Η Λουίζα μόλις είχε τελειώσει τη δουλειά και αποφάσισε να καθίσει σε ένα καφέ κοντά στο λιμάνι για να χαλαρώσει. Ο ήλιος άρχιζε να δύει, βάφοντας τον ουρανό με αποχρώσεις του πορτοκαλί και του ροζ. Με ένα ζεστό ρόφημα στο χέρι, παρατηρούσε τον κόσμο γύρω της, όταν είδε έναν νεαρό άνδρα να κάθεται μόνος του σε ένα τραπέζι απέναντι.
Ήταν μελαψός, με ξυρισμένο κεφάλι και έντονα καστανά μάτια. Φορούσε ένα απλό λευκό πουκάμισο, που τόνιζε τη σοκολατί επιδερμίδα του. Ήταν χαλαρός, διαβάζοντας ένα βιβλίο και πίνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Η Λουίζα δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του.
Χωρίς να το καταλάβει, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Εκείνος χαμογέλασε γλυκά, και τα μάγουλά της κοκκίνισαν ελαφρώς. Δεν άργησε να την πλησιάσει, κρατώντας το ποτήρι του.
"Καλησπέρα," της είπε. "Είδα ότι με κοιτούσες και δεν μπόρεσα να αντισταθώ στο να έρθω να σου μιλήσω."
Η Λουίζα ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα της. "Καλησπέρα," απάντησε ντροπαλά.
Οι δύο τους άρχισαν να συζητούν, σαν να γνωρίζονταν από χρόνια. Είχε έναν τρόπο να την κοιτάζει που έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Η συζήτηση κυλούσε αβίαστα, μιλούσαν για τα πάντα - τα ταξίδια, τα όνειρα και τις επιθυμίες τους. Κάθε λέξη έμοιαζε να τους φέρνει πιο κοντά.
Ο Άντρας την πλησίασε λίγο περισσότερο και έπιασε απαλά το χέρι της. "Θα ήθελες να πάμε μια βόλτα; Το ηλιοβασίλεμα είναι υπέροχο σήμερα."
Η Λουίζα ένιωσε τη ζεστασιά του χεριού του και δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί καθόλου. Σηκώθηκε και περπάτησαν μαζί κατά μήκος του λιμανιού, ενώ η θάλασσα άστραφτε από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου. Η συζήτηση σταδιακά αραίωσε και οι δύο ένιωθαν τη μαγνητική έλξη μεταξύ τους.
Σε μια στιγμή, ο Άντρας σταμάτησε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. "νιώθω σαν να σε γνωρίζω χρόνια. Είναι περίεργο, αλλά με τραβάς σαν μαγνήτης."
Η Λουίζα χαμογέλασε και πλησίασε λίγο περισσότερο. "Κι εγώ νιώθω το ίδιο," του απάντησε.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί, εκείνος την τράβηξε απαλά κοντά του και την φίλησε. Ήταν ένα φιλί γεμάτο τρυφερότητα και πάθος, με την αλμύρα της θάλασσας και το άρωμα της νύχτας να περιβάλλουν τη στιγμή. Ο κόσμος γύρω τους έμοιαζε να εξαφανίζεται, αφήνοντας μόνο τους δυο τους, χαμένους σε ένα ατελείωτο ηλιοβασίλεμα.
"Πάμε να συνεχίσουμε στο δωμάτιο μου?" της είπε.
Η Λουίζα δεν μπορούσε να αντισταθεί ήταν μούσκεμα και τον ήθελε σαν τρελή μέσα της.....