξύδι" ἤ "ξίδι"; Προέρχεται ἀπό τὴ λέξη "ὀξύ" καί τὴν ὑποκοριστική κατάληξη "-ιδιον". Σέ τέτοιου εἴδους περιπτώσεις ἐπικρατεῖ ἡ κατάληξη. Ἄρα "ξίδι"
rodriguez96
Ανώτατος
- Εγγρ.
- 5 Δεκ 2017
- Μηνύματα
- 9.850
- Κριτικές
- 32
- Like
- 23.178
- Πόντοι
- 12.946
Δάσκαλε να τους βάλεις να μάθουν απέξω τις δασυνόμενες λέξεις,Μιά φορά τὴν ἑβδομάδα, ἄν ὄχι δύο, εὑρίσκομαι ἐκτός Ἀθηνῶν, ἀλλά ἐντός Ἀττικῆς... Ἔχουμε καί ἄλλες ὑποχρεώσεις αὐτές τὶς ἡμέρες
εμείς ήμασταν κορόιδα που τις μαθαίναμε ποιηματάκι ;
ἅγιος, ἁγνός, αἷμα, αἵρεση, ἁλάτι....
hornyasfuck
Γλομπεο-Μύστης
- Εγγρ.
- 19 Ιουλ 2018
- Μηνύματα
- 4.452
- Κριτικές
- 33
- Like
- 31.723
- Πόντοι
- 20.896
Δάσκαλε να τους βάλεις να μάθουν απέξω τις δασυνόμενες λέξεις,
εμείς ήμασταν κορόιδα που τις μαθαίναμε ποιηματάκι ;
ἅγιος, ἁγνός, αἷμα, αἵρεση, ἁλάτι....
![]()
Ὡραῖος γιά τὴν τεχνική εὑρηματικότητά σας... Παρακαλῶ νά τίς γράψουν ὅλες ὅλοι ἀπό 20 φορές σέ μιά κόλλα χαρτί
rodriguez96
Ανώτατος
- Εγγρ.
- 5 Δεκ 2017
- Μηνύματα
- 9.850
- Κριτικές
- 32
- Like
- 23.178
- Πόντοι
- 12.946
Λέμε τώρα, ας μάθουν να γράφουν σωστά το μονοτονικό και βλέπουμε.
Τέλος πάντων για όποιον ενδιαφέρεται:
Τέλος πάντων για όποιον ενδιαφέρεται:
Ὁ τονισμὸς σὲ δέκα ἁπλὰ μαθήματα: 1. Ποιοί εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα;
Ἱστοχῶρος τῆς Κίνησης Πολιτῶν γιὰ τὴν Ἐπαναφορὰ τοῦ Πολυτονικοῦ - Ὁ τονισμὸς σὲ δέκα ἁπλὰ μαθήματα: 1. Ποιοί εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα;
www.polytoniko.org
Άλλα thread (τυχαίες επιλογές)
- Απαντήσεις
- 52
- Εμφανίσεις
- 2K
- Απαντήσεις
- 205
- Εμφανίσεις
- 9K
- Απαντήσεις
- 346
- Εμφανίσεις
- 34K
- Απαντήσεις
- 120
- Εμφανίσεις
- 38K