Επειδή οι μέρες Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον, δεν θα
επικεντρωθώ άλλο στο διάλογο της Πέμπτης με την τσατσά.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 03/05/2013
Ξύπνησα στις 07:31. Κατούρησα, έριξα ένα παχύ χέσιμο και πήρα τους γονείς μου τηλέφωνο.
Κατόπιν, ήπια τον καφέ μου και ετοίμασα τη βαλίτσα.
Στις 09:25 ξεκίνησα από το σπίτι μου, για να πάω στα National Express. Πέρασα από το μαγαζί του
Πακιστανού, για να πάρω μια κάρτα των £ 10.00 (T-mobile), για να μπορώ να στέλνω μηνύματα
στους φίλους μου και φυσικά για να τηλεφωνάω στην τσατσά τις άγιες αυτές μέρες.
Στις 09:45 έφτασα στο Southampton Coach Station. Παρατήρησα ότι όλες οι α-καπέλο ήταν
συνοδευόμενες. Παρόλα αυτά αισθανόμουν αισιόδοξος ότι κάτι θα έπαιζε και ηλέκτριζα από
ευγνωμοσύνη στο θεό για το γεγονός ότι βρισκόμουν Αγγλία και είχα την ευκαιρία να φλερτάρω
ανενόχλητος. Ο καιρός ήταν υπέροχος και η φύση είχε φορέσει τα γιορτινά της ρούχα.
Στις 10:45 (με 10 λεπτά καθυστέρηση) ξεκίνησε το λεωφορείο 206 για Poole. Το λεωφορείο ήταν
άδειο, γιατί οι περισσότερες α-καπέλο πήγαιναν στο Bath. Έτσι λοιπόν, έκατσα πίσω μόνος μου.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, είχα ανοιχτή τη μηχανή του Τηλεκόλλα και τράβαγα
δημοσιογραφικά πλάνα στα σημεία, που πίστευα ότι άξιζε.
Στις 12:00 έφτασα στο Poole Coach Station. Από εκεί πήρα ΤΑΧΙ (£ 7.80) για Poole Harbour. Στις
12:40 μπήκα στο πλοίο, έστειλα μήνυμα στον πατέρα μου και έκλεισα το αγγλικό κινητό (είχα
ανοιχτό το ελληνικό). Κατόπιν, κατευθύνθηκα προς τη θέση μου (Zone B, Seat: 88, Lower Deck). Στις
12:45 στρογγυλοκάθισα και κοιτούσα εναγωνίως τους συνεπιβάτες μου. Είχα ταχυπαλμία, στύση
και τα χέρια μου έτρεμαν. Δυστυχώς με περίμενε δυσάρεστη έκπληξη. Αντί να καθίσει δίπλα μου ή
απέναντί μου καμία χήρα ή χωρισμένη μοναχική γριά ταξιδιώτισσα, έκατσε στις υπόλοιπες τρεις
θέσεις μια οικογένεια με μωρό. Κόκκαλο εγώ. Το κρεμασμένο χαμόγελο αντικαταστάθηκε από μια
στενάχωρη διάθεση ερωτικής μοναξιάς.
Ωστόσο, δεν το έβαλα κάτω. Το καλό το παλικάρι ξέρει και άλλο μονοπάτι. Έτσι λοιπόν, σηκώθηκα
από τη θέση μου, με την ελπίδα να βρω κάποιο «βολικότερο» σημείο να καθίσω (ώρα 13:10).
Επειδή όμως ήμουν πεινασμένος, αρχικά πήγα για φαγητό. Στην ουρά υπήρχαν πολλές α-καπέλο με
πολυδιαθλαστικά ριγκάκια. Καθώς περίμενα να παραγγείλω, αισθανόμουν το λαιμό μου να καίει
από την ερωτική ένταση. Μόλις ήρθε η σειρά μου, παρήγγειλα «Fish and Chips». Η δύσπνοια, ο
θόρυβος του πλοίου και η κακή προφορά μου στα Αγγλικά έκαναν το διάλογο με την πωλήτρια
«σπασμένο τηλέφωνο». Ευτυχώς, μετά από 1-2 «Say again», καταφέραμε και συνεννοηθήκαμε.
Καθώς οι επιβάτες του πλοίου είχαν πέσει σαν ακρίδες, έπρεπε να περιμένω 15 λεπτά. Έτσι λοιπόν
μέχρι να ετοιμαστεί το γεύμα μου, έψαξα να βρω κατάλληλο τραπέζι, βασισμένο στα δικά μου
κριτήρια. Μετά από 5 λεπτά αναζήτησης, κάθισα απέναντι από μια α-καπέλο, η οποία φορούσε
χρυσά ριγκάκια και κόκκινο ταγερ. Γνωρίζοντας ότι δεν καθόμουν στη θέση μου, είχα αλλάξει 100
χρώματα, καθώς κόζαρα την α-καπέλο («Πώς θα δικαιολογηθώ, αν έρθει ο άντρας της ή η φίλη της
και με σηκώσουν;»).
Μόλις έφτασε η ώρα, πήγα στο Restaurant του πλοίου, πήρα το φαγητό πακεταρισμένο και
πλήρωσα με τη χρεωστική μου κάρτα. Επιστρέφοντας, είδα την εν λόγω α-καπέλο να κάθεται με τον
άντρα της. Επειδή όμως δεν μπορούσα να ψάξω για σύντροφο με το δίσκο στο χέρι, έκατσα
απέναντι στο ζευγάρι. Η α-καπέλο κατάλαβε ότι πριν τη φλέρταρα και με κοίταζε περίεργα. Καθώς
έτρωγα, είχα πρασινίσει και το στομάχι μου ανακατευόταν από την αμηχανία.
Μόλις τέλειωσα το μεσημεριανό μου, σηκώθηκα και έκανα 2-3 γύρους σε όλο το πλοίο, με στόχο να
βρω καμία μοναχική, γλυκιά και στοργική Αγγλίδα α-καπέλο, που να είναι έτοιμη να δώσει το χέρι
της στον τουρίστα, στο ζητιάνο ή στο μετανάστη από το Μπαγκλαντές.
Δυστυχώς όμως, οι ερωτικές μου προσδοκίες δεν επαληθέτηκαν. Όλες οι επιβάτισσες ηλικίας άνω
των 70 με τρικ-τρικ, ταξίδευαν με τους άντρες τους. Η μοναδική ώριμη μοναχική ταξιδιώτισσα ήταν
μια γυναίκα ηλικίας γύρω στα 55, με παντελόνι και χωρίς κοσμήματα. Επειδή όμως στη φάτσα μου
θύμισε λίγο την τσατσά, έκατσα απέναντί της. Το βλέμμα της έβγαζε πόνο, μοναξιά και συμπόνια.
Κάποιες στιγμές μάλιστα, μίλαγε μόνη της. Καθώς την κοίταζα, αισθάνθηκα την ανάγκη να της
κρατήσω τα χεράκια, να κουρνιάσω στην αγκαλιά της και να βάλω τα κλάμματα. Τα μάτια μου
δάκρυσαν από τη συγκίνηση και έκανα 2-3 φορές το σταυρό μου.
Στις 14:30 αποφάσισα να της μιλήσω.