Τριγυρνάω κι απόψε στους δρόμους της Αθήνας.
Δρόμοι σκοτεινοί, σακάτηδες, ξεφτιλισμένοι.
Δρόμοι γαμημένοι, χεσμένοι, κατουρημένοι,
δρόμοι αλήτες, γεμάτοι αδιέξοδα.
Μια "τελειωμένη" αδελφή με παίρνει από πίσω.
"Αγοράκι, να σου κάνω μια πίπα στο τάκα-τάκα;"
Κόβω στο σκοτεινό πάρκινγκ, ξεκουμπώνω το παντελόνι
γονατίζει λυσσασμένος, τσιμπούκι μελάτο...
Σηκώνεται και σκύβει μπροστά μου με τουρλωμένο κώλο.
Τον βλέπω κι ανακατεύεται το στομάχι μου.
Η κωλοτρυπίδα του σα χωνί για ξύδι,
άμα κλάσει θα σηκωθεί σκόνη.
Προτιμάω να σκίσω τον Χρυσό Οδηγό
παρά αυτό το πράμα...
Τσαντίζεται.
Κρεμάει μια μούρη σαν ξεραμένο σκατό...
Συνεχίζω να περπατώ σε συνοικίες χαντακωμένες,
μ’ ανθρώπους που τρικλοποδιάζονται αγκαλιασμένοι,
σκατόμυαλοι, βρομόκωλοι,
τυραννιούνται στα ροχαλιασμένα πεζοδρόμια
κλάνει ο ένας στα μούτρα του άλλου...
Συναντάω κάποιον που συχαίνομαι.
Μου δίνει το χέρι του.
Σα να πιάνω ζεστή διάρροια.
Λέει ένα σαλιάρικο "γειά σου"