Περί «κεμαλομπολσεβικισμού»
Πρόσφατα το ιδεολόγημα περί «κεμαλομπολσεβικισμού», προϊόν λιγότερο φωτεινών περιόδων της ελληνικής Ιστορίας και αναπόσπαστο τμήμα του οπλοστασίου του αντικομμουνισμού από την δικτατορία του Πάγκαλου μέχρι την Χούντα των Συνταγματαρχών, αναβίωσε και πάλι σε άρθρο με τίτλο «Οι ευθύνες του ΚΚΕ και ο Φιλοκεμαλισμός στην Ελλάδα». Συνοδευόμενο από πομπώδεις εκφράσεις (όπως π.χ. «υποκριτές γραμματείς και φαρισαίοι της Αριστεράς», «ενδοτισμός» της Αριστεράς, κ.α.), διαστρεβλώσεις και συγχύσεις (που ταύτιζαν π.χ. αυθαίρετα τις θέσεις του Ριζοσπάστη με τις αντίστοιχες της κ. Ρεπούση), το εν λόγω δημοσίευμα προσπάθησε να στοιχειοθετήσει μια ιστορικοφανή «εχθρική στάση» των κομμουνιστών έναντι του ποντιακού λαού.
Επιχειρώντας μια σύντομη και κατά το δυνατόν πληρέστερη απάντηση θα ήταν χρήσιμο να αφήσουμε στην άκρη τους συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς που διατυπώνονται στο κείμενο, προσανατολίζοντας την συζήτηση προς μια περισσότερο εποικοδομητική βάση. Εξετάζοντας λοιπόν πτυχές του ιστορικού παρελθόντος που, είτε από άγνοια είτε από πολιτική σκοπιμότητα, αποσιωπούνται και διαστρεβλώνονται θα μπορούσαμε να σταθούμε επιγραμματικά στα εξής.
Τα γενεσιουργά αίτια της καταστροφής της Μικράς Ασίας και του Πόντου δεν μπορούν δυστυχώς να αποδοθούν αναλυτικά στα πλαίσια ενός άρθρου. Είχαν να κάνουν με ένα συνδυασμό παραγόντων που παρουσιάζουμε εδώ κωδικοποιημένα: με την άνοδο του τουρκικού αστικού εθνικισμού, την επιδίωξη συγκρότησης ενός έθνους κράτους στο οποίο η ανερχόμενη τουρκική αστική τάξη θα μπορούσε να αναπαραχθεί ως κυρίαρχη δύναμη και που το ισχυρό ελληνικό και αρμένικο κεφάλαιο αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο, με την διείσδυση του γερμανικού ιμπεριαλισμού στις αγορές της Ανατολής και την ταύτιση του χριστιανικού στοιχείου με τα οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα των ανταγωνιστών του, τις συγκεκριμένες επιδιώξεις και επιλογές της ελληνικής και ελληνοποντιακής πολιτικοοικονομικής ηγεσίας, κλπ.
Δεν αποτελεί έκπληξη γιατί οι συνυπεύθυνες για την καταστροφή του ελληνισμού της Ανατολής κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, πάσχισαν από την επομένη κιόλας ημέρα να αποπροσανατολίσουν τις προσφυγικές μάζες που κατέφθαναν στις ελληνικές ακτές μετατοπίζοντας τις ευθύνες, από τους κατεξοχήν υπαίτιους, στους κομμουνιστές. Για όλα έφταιγε…ο Λένιν, οι μπολσεβίκοι και τα κατά τόπους «μίσθαρνά όργανα της Μόσχας»!
Και όμως, η στάση της νεαρής σοβιετικής πολιτείας έναντι των Ποντίων έχει μνημονευτεί από πολλούς. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντας Χρύσανθος, αφηγούμενος τα γεγονότα, τόνισε πως «όταν η νέα σοβιετική εξουσία έβγαλε την χώρα από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν εγκατέλειψε τον ελληνισμό του Πόντου στο έλεος των τσέτηδων. Τον βοήθησε και πάλι να αμυνθεί.» Για να προσθέσει σε μια άλλη περίπτωση πως «οι άθεοι κομμουνιστές εφάνησαν περισσότερον χριστιανοί από τους ‘χριστιανούς’ Αγγλογάλλους.»[1] Ο Σκουλούδης έγραψε επίσης πως «εις πολλάς περιστάσεις οι Τούρκοι συνέλαβον ολόκληρους πληθυσμούς, με σκοπόν να τους εκτοπίσουν και οι Μπολσεβίκοι εξηγόραζον από τους Τούρκους τους πληθυσμούς αυτούς. Εκτός αυτού έθετον εις την διάθεσιν των Ελλήνων και πλοία ίνα μεταφέρουν αυτούς από Τραπεζούντος εις τα έναντι ρωσικά παράλια.»[2]
«Μα ο Λένιν έδωσε στον Κεμάλ όπλα!» αναφωνούν ορισμένοι. Η σοβιετο-τουρκική προσέγγιση πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια εφαρμογής της πολιτικής για την υποστήριξη των εθνικοαπελευθερωτικών, αντιαποικιακών κινημάτων. Ναι, η νεαρή σοβιετική κυβέρνηση βοήθησε υλικά και στρατιωτικά το κίνημα του Κεμάλ, ως κίνημα αστικό-εθνικοαπελευθερωτικό, το οποίο αντιμαχόταν τη φεουδαρχία, την ιμπεριαλιστική διείσδυση και τον διαμελισμό μιας χώρας. Αυτό δεν σημαίνει πως συμμεριζόταν το ιδεολογικό του περιεχόμενο, το οποίο ήταν εθνικιστικό / αστικό, ή τις μεθόδους εφαρμογής του.
Επιπλέον, συνυπολογίζοντας τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων (καπιταλιστική περικύκλωση, ξένη στρατιωτική επέμβαση, κλπ.), η επαναστατημένη χώρα των Σοβιέτ είχε γνώση των κινδύνων που απέρρεαν από μια ενδεχόμενη μετατροπή της Τουρκίας σε στρατηγικό προγεφύρωμα εναντίον της ΕΣΣΔ.
«Υπερβολές», θα πει κάποιος. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν μια τέτοια πρόθεση. Και όμως η συμφωνία μεταξύ Ποντίων και Αρμενίων, η οποία μεταβιβάστηκε τηλεγραφικώς στον Βενιζέλο στις 3 Ιανουαρίου 1920, ανέφερε μεταξύ άλλων: «1) παρακαλούν οι αντιπροσωπείες Ποντίων και Αρμενίων τη μεγάλη Δύναμη, που ενδεχομένως θα αναλάβει την εντολή στην περιοχή, να αποστείλει το ταχύτερον στρατιωτικές συμμαχικές δυνάμεις για να αναχαιτίσουν την προώθηση των Μπολσεβίκων και 2) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να παράσχει βοήθεια στους Έλληνες του Πόντου για να αντισταθούν, με την συνεργασία και του αρμένικου στρατού, στις κανονικές τουρκικές δυνάμεις, ενώ ο αρμενικός στρατός θα εμποδίζει την κάθοδο των Μπολσεβίκων. Ακόμη 3) ζητούν από την ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει με στρατό και υλικό την οργάνωση του αρμενικού στρατού.»[3]
Και ακόμα: «Μπροστά στην αδυναμία των Συμμάχων να σταματήσουν την επέκταση του μπολσεβικισμού και να ισχυροποιήσουν τον αγώνα του Ντενίκιν, που υποχωρούσε –είχε δε αναγγελθεί μάλιστα και η πτώσις του Ροστώφ της νότιας Ρωσίας- [ο Καθενιώτης] πήρε την πρωτοβουλία να απευθυνθεί στην Κωνσταντινούπολη στους στρατιωτικούς διοικητές Άγγλων και Γάλλων, για να τους εκθέσει πως οι ποντιακές εθελοντικές μονάδες θα μπορούσαν να είναι πολύ χρήσιμες στους Συμμάχους στις τότε συνθήκες και μάλιστα μετά τη συνεχή υποχώρηση του Ντενίκιν και την αποτυχία των προσδοκιών του Άγγλου αρμοστή στον Καύκασο Wardrop για την απόκρουση της καθόδου του μπολσεβικισμού στον Καύκασο.»[4]
Ας μην ξεχνάμε πως η Ελλάδα είχε ήδη επέμβει στρατιωτικά εναντίον της Σοβιετικής Ρωσίας. Παρόλα αυτά, η νεαρή σοβιετική εξουσία επιχείρησε επανειλημμένως να προσεγγίσει την Ελλάδα και να αποκαταστήσει τις μεταξύ τους διπλωματικές σχέσεις, από το 1920 ακόμα, την ίδια δηλαδή χρονιά που η συμμετοχή της στην απαράδεκτη στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία έλαβε άδοξο τέλος. Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε (η Ελλάδα αναγνώρισε τελικά την Σοβιετική Ένωση στις 8 Μαρτίου του 1924, υπέγραψε δε το πρώτο εμπορικό σύμφωνο δύο χρόνια μετά, το 1926). Με αφορμή τη συζήτηση περί αποκατάστασης των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδας-Σοβιετικής Ρωσίας, ο Σταύρος Κανονίδης (διανοούμενος ποντιακής καταγωγής) τόνισε το 1921: «Δεν πρέπει να λησμονήσει η ελληνική κοινή γνώμη ότι η στάσις του ελληνικού βασιλείου απέναντι της Δημοκρατίας των Σοβιέτ ευθύς εξ αρχής υπήρξεν εξαιρετικώς κακόπιστος και άστοχος. Μια από τις απαισιωτέρας πράξεις τη βενιζελικής κυριαρχίας υπήρξεν η εκστρατεία της Νοτίου Ρωσίας, εις την οποίαν δια πρώτην φοράν καθ’ όλην την ελληνική ιστορίαν, τα ελληνικά όπλα εχρησιμοποιήθησαν προς εξυπηρέτησιν ξένων ποταπών συμφερόντων και προς εκβιασμόν της θελήσεως ενός λαού επιζητούντος την πολιτικήν και οικονομικήν του απελευθέρωσιν.»[5]
Ένα όμως επιπρόσθετο στοιχείο, που σπανίως αναδεικνύεται από την κρατούσα ιστοριογραφία, είναι το γεγονός ότι οι μπολσεβίκοι επιχείρησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τους Ποντίους με σκοπό την στήριξη του αγώνα τους, προσφέροντας υλικο-στρατιωτική βοήθεια. Πράγματι, στις 27 Απριλίου 1920, ο Έλληνας πρόξενος στην Τιφλίδα έστειλε επιστολή στον ύπατο αρμοστή Κανελλόπουλο (ο οποίος με τη σειρά του το γνωστοποίησε στο Υπουργείο των Εξωτερικών), όπου έγραφε τα εξής: «Ημετέρα επιτροπή Νοβορωσίσκ συνοδεύουσα κομισαίρ Μπολσεβίκων, οίτινες ανεγνώρισαν σύστασιν αρχών συμβουλίου Ποντίων Βατούμ, ανακοινοί ότι αυτοβούλως προτάσει ημετέρου συμβουλίου Νοβορωσίσκ μπολσεβικικαί αρχαί συνενοηθήσαι μετά Μόσχας δέχονται υποβοηθήσωσι αγώνα Ποντίων επιτρέπουσαι οργάνωσιν επί τόπου, προσφέρουσι όπλα, όχι αξιωματικούς. Ερωτώσι τι δύναται συνεισφέρη Ελληνική κυβέρνησις εις αγώνα Ποντίων.» Η απάντηση που έλαβαν οι Μπολσεβίκοι στην πρότασή τους για βοήθεια του αγώνα του ποντιακού ελληνισμού ήταν τόσο άμεση όσο και κατηγορηματικά αρνητική.[6]
Τέλος αξιομνημόνευτη υπήρξε η προσπάθεια της Σοβιετικής Ρωσίας για διαμεσολάβηση μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς προκειμένου να επιτευχθεί ειρηνική λύση στη διαμορφούμενη κατάσταση στην Μικρά Ασία. Ο ιστορικός –και τότε γενικός γραμματέας του ΣΕΚΕ (Κ)- Γιάννης Κορδάτος αναφέρει σχετικά πως τον Απρίλη του 1922 κατέφθασε μυστικά στην Ελλάδα απεσταλμένος της Τρίτης Διεθνούς και του Υπουργείου Εξωτερικών και Στρατιωτικών της Σοβιετικής Ρωσίας. Είχε εντολή να διερευνήσει τη δυνατότητα μεσολάβησης της χώρας του για ειρηνικό τερματισμό του μικρασιατικού πολέμου μέσα από επαφές που θα είχε με την ηγεσία του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος (αυτός ο τρόπος άφιξης του ξένου απεσταλμένου και η μέθοδος διερεύνησης οφείλονταν στην ανυπαρξία διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών). Ακολούθως, συναντήθηκε με τον Γ. Κορδάτο, τον ενημέρωσε για τον σκοπό της παρουσίας του και του ζήτησε να ανακοινώσει στην ελληνική κυβέρνηση την άφιξή του, καθώς και την επιθυμία της χώρας του για μεσολάβηση στο μικρασιατικό ζήτημα. Η πρότασή του περιελάμβανε την υπογραφή ανακωχής ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Κεμάλ και καθεστώς αυτονομίας για την περιοχή της Μικράς Ασίας. Ως αντάλλαγμα ζητούσε από την ελληνική κυβέρνηση να αναγνωρίσει, έστω και defacto, τη σοβιετική εξουσία.
Ο σοβιετικός απεσταλμένος τόνισε μεταξύ άλλων: «Γι’ αυτό θέλουμε να μείνουνε οι Έλληνες στην Μικρασία, όχι από κούφιο συναισθηματισμό, αλλά από ρεαλιστική αντίληψη για το αύριο και μεθαύριο. Οι μειονότητες στην Τουρκία στάθηκαν από τη μία μεριά τροχοπέδη στον ολοκληρωτικό εξισλαμισμό της Βαλκανικής και Ανατολής και από την άλλη έγιναν η πηγή που τροφοδότησε τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα των λαών της Βαλκανικής από το 1770 ως τα χτες.»[7]
Ο ηγέτης του ΣΕΚΕ (Κ) συναντήθηκε με τον Ν. Στράτο (αντιπολίτευση τότε) και τον Α. Καρτάλη (υπουργό στην Κυβέρνηση Γούναρη) προκειμένου να τους μεταφέρει τις σοβιετικές προτάσεις χωρίς, ωστόσο, θετικό αποτέλεσμα. Ο τελευταίος μάλιστα, όπως γράφει ο ίδιος ο Κορδάτος, τον έβρισε και τον έδιωξε. Αυτά λοιπόν όσον αφορά την στάση της νεαρής σοβιετικής εξουσίας έναντι των γεγονότων, των προσώπων και των πραγμάτων που καθόρισαν τις εξελίξεις στην περιοχή την συγκεκριμένη περίοδο.
Πως αντιμετώπισαν όμως τους πρόσφυγες τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα; Και εδώ υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον. Η βενιζελική παράταξη προχώρησε σε γεωγραφική κατανομή των προσφυγικών πληθυσμών με βάση το μέγιστο γι’ αυτούς εκλογικό όφελος (παρότι ορισμένες περιοχές δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν βιοποριστικά τους πρόσφυγες με αποτέλεσμα πολλοί να πεθάνουν ή να γίνουν μετανάστες), τους στοίβαξε σε συνοικισμούς-γκέτο, διαιωνίζοντας με κάθε τρόπο τις διαχωριστικές γραμμές γηγενών-προσφύγων ώστε να εξασφαλίζεται ες αεί η πολιτική «κηδεμονία» τους.[8]
Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις της λεγόμενης «λαϊκής δεξιάς», των «εθνικοφρόνων», καλούσαν για τον «εξαγνισμό της πρωτεύουσας», τον διαχωρισμό των «καθαρόαιμων Ελλήνων» από τους «Τουρκόσπορους», κλπ.[9] «Οι γηγενείς καλούνται να συνασπιστούν σε συλλόγους ‘αμύνης’ κατά των προσφύγων», έγραφε η «Ακρόπολις». «Κηρύγματα ερεθισμού και λυσσώδους εμπάθειας απευθύνονται καθημερινώς προς τον αυτόχθονα πληθυσμόν. Και οι πρόσφυγες περιλούονται με ύβρεις εμετικάς. Ονομάζονται ‘λεφούσι’, χαρακτηρίζονται ‘Τούρκοι’, απειλούνται με εξόντωσιν.»[10] Είναι πραγματικά αποκαλυπτική η στάση των λεγόμενων «πατριωτών» και «εθνικοφρόνων» της εποχής έναντι των προσφύγων, ενώ αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς την προσπάθεια που πραγματοποιεί ο ίδιος ιδεολογικοπολιτικός χώρος σήμερα να καπηλευτεί την ποντιακή (τουρκοποντιακή και ρωσοποντιακή) ψήφο.
Οι κομμουνιστές έδωσαν τότε μια τιτάνια μάχη καταγγέλλοντας –στον αγώνα τους να καταργήσουν στην πράξη- τις διαχωριστικές γραμμές που ήθελε να επιβάλλει ο αστικός κόσμος μεταξύ προσφύγων και γηγενών εργαζομένων στην λογική του «διαίρει και βασίλευε». «Η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες», έγραφε ο «Ριζοσπάστης» στις 7 Σεπτεμβρίου 1929. «Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν…ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει το φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη.»
Το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν η μόνη πολιτική δύναμη που στάθηκε ειλικρινά δίπλα στους πρόσφυγες από την πρώτη στιγμή. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πόλεις όπου το κομμουνιστικό κίνημα και οι ταξικές συνδικαλιστικές δυνάμεις κατείχαν ηγεμονική θέση, όπως η Καβάλα, οι πρόσφυγες εντάχθηκαν αμέσως στην τοπική κοινωνία, τα κρούσματα ρατσισμού ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, ενώ τα σωματεία μερίμνησαν από πολύ νωρίς για την επαγγελματική τους εκπαίδευση και την πετυχημένη ένταξή τους στην παραγωγή.
Εν κατακλείδι, «αναρωτιέστε» κύριε συγγραφέα του επίμαχου άρθρου «αν εδώ και 80 χρόνια διδάσκονταν η πραγματική ιστορία στα ελληνόπουλα για τον ρόλο των Μπολσεβίκων και του Λένιν στην Μικρασιατική Καταστροφή και στη γενοκτονία των ποντίων από τον Κεμάλ, ποια θα ήταν η πορεία της Αριστεράς στην πατρίδα μας…» Το ζήτημα είναι πως αυτά που ισχυρίζεστε αναπαράγονται εδώ και δεκαετίες με κάθε μέσο και σε κάθε ευκαιρία. Το ότι αυτή η αντικομμουνιστική προπαγάνδα δεν «έπιασε», δεν οφείλεται στην έλλειψη ζήλου από πλευράς των εκάστοτε κρατούντων, αλλά στο γεγονός ότι οι όποιες συκοφαντίες και ψεύδη κατέρρεαν πάντοτε στην συνείδηση του προσφυγικού κόσμου από την πραγματικότητα της καθημερινής δράσης και στάσης των κομμουνιστών δίπλα στους αγώνες και τα προβλήματά του. Γι’ αυτό και οι προσφυγικοί συνοικισμοί μετατράπηκαν στην Κατοχή σε πραγματικά κάστρα της ΕΑΜικής εθνικής αντίστασης και γι’ αυτό οι πρόσφυγες εντάχθηκαν κατά χιλιάδες στους αγώνες του λαού μας για ειρήνη, ανεξαρτησία, εργατικά και δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες μαζί με το ΚΚΕ.
Υ.Γ. Δεν γνωρίζω από πού προκύπτει ο ισχυρισμός σας ότι το ΚΚΕ δεν ψήφισε την αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων. Σας παραπέμπω όμως στα Πρακτικά της Βουλής, τόμος Δ, Η4, σελ.228 και στη σχετική συνεδρίαση της 24ης Φεβρουαρίου 1994, ώστε να διαπιστώσετε και ιδίοις όμμασι ότι ο εν λόγω νόμος (2194/94) ψηφίστηκε ομόφωνα.
[1] Διδώ Σωτηρίου (1985) «Η Μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (Αθήνα: Κέδρος) σελ.89-90 και εφημερίδα «ΝΕΑ» 1/9/1972
[2] Φωτιάδης Κ (2004) «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου» (Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία) σελ.209
[3] Έκθεση Δ. Καθενιώτη «Το ζήτημα του Πόντου», όπως παρατίθεται στο Λαμψίδης Ο (2002) «Προσπάθειες στρατιωτικής οργανώσεως των ελληνοποντίων» σελ.91
[4] Έκθεση Δ. Καθενιώτη, όπως πριν, σελ.96
[5] Όπως παρατίθεται στο Φωτιάδης Κ (2004) όπως πριν, σελ.344-345
[6] Τα σχετικά έγγραφα του Υπουργείου των Εξωτερικών παρατίθενται στο Φωτιάδης Κ (2004), όπως πριν, σελ.455
[7] Κορδάτος Γ. (1955) «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII(Αθήνα: 20ς αιώνας) σελ.567
[8] «Πατρίς» 23/11/1935
[9] «Καθημερινή» 16/7/1928 και 19/7/1928
[10] «Ακρόπολις» 6/2/1936