Νέα

Μαθήματα ορθογραφίας από τον hornyasfuck

  • Μέλος που άνοιξε το νήμα Elganador
  • Ημερομηνία ανοίγματος
  • Απαντήσεις 132
  • Εμφανίσεις 3K
  • Tagged users Καμία
  • Βλέπουν το thread αυτή τη στιγμή 4 άτομα (0 μέλη και 4 επισκέπτες)

Annapurna

Γλομπεάρχης
Εγγρ.
7 Μαΐ 2020
Μηνύματα
25.265
Κριτικές
171
Like
98.209
Πόντοι
46.423
Teacher1.jpg
 

Terori

Μέλος
Εγγρ.
30 Οκτ 2024
Μηνύματα
49
Like
121
Πόντοι
0
αλτρουιστής: (ουσ. αρσ.) .

αλώβητος: (επίθ.) αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά.

αμείλικτος: (επίθ.) .

αμετροέπεια: (ουσ. θηλ.) η έλλειψη μέτρου στα λόγια.

άμιλλα: () .

αμφίψωμο: (ουσ. ουδ.) το σάντουιτς, το τοστ.

ανδραγαθία

απεχθής: (ουσ. ουδ.) εχθρικός, μισητός, αποκρουστικός, αντιπαθητικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός.

άτεγκτος: () .

ατόπημα: (ουσ. ουδ.) η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια.

άφατος: (επίθ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: στερ. α + φατός ‹ φημί = λέω, μιλώ] ανέκφραστος, απερίγραπτος: "άφατη χαρά".

αχλός: () .

-- Β --

βαυκαλίζω: (ρ.) καθησυχάζω κάποιον με ψεύτικες υποσχέσεις.

βρόχος: θηλιά. Στην Πληροφορική: επαναλαμβανόμενη υπό συνθήκες σειρά εντολών.

βρώση: κατανάλωση τροφίμου.

βυσσοδομώ: (ρ.) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ : βύσσος = βυθός + δομέω ή δομώ = χτίζω] (μτφ.) σχεδιάζω κρυφά κάτι κακό για κάποιον, σκευωρώ, στενοχωρώ συνώνυμα:μηχανορραφώ, ραδιουργώ.

-- Γ --

γαλουχώ: (ρ.) θηλάζω, βυζαίνω / (μτφ.) ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ.

γονυπετής: (επίθ.) αυτός που πέφτει στα γόνατα συνώνυμα: γονατιστός.

-- Δ --

δανδής: (επίθ.) άντρας που ντύνεται και συμπεριφέρεται με εξεζητημένη κομψότητα.

δερματοστιξία: τατουάζ.

δημαγωγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που αποκτά εμπιστοσύνη με απατηλά μέσα, δημοκόπος

διαπρύσιος: (επίθ.) αυτός που διακηρύσσει κάτι με ιδιαίτερη θέρμη, με ένταση και παλμό.

δύστοκος: (επιθ.) κυριολ.: που γεννά με δυσκολία

μεταφορ.: αυτός που δυσκολεύεται να παράξει σκέψη, συνώνυμο: βραδύνους (αργόστροφος)
 

Terori

Μέλος
Εγγρ.
30 Οκτ 2024
Μηνύματα
49
Like
121
Πόντοι
0
-- Ε --

εγείρω:

ειμαρμένη:

εκμαυλίζω: (ρ.) .

ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.

εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.

εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου.

εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.

εναργής: (επίθ.)

ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ατελείωτος: "ενδελεχής αναζήτηση του δράστη" αντίθετα: στιγμιαίος. 2.(μτφ.) αυτός που γίνεται με αδιάκοπη και διαρκή επιμέλεια, ο επίμονος.

ενδόμυχος: (επίθ.) .

επαίσχυντος:

επάρατος:

επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).

επίπλαστος: (επίθ.) ψεύτικος.

ευεπίφορος: (επίθ.) επιρρεπής.

ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.

ευθαρσώς: (επίρ.) .

ευκαταφρόνητος: (επίθ.) 1. αυτός που είναι άξιος να καταφρονηθεί 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.

-- Ζ --

ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός / (μτφ.) αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία.

-- Θ --

θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.

θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.

θεμιτός: () .

θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.

-- Ι --

ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.

ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
 

Terori

Μέλος
Εγγρ.
30 Οκτ 2024
Μηνύματα
49
Like
121
Πόντοι
0
-- Κ --

καθέλκυση: (ουσ. θηλ.) .

καινοφανής: (επίθ.) υτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο πρωτοεμφανιζόμενος.

καιροφυλακτώ: (ρ.) περιμένω την κατάλληλη περίσταση για να κάνω κάτι, παραμονεύω, καραδοκώ.

καπηλεύομαι:

κατακερματισμός:

καταπίστευμα: (ουσ. ουδ.) αυτό που εμπιστεύεται κανείς σε κάποιον άλλο.

κατάφωρος: (επίθ.) ολοφάνερος, χειροπιαστός, οφθαλμοφανής.

κατηφής: (επίθ.) κατσούφης, σκυθρωπός.

κατηχούμενος: (μτχ.)

κίβδηλος: (επίθ.) ψεύτικος, πλαστός.

κόλαφος: (ουσ. αρσ.) .

κονιορτοποιώ: (ρ.) λιώνω, μετατρέπω κάτι σε σκόνη.

κωλησιεργώ: (ρ.) καθυστερώ την εκτέλεση ενός έργου.

-- Λ --

λεξιθηρία: (ουσ. θηλ.) η αναζήτηση σπάνιων λέξεων και εκφράσεων και η χρησιμοποίησή τους στον προφορικό ή γραπτό λόγο.

λίκνο: (ουσ. ουδ.) κούνια / κοιτίδα / ο τόπος όπου για πρώτη φορά γεννήθηκε ή αναπτύχθηκε κάτι.

λιποψυχώ: (ρ.) δειλιάζω, φοβάμαι.

-- Μ --

μαυσωλείο: () .

μειλίχιος: (επίθ.) ήπιος, πράος, καταδεκτικός, γαλίφης.

μέμφομαι: () .

μεμψιμοιρώ: (ρ.) παραπονιέμαι για τη μοίρα μου, μουρμουρίζω, γκρινιάζω.

μίασμα: (ουσ. ουδ.) απεχθές έγκλημα, ανοσιούργημα.

μνησίκακος: (επίθ.) αυτός που θυμάται το κακό που του έκαναν και από μίσος για το δράστη επιδιώκει να τον εκδικηθεί.

μομφή: (ουσ. θηλ.) επίπληξη, κατάκριση, κατηγορία.

μονολιθικός: (επίθ.) πνευματικά στεγανοποιημένος, μονοδιάστατος, μονομερής

μυσταγωγία: () .

-- Ν --

νείρομαι: (ρ.) επιθυμώ πολύ, ονειρεύομαι, λαχταρώ.

νηπενθής: (.) .

νύξη: υπαινιγμός, υπονοούμενο.

νωχελικός: (επίθ.) ο νωθρός, αυτός που κινείται και δρα με αργό ρυθμό και οκνηρία.

-- Ο --

οδυρμός:

ουραγός: (ουσ. αρσ.) αυτός που ηγείται ή βρίσκεται στην οπισθοφυλακή / αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης / αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους.

ουτοπία: (ουσ. θηλ.) το μη πραγματοποιήσιμο, φαντασιοκόπημα, χίμαιρα.

-- Π --

παιανίζω: () .

πακτωλός: () .

πανάκεια: (.) .

παρεισφρέω: (ρ.) εισβάλλω, διεισδύω, μπαίνω αυθαίρετα.

παχυλός: (επίθ.) 1. παχουλός 2. (μτφ.) α) αυτός που είναι περισσότερος από το κανονικό, ο υπερβολικός: "παχυλοί μισθοί", β) ο πλήρης, ο τέλειος. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).

πένης: (επίθ.) φτωχός.

πενία: (ουσ. θηλ.) Η στέρηση των αναγκαίων, η ανεπάρκεια και των στοιχειωδεστέρων πόρων για την εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης. η φτώχεια.

πενιχρός: (επίθ.) φτωχικός, λίγος, ανεπαρκής, ασήμαντος.

πολυσχιδής:

προπηλακίζω:

πτωχαλαζών / -όνας: (ουσ.) ο φτωχός με αλαζονική συμπεριφορά, ο ψωροπερήφανος

-- Ρ --

ρακένδυτος: (επίθ.) κουρελιασμένος, κουρελής.

ρηξικέλευθος: (επίθ.) < από το μεταγενέστερο ῥηξικέλευθος. Σύνθεση των λέξεων ῥήγνυμι, ανοίγω + κέλευθος, δρόμος. Αυτός που δημιουργεί πρόοδο ("ανοίγει νέους δρόμους") στην πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία κ.α..

-- Σ --

σκαπανέας: (ουσ. αρσ.) πρωτοπόρος, καινοτόμος, ρηξικέλευθος

σταχυολογώ: (ρ.) μαζεύω στάχυα / (μτφ.) διαλέγω, απανθίζω. (σσ. συνήθως χρησιμοποιείται μεταφορικά).

συνδαιτυμόνας: (ουσ. αρσ.) αυτός που δειπνεί με άλλο άτομο.

-- Τ --

ταλανίζω: (ρ.) .

ταχυφαγείο: (ουσ. ουδ.) εστιατόριο γρήγορης εξυπηρέτησης, fast food.

τιμαλφής: (επίθ.) πολύτιμος, πανάκριβος, βαρύτιμος.

τραγέλαφος: () .

τροχοπέδη: (ουσ. θηλ.) (για οχήματα) φρένο / μτφ: εμπόδιο, κώλυμα.

τρυφηλός
 

Terori

Μέλος
Εγγρ.
30 Οκτ 2024
Μηνύματα
49
Like
121
Πόντοι
0
-- Υ --

υπεισέρχομαι: (ρ.) μπαίνω λαθραία, εισδύω κάπου επιτήδεια.

υποθάλπω: (ρ.) .

υπονομεύω: (ρ.) .

υποσκάπτω: (ρ.) .

υποσκελίζω: (ρ.)

υποτροπιάζω: (ρ.) (για αρρώστια) εμφανίζομαι πάλι, ξανακυλώ.

υφέρπων /-ουσα /-ον: (επίθ.) αυτός που σέρνεται κάτω από κάτι. Μεταφορικά, αναφερόμαστε σε υφέρπουσα νόσο (που κρύβεται κάτω από μη προφανή συμ;τώματα) ή και σε υφέρποντα νοήματα (υπονοούμενα).

-- Φ --

φαλκιδεύω: (ρ.)

φείδομαι: (ρ.) εξοικονομώ, τσιγκουνεύομαι, στερώ.

φειδωλός: (επίθ.) οικονομικός, αυτός που μιλά ή προσφέρει ή γενικότερα ενεργεί με φειδώ, με σύνεση, με οικονομία

φενάκη: (ουσ. θηλ.) περούκα / μτφ: το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη.

φυλλορροώ: (ρ.) μαδώ, ρίχνω τα φύλλα μου / μτφ: καταπέφτω, εξασθενώ, εξαντλούμαι.

φυσιοδίφης: (ουσ. αρσ.) αυτός που ερευνά τη φύση, ο επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, των ζώων και των ορυκτών.

φωταψία:

-- Χ --

χειραφέτηση: (ουσ. θηλ.) η απαλλαγή από την κηδεμονία, εξουσία ή επιρροή κάποιου.

χίμαιρα: (ουσ. θηλ.) βλ. ουτοπία.

-- Ψ --

ψήγμα: (ουσ. ουδ.) τρίμμα, λεπτό κομμάτι μετάλλου, ελάχιστη ποσότητα.
 

John 100

Σπουδαίος
Εγγρ.
17 Ιουλ 2020
Μηνύματα
3.041
Κριτικές
33
Like
7.857
Πόντοι
3.446
-- Ε --

εγείρω:

ειμαρμένη:

εκμαυλίζω: (ρ.) .

ελλοχεύω: (ρ.) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.

εμφωλεύω: (ρ.) φωλιάζω, κουρνιάζω, (πληροφ.) ενσωματώνω υπορουτίνα σε ρουτίνα.

εμπάθεια: (ουσ. θηλ.) μοχθηρία, μίσος, έντονα αρνητικά συναισθήματα, εχθρότητα, πάθος εναντίον κάποιου.

εμπαιγμός: (ουσ.) το περίπαιγμα, ο χλευασμός / η εξαπάτηση, το παιχνίδισμα.

εναργής: (επίθ.)

ενδελεχής: (επίθ.) 1. αυτός που είναι συνεχής, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος, ατελείωτος: "ενδελεχής αναζήτηση του δράστη" αντίθετα: στιγμιαίος. 2.(μτφ.) αυτός που γίνεται με αδιάκοπη και διαρκή επιμέλεια, ο επίμονος.

ενδόμυχος: (επίθ.) .

επαίσχυντος:

επάρατος:

επίνειο: (ουσ. ουδ.) πόλη ή οικισμός με λιμάνι ή όρμο που εξυπηρετεί μια πόλη (κυρίως μεσογειακή).

επίπλαστος: (επίθ.) ψεύτικος.

ευεπίφορος: (επίθ.) επιρρεπής.

ευημερία: (ουσ. θηλ.) ευπορία, ευζωία, καλοπέραση.

ευθαρσώς: (επίρ.) .

ευκαταφρόνητος: (επίθ.) 1. αυτός που είναι άξιος να καταφρονηθεί 2. (μτφ.) αυτός που δεν είναι υπολογίσιμος, ο τιποτένιος, ο ασήμαντος, ο αναξιόλογος.

-- Ζ --

ζοφερός: (επίθ.) σκοτεινός / (μτφ.) αυτός που εμπνέει φόβο, απαισιοδοξία, μελαγχολία.

-- Θ --

θαλερός: (επίθ.) φυλλώδης, ανθηρός, φυλλοφόρος.

θάλλος: (ουσ. ουδ.) νέο, τρυφερό (άρα πράσινο) κλαδάκι, βλαστάρι. φύλλωμα.

θεμιτός: () .

θωπεύω: (ρ.) χαϊδεύω, περιποιούμαι υπερβολικά / μτφ. κολακεύω, καλοπιάνω.

-- Ι --

ιλαρός: (επίθ.) χαρούμενος, φαιδρός, χαρωπός.

ιταμός: (επίθ.) αυθάδης, θρασύς, προκλητικός.
τύπε τι γράφεις τώρα...
ας ξεκινήσουμε με το "ΜΗΝΥΜΑ" που το γαμάνε 11 φορές στις 10...
 
OP
OP
Elganador

Elganador

Γλομπεάρχης
Εγγρ.
14 Οκτ 2022
Μηνύματα
3.137
Κριτικές
192
Like
44.015
Πόντοι
32.548

Xaramofais

Σπουδαίος
Εγγρ.
8 Σεπ 2024
Μηνύματα
2.534
Like
10.788
Πόντοι
2.256

hornyasfuck

Γλομπεο-Μύστης
Εγγρ.
19 Ιουλ 2018
Μηνύματα
4.452
Κριτικές
33
Like
31.723
Πόντοι
20.896
Εδώ δεν ήρθε ο δάσκαλος...
Σιγά μην ξυπνήσει το ρεμαλι ο @Spiros_73 από τώρα :2funny:
Μόνο εγώ και εσύ ήμαστε
Σπασικλακια :happy:

Μιά φορά τὴν ἑβδομάδα, ἄν ὄχι δύο, εὑρίσκομαι ἐκτός Ἀθηνῶν, ἀλλά ἐντός Ἀττικῆς... Ἔχουμε καί ἄλλες ὑποχρεώσεις αὐτές τὶς ἡμέρες
 

hornyasfuck

Γλομπεο-Μύστης
Εγγρ.
19 Ιουλ 2018
Μηνύματα
4.452
Κριτικές
33
Like
31.723
Πόντοι
20.896
Το Μανώλης με "Ω" δε γράφεται; Εγώ θυμάμαι έτσι το μάθαμε με τη γραμματική του κ τριανταφυλλιδη. Τι στο διάλα, αυτος το όνομα του δεν ήξερε να το γραφει σωστά;

Διευκρίνιση. Ὁ ἴδιος ὁ Τριανταφυλλίδης ἤθελε νά τὸ ἁπλοποιήση, ἀλλά δέν ἐπικράτησε...
 

Xaramofais

Σπουδαίος
Εγγρ.
8 Σεπ 2024
Μηνύματα
2.534
Like
10.788
Πόντοι
2.256
Μιά φορά τὴν ἑβδομάδα, ἄν ὄχι δύο, εὑρίσκομαι ἐκτός Ἀθηνῶν, ἀλλά ἐντός Ἀττικῆς... Ἔχουμε καί ἄλλες ὑποχρεώσεις αὐτές τὶς ἡμέρες
Να αναπληρώσεις τα κενά σου με σέξυ καθηγήτρια...
Τον ελγκα θα τον δέσω εγώ και δεν θα την πειράξει :rockon:
 

gamawmetiskaltses

Μέγας
Εγγρ.
29 Μαΐ 2023
Μηνύματα
3.665
Like
18.020
Πόντοι
3.506
Αμ, το αυγό που το γράφουν κάποιοι με β.
Διάβαζα μια φιλόλογο στο ινστα και το αιτιολογούσε πολύ καλά οπότε με ψιλοέπεισε!!! Και το αυτί με φ.
Ο βασικός λόγος όμως είναι ότι από το avatar της φαινόταν μουνάρα!!!
 

hornyasfuck

Γλομπεο-Μύστης
Εγγρ.
19 Ιουλ 2018
Μηνύματα
4.452
Κριτικές
33
Like
31.723
Πόντοι
20.896
Και εγώ για Ω το ήξερα είναι το μπέρδεμα μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής :dunno:

Το 1976/1982, που νομιμοποιήθηκε οριστικά η κοινή νεοελληνική, η δημοτική γλώσσα, και έγιναν κάποιες ορθογραφικές απλοποιήσεις, αποφασίστηκε να διατηρηθεί η ιστορική ορθογραφία των ελληνικών λέξεων, ενώ στις λέξεις που προέρχονται από ξένες γλώσσες να ακολουθείται η απλούστερη γραφή. Ετσι το τρένο θα γράφεται με έψιλον και όχι τραίνο, το στιλ, η μπίρα κ.α.

Ἐτυμολογικῶς σωστότερα τά: "τρΑΙνο", "στΥλ", ἀλλά "μπΙρα". Ἡ "μπίρα" ἀπ'τό γερμανικό "Bier" μέσω τοῦ ἰταλικοῦ "bira". "i" ἀντιστοιχεῖ μέ "ι", ὄχι μέ "υ"

Μεγάλη μαλακία αγραμματοσύνης αυτή. Ο Εγγλέζος δηλαδή είναι μαλακας που διατηρεί τη δασεία γράφοντας history και εμείς έξυπνοι που κάναμε το train τρένο;

Αμ, το αυγό που το γράφουν κάποιοι με β.

Καί οἱ δύο ὀρθογραφίες κατά τὴ γνὠμη ΜΟΥ, σωστές: "ἀβγό", "αὐγό". Ἀπὀ τὸ ἀρχαιοελληνικό "ὠόν" ποὺ πιστεύεται ὅτι ἔγινε "ἀουόν" ἤ κάτι τέτοιο ποὺ ἔγινε "ἀβγόν". Ἐδῶ οἱ φιλόλογοι διαφωνοῦν ἄν τὸ "ου" πρέπει νά ἀντιστοιχῆ μέ "β" ἤ "υ". Σέ τέτοιες περιπτώσεις ἐγώ δέχομαι καί τά δύο!

Κανονικά πρέπει να καταργηθούν τα γράμματα Ξ & Ψ και να αντικατασταθούν με ΚΣ & ΠΣ αντίστοιχα.

Πχ.

Ψωλή - Πσολί.

Ξεκωλιάρα - Κσεκολιάρα.

Τό κυριλλικό ἀλφάβητο πρίν τὸν Τσάρο τὸν Μεγάλο Πέτρο Α περιελάμβανε καί τὰ ἑλληνικά γράμματα "Ξ" καί "Ψ". Αὐτός τὰ κατήργησε καί ἔκανε τὸ Κυριλλικό ἀλφάβητο νά μοιάζη περισσότερο μὲ τὸ λατινικό ἐμφανισιακῶς ἀντί γιά "α", ἔχουμε "a". Μετά διαδόθηκε καί στὶς ἄλλες Σλαυϊκές γλῶσσες ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ Κυριλλικό.

Και το ξύδι πλέον το γράφουν ξίδι..

Σκαμπό, στυλό, μαγιό δεν έχουν πληθυντικό

¨Ξύδι" ἤ "ξίδι"; Προέρχεται ἀπό τὴ λέξη "ὀξύ" καί τὴν ὑποκοριστική κατάληξη "-ιδιον". Σέ τέτοιου εἴδους περιπτώσεις ἐπικρατεῖ ἡ κατάληξη. Ἄρα "ξίδι"
 

rodriguez96

Ανώτατος
Εγγρ.
5 Δεκ 2017
Μηνύματα
9.850
Κριτικές
32
Like
23.178
Πόντοι
12.946
Μιά φορά τὴν ἑβδομάδα, ἄν ὄχι δύο, εὑρίσκομαι ἐκτός Ἀθηνῶν, ἀλλά ἐντός Ἀττικῆς... Ἔχουμε καί ἄλλες ὑποχρεώσεις αὐτές τὶς ἡμέρες
Δάσκαλε να τους βάλεις να μάθουν απέξω τις δασυνόμενες λέξεις,
εμείς ήμασταν κορόιδα που τις μαθαίναμε ποιηματάκι ;
ἅγιος, ἁγνός, αἷμα, αἵρεση, ἁλάτι....


πίνακας.jpg
 

hornyasfuck

Γλομπεο-Μύστης
Εγγρ.
19 Ιουλ 2018
Μηνύματα
4.452
Κριτικές
33
Like
31.723
Πόντοι
20.896
Δάσκαλε να τους βάλεις να μάθουν απέξω τις δασυνόμενες λέξεις,
εμείς ήμασταν κορόιδα που τις μαθαίναμε ποιηματάκι ;
ἅγιος, ἁγνός, αἷμα, αἵρεση, ἁλάτι....


πίνακας.jpg

Ὡραῖος γιά τὴν τεχνική εὑρηματικότητά σας... Παρακαλῶ νά τίς γράψουν ὅλες ὅλοι ἀπό 20 φορές σέ μιά κόλλα χαρτί
 

rodriguez96

Ανώτατος
Εγγρ.
5 Δεκ 2017
Μηνύματα
9.850
Κριτικές
32
Like
23.178
Πόντοι
12.946
Λέμε τώρα, ας μάθουν να γράφουν σωστά το μονοτονικό και βλέπουμε.
Τέλος πάντων για όποιον ενδιαφέρεται:
 

Stories

Νέο!

Stories

Top Bottom