Κοιτάξτε και μια άλλη διάσταση αυτού που συμβαίνει εδώ σε αυτά τα θρεντς όπου ο καθένας λέει το μακρύ του και το κοντό του αδιαφορώντας για το τι λέει ο άλλος και μην προσπαθ΄βντας να μπει στη θέση του άλλου :
Σύμφωνα με τις μετρήσεις από τα μηχανάκια, που δεν τα έχει δει κανείς από τους χιλιάδες ανθρώπους που ξέρω, οι μισοί Ελληνες είδαν στις τηλεοράσεις τους τους μονολόγους των πολιτικών αρχηγών στα ντιμπέιτ, ενώ κανείς δεν βλέπει τους διαλόγους των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για μείζονα θέματα, που καθορίζουν την καθημερινότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας.
«Μεταξύ μας, στ' αλήθεια κάνεις εκλογές;»
Από τα λίγα που ξέρω, οι συζητήσεις της Βουλής σε επίπεδο αρχηγών μεταδίδονται ζωντανά από την τηλεόραση, όπου έχει κανείς την ευκαιρία να δει τον έναν να εγκαλεί τον άλλον με τόνο ζοχαδιακό και φράσεις οξείες, αντικρούοντας τα επιχειρήματα με επιχειρήματα ή πυροτεχνήματα, αλλά, εν πάση περιπτώσει, απευθύνοντάς του τον λόγο κι όχι κοιτάζοντας με ορθάνοιχτα μάτια στην κάμερα τον τηλεθεατή, χωρίς να τολμάει να πει του αντιπάλου του ούτε ένα «είστε ψεύτης», «εσείς εμπαίζετε τον λαό», σε άπταιστο πληθυντικό, που μου θυμίζει έναν φίλο μου, που από σεβασμό στον πατέρα του του είπε νευριασμένος, οδηγώντας από Αθήνα για Πελοπόννησο: «Πατέρα, γαμώ την Παναγία σας».
Αν στη Βουλή οι συγκρούσεις θεωρούνται από τον λαό ανιαρές γιατί «και οι δύο τα ίδια σκατά είναι», τι να πει κανείς για τους μονολόγους των ντιμπέιτ, όπου οι ομιλούσες κεφαλές λένε μηχανικά το μάθημά τους, μπας και αντλήσουν κανένα ψηφαλάκι, έχοντάς το αποστηθίσει με το σύστημα της παπαγαλίας, που έχουν εφαρμόσει και στα σχολεία μην τάχα κουράσουν τους καθηγητές, τους μαθητές και τους γονείς με την υποχρέωση να φτύσουν αίμα για να μορφώσουν υπεύθυνους και ανθεκτικούς πολίτες αντί για κουρδιστά πανομοιότυπα της ευκολίας τους (όχι των μαθητών, οι μαθητές είναι τα θύματα).
Παρ' όλα αυτά, όμως, ενώ ο λαός βαριέται και δεν παρακολουθεί τη Βουλή, παρ' όλο που γι' αυτήν ψηφίζει και αυτήν έπρεπε να ελέγχει, πέφτει με τα μούτρα στην τηλεόραση να δει τη στημένη και ψεύτικη μάχη του ντιμπέιτ, γιατί του σερβίρεται σαν ματς, σαν ντέρμπι, σαν κάτι σημαντικό. Και το τρώει.
Ευτυχώς, ο φυσικός νόμος που διέπει τον μέσο νου σώζει την κατάσταση. Γιατί ο μέσος νους δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν ενδιαφέρεται να αποστασιοποιηθεί και να διαπιστώσει τι πραγματικά γίνεται και να κρίνει, συγκρίνοντας ανεπηρέαστος από τις προσωπικές του επιθυμίες. Αντιθέτως, συμμετέχει με εσωτερικό πάθος για να δικαιώσει τη δική του οπτική γωνία, τη δική του νοοτροπία, την ύπαρξή του, υποκείμενος στον υπέρτατο νόμο της ανάγκης της αναπαραγωγής, όπου τα όμοια επιθυμούν να αναπαράγουν όμοια.
Ετσι, σχεδόν κανείς δεν θέλει να γίνει κάτι πιο χρήσιμο για τον εαυτό του ή κάτι πιο βελτιωμένο απ' αυτό που είναι, διαδικασία που απαιτεί να αμφισβητήσει προς στιγμήν τη βεβαιότητα γι' αυτά που ξέρει και να δει τον κόσμο από μια θέση πιο αποστασιοποιημένη και λιγότερο επιδερμική.
Με το ισχύον σύστημα αναπαραγωγής ομοίων, όμως, ο οπαδός του Σαρκοζί θέλει να βλέπει καλύτερο τον Σαρκοζί, του Καραμανλή τον Καραμανλή, του Τσάβες τον Τσάβες και του Ολυμπιακού τον Ολυμπιακό. (Αν και το τελευταίο δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί).
Το καλό, λοιπόν, είναι ότι με αυτό τον μηχανισμό κανείς σχεδόν δεν επηρεάζεται να αποφασίσει τι θα ψηφίσει με γνώμονα το ντιμπέιτ. Οι οπαδοί βλέπουν τον αρχηγό τους ως τον καλύτερο. Δεν ακούν, δεν βλέπουν.
Το κακό είναι ότι το ίδιο συμβαίνει με το 90% του συνόλου των πολιτών ψηφοφόρων εδώ και 35 χρόνια. Αν δει κανείς τα αποτελέσματα των εκλογών διαχρονικά, θα διαπιστώσει ότι ένα 10% των ψηφοφόρων μετακινείται δώθε κείθε και αλλάζει τους συσχετισμούς των δυνάμεων κάθε φορά, αλλάζει τις κυβερνήσεις και τη σύνθεση των άλλων κομμάτων. Πρέπει να γίνει κάποιο ιστορικό γεγονός, που θα διαρρήξει τη συνέχεια του σώματος, σαν τον Β' Παγκόσμιο, τον Εμφύλιο, τη χούντα, για ν' αλλάξει η ματιά. Αλλά κι αυτή πάλι θα υπαχθεί στην άλλη ανθρώπινη αδυναμία, που θέλει να φοβάται πιο πολύ όσο περισσότερα κατέχει.
Δεν είναι τυχαίο που, τις εποχές που κυριαρχούσε η πραγματική φτωχογειτονιά, η Αριστερά συγκέντρωνε το 25% των ψήφων. Και δεν είναι τυχαίο που εφευρέθηκαν δήθεν δημοκρατικοί μεσσίες για να απορροφήσουν τεχνηέντως αυτή την απειλή για το εθνικό και διεθνές κεφάλαιο. Και να το υπηρετήσουν· και εδώ, και στην Ιταλία, και στη Γαλλία την ώρα που η Ισπανία και η Πορτογαλία ήταν αιχμάλωτες του Φράνκο και του Σαλαζάρ, χωρίς κανείς από τους ευρωπαίους κυβερνήτες να ενοχλείται.
Σήμερα το διακύβευμα ξεφεύγει από τα τετριμμένα της τελευταίας 30ετίας. Δεν είναι αγώνας για αύξηση της περιουσίας, της ιδιοκτησίας, των αγαθών, της οικονομικής δυνατότητας πια. Είναι αγώνας για να κρατηθούν τα κεκτημένα από την επίθεση των τραπεζών, των αεριτζήδων επενδυτών, των εργοδοτών, που τα θέλουν πια όλα. Και τους εργαζόμενους σε ρόλο φοβισμένου δουλοπάροικου.
Οσα κέρδισαν οι εργαζόμενοι τα τελευταία 50 χρόνια με απλές απεργίες, τα κέρδισαν. Τώρα δεν φτάνουν οι απλές απεργίες για να τα διατηρήσουν. Ούτε η σιωπή του καναπέ φτάνει. Ούτε τα παρεΐστικα ξεσπάσματα του δρόμου φτάνουν. Ούτε και ο μανδύας μόνο του εργαζόμενου φτάνει.
Γιατί καθένας, πάνω από εργαζόμενος, είναι ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος. Αλλά αυτό το αξιοσέβαστος είναι μια στάση ζωής όλο το 24ωρο. Μια στάση που δεν του χαρίζεται αλλά την κερδίζει. Και δεν την κερδίζει σαν τυφλός οπαδός.
Η κυβέρνηση, που εξήγγειλε πάγωμα μισθών και συντάξεων γιατί η κρίση (της) απαιτεί θυσίες του λαού, προχώρησε τώρα σε αυξήσεις οδοιπορικών των υπαλλήλων βουλευτών και ευρωβουλευτών καθώς και των υπαλλήλων και αστυνομικών που διατίθενται στα γραφεία των κομμάτων, αναδρομικά μέχρι τις 31 Αυγούστου. Κοστίζει το σούρτα φέρτα με τις σακούλες από τα σουπερμάρκετ.
Γ. Παπαδόπουλος Τετράδης tetradis@enet.gr.