Ξημερώνει, πρέπει νὰ προλάβω νὰ τὰ γράψω πρὶν τὴν ἀνατολὴ τοῦ λαμπροῦ ἑλληνικοῦ ἥλιου μας. Εἶναι τρεῖς διαφορετικὲς ἱστορίες ποὺ ἐπισημαίνω δὲν εἶναι βιωματικὲς καὶ κάθε ὄνομα εἶναι προϊὸν μυθοπλασίας… Ἔχουν σχέση μὲ τὴ φθορὰ καὶ τὴ θεραπεία της.
Σανπάνια & Σαντον μοετ σανταμ σανμαν δὲν ἔχει σημασία πὼς τὸν λέν…
Μία φορᾶ καὶ ἕνα καιρὸ λοιπόν, ὑπῆρχε ἄλλο ἕνα θύμα αὐτῆς τῆς ἀδυσώπητα σκληρῆς κοινωνίας μας. Ὁ τυπάκος αὐτὸς ἦταν ἀποδεδειγμένα ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα παιδιὰ ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ συναναστραφεῖς. Ἂν θὰ μποροῦσες νὰ συναναστραφεῖς δηλαδὴ γιατί δέ σου ἔδινε καὶ ἀρκετὰ δικαιώματα καὶ πάρε δῶσε. Θέλεις γιατί εἶχε τὴ φιλία κάπου πολὺ ψηλά; Καὶ δὲν ἔφτανες μὲ τίποτα; Θέλεις γιατί ἦταν καχύποπτος, ἀπαισιόδοξος καὶ πεσιμιστὴς μὲ τάση ὄχι τοῦ μηδενὸς ἀλλὰ ὑπὸ τοῦ μηδέν; Ὅπως καὶ νὰ ἔχει ἔτρωγες ἄκυρο. Ἦταν μεμψίμοιρος, μέσα στὴ μοίρλα, μὲ σκοτεινὴ αὔρα. Παρόλα αὐτὰ ἦταν ἄκρως καυλιάρης. Μπορεῖ νὰ τὴν ἔπαιζε ὦρες ἀτελείωτες, γρόθους ἀτελείωτους. Ἄσπριζε τὸ παλικάρι κανονικὰ καὶ καλὰ ἔκαμε.
Μέχρι καὶ σὲ ἰστότοπο γιὰ πηδηχτάδικα εἶχε κάνει ἐγγραφή, νὰ ἐνημερώνεται καὶ νὰ διαβάζει κριτικές. Φτιαχνόταν ἄγρια. Μὲ τὶς γκόμενες πάλι, ἐδῶ θὰ τοῦ ρίξω δίκιο. Νὰ πηδήξει ἤθελε καὶ αὐτός, νὰ σκύψει μία καριόλα στὰ προβλήματά του. Ἀλλὰ ἐδῶ δὲ κάθονται σὲ τόσους καὶ τόσους ποὺ τὶς πλερώνουν μηνιάτικα, σὲ αὐτὸν θὰ καθόντουσαν. Τὸ καλὸ ἦταν ὅτι εἶχε περηφάνια καὶ ἀξιοπρέπεια, μουνόδουλο δὲν τὸν ἔλεγες. Εἶχε λοιπὸν ἕνα φοβερὸ ἰδίωμα. Ὀνόματα δὲ θυμόταν ἀλλὰ ὅποιον γνώριζε τὸν παρομοίαζε… Αὐτὸς μωρὲ ὁ σὰν τὸ Βέγγο, ὁ σὰν τὸν Αὐτιά, ὁ σὰν τὸν Μῆτσο κόκ.
Τὰ ἴδια καὶ μὲ τὶς γυναῖκες ὅλες τὶς παρομοίαζε μὲ τηλεπερσόνες καὶ γιατί ὄχι ἀκόμα καὶ πορνοστάρ. Οἱ φίλοι του λοιπόν, συγγνώμη οἱ γνωστοί του. Τοῦ κόλλησαν μπροστὰ στὸ ὄνομα τοῦ τὸ Σάν. Δὲν ἔχει σημασία πὼς τὸν λέγαν Κώστα, Γιῶργο, Μπάμπη κτλ. Γιὰ τὴν ἱστορία μας ἦταν ὁ Σανμαν. Εἶχε καὶ βίτσια ὁ φίλος μας, ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ τὸ τέλειο. Ἤθελε νὰ βρεῖ τὴ τέλεια δουλειά, νὰ βγάζει τὰ τέλεια χρήματα, νὰ ἔχει τὴ τέλεια γκόμενα, νὰ ὑπάρχει παντοῦ στὴ ζωή του ἡ ἀπόλυτη τάξη. Καὶ ποιὸς δὲ θέλει ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε. Αὐτὸ ποὺ ἦταν ἐντυπωσιακό, γιατί στὰ μικρὰ πράγματα καὶ στὶς λεπτομέρειες φαίνεται ὁ ἄνθρωπος, ἦταν τὸ συρτάρι μὲ τὶς κάλτσες του. Ὑπῆρχε ἡ ἀπόλυτη τάξη σὲ αὐτὸ τὸ συρτάρι καὶ φρόντιζε νὰ τὴ διατηρεῖ μὲ εὐλαβικότητα. Μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιθεωροῦσε καὶ 3 φορὲς τὴν ἡμέρα, χαζεύοντας ταυτόχρονα καὶ τὴ τηλεόραση ποὺ ἦταν πάντα ἀνοιχτὴ ἀκριβῶς πάνω ἀπὸ τὸ συρτάρι μὲ τὶς κάλτσες.
Τὴ δεδομένη στιγμὴ λοιπόν, εἶχε τὴν ἐκπομπὴ τῆς Ἀννίτας Πάνιας. Τὴ γούσταρε πολὺ τὴν Ἀννίτα, ἦταν ἡ κρυφή του ἐπιθυμία καὶ φαντασίωση. Ὅσες φορὲς ἔπεφτε σὲ βαθιὰ κατάθλιψη, ἔκλεινε τὰ μάτια καὶ ζοῦσε τὸν ἀπόλυτο ἔρωτα μαζί της. Ἀφοῦ ἐπιθεώρησε τὶς κάλτσες καὶ ἔμεινε ἥσυχος, ὅτι τὸ σύμπαν του ἦταν σὲ ἀπόλυτη τάξη, ξεκίνησε νὰ κάνει τὴ καθιερωμένη τοῦ βόλτα στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας.
Ἔφτασε Ἔμμ. Μπενάκη μὲ Καλλιδρομίου γωνία, στὰ Ἐξάρχεια, ἐκεῖ στὴ στροφὴ γιὰ Στρέφη. Ἐρημιὰ τριγύρω, ψυχὴ ζῶσα. Καὶ ἐκεῖ ποὺ δειλὰ δειλὰ ἄρχισε νὰ ἀνεβαίνει τὰ σκαλοπάτια, βλέπει μία τύπισσα ξανθιὰ νὰ κάθεται σκυφτὴ στὴν ἄκρη. Κοντοστάθηκε γιὰ λίγο καὶ σκέφτηκε κοίτα τὴν Σὰν Πάνια εἶναι. Ἡ καρδιὰ τοῦ χτύπησε γοργὰ καὶ ἀποφάσισε νὰ κάνει μεταβολὴ γιὰ νὰ τὴν ἀποφύγει. Ἀλλὰ πὼς τὰ φέρνει ἡ τύχη. Ἡ Σὰν Πάνια σήκωσε τὰ μάτια τῆς πρὶν προλάβει νὰ πραγματοποιήσει τὴ φυγή του. Ὢ θεοί, μὰ ἦταν ἴδια ἡ Πάνια. Πάγωσε καὶ τὸν κατακυρίεψε τὸ ἔνστικτό της αὐτοκατάψυξης ποὺ αὐτὸ εἶναι ἄλλη ἱστορία θὰ τὴ ποῦμε μετά. Αὐτὴ κάτι μουρμούρισε ἀλλὰ ὁ φίλος μας δὲν ἄκουσε. Τὴν ρώτησε ὅμως αὐθόρμητα καὶ μὲ ἐλαφρὺ τραύλισμα πὼς τὴ λένε. Ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε Μαρία, ὄχι ὅτι εἶχε καὶ σημασία δηλαδὴ ἀφοῦ γιὰ ἐκεῖνον τὸ ὄνομα τῆς πιὰ θὰ ἦταν Σὰν Πάνια. Πῆγε δίπλα της καὶ κάθισε στὸ σκαλάκι, αὐτὴ δὲν ἐνοχλήθηκε καθόλου, ἴσα ἴσα ἔγειρε καὶ πάνω του, ἀρχίζοντας νὰ κλαίει. Τὸ γιατί ἔκλαιγε οὔτε τὸν ἀπασχόλησε στιγμή. Αὐτὸ ποὺ τὸν ἐνοίαζε ἦταν νὰ μὴ ξυπνήσει ἀπὸ τὸ ὄνειρο. Οὔτε ποὺ κατάλαβε τὸ πὼς βρεθῆκαν στὸ ξενοδοχεῖο Ἀττικὴ Ἐβανς , ἕνας δισταγμὸς ἦλθε ὅταν πλήρωνε τὸ ἀντίτιμο τῶν 35 εὐρὼ γιὰ τζακούζι στὸ δωμάτιο νηριήδων, καὶ ποὺ τελικὰ στὸ τζακούζι δὲ μπῆκαν. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὸ δὲν ἦταν ἱκανὸ ἀπὸ τὸ νὰ ἐπαναστατήσει στὸ ὄνειρο ποὺ ζοῦσε. Ἔτσι ἄξαφνα καὶ γρήγορα ἡ Σὰν Πάνια Μαρία ντύθηκε καὶ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὴ ζωή του, ὅπως καὶ μπῆκε δηλαδή. Χωρὶς ἕνα γειά, χωρὶς μία κουβέντα περισσότερο, μία κουβέντα λιγότερο.
Γύρισε σπίτι, ἄνοιξε τὴ τηλεόραση. Εἶχε ἀκόμα τὴν Ἀννίτα Πάνια. Τοῦ ἔκλεισε συνωμοτικὰ τὸ μάτι. Καλῶς τὸ ἀρχηγόπουλο τοῦ εἶπε. Αὐτὸς χαμογέλασε γιὰ πρώτη φορᾶ μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, γιὰ τὶς κάλτσες; Οὔτε σὰν σκέψη πιὰ νὰ τὶς τακτοποιήσει ὅπως πρῶτα.-
Φθορὲς καὶ μαλακίες, αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ ρέ…
ΥΓ ἔχει ἄλλες 2 ἱστορίες ἀλλὰ βγῆκε ὁ ἥλιος. Καλημέεεεεεερα.