Η θεοσέβεια δεν πρέπει να επιβάλλεται
Αναδημοσίευση από το tvxs
Ποιο είναι στην πράξη το σκεπτικό του νόμου πάνω στον οποίο βασίστηκε η σύλληψη του 27χρονου;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα κράτος ποινικοποιεί συμπεριφορές, πρακτικές και στάσεις οι οποίες είτε προσβάλλουν, είτε έχουν την -έστω και απομακρυσμένη δυνατότητα- να προσβάλλουν αρχές και συστήματα αξιών που αυτό θεωρεί ζωτικής σημασίας για την κοινωνική συμβίωση. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ποινικοποίηση της βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκευμάτων αναδεικνύει ότι η θρησκευτικότητα και η πίστη στο Θεό, δεν είναι απλώς κοινωνικά φαινόμενα τα οποία το κράτος παρατηρεί ουδέτερα και προστατεύει στο πλαίσιο του συνταγματικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά μεγέθη τα οποία το κράτος τα αξιολογεί ως ιδιαίτερα σημαντικά για το ίδιο κατ’ αρχάς και γι’ αυτό και τα αναγάγει σε έννομα αγαθά. Με τα αδικήματα της βλασφημίας θεσμοθετείται ένα «προνόμιο» για την προστασία ειδικά και μόνον –άρα και κατ’ εξαίρεση- των θρησκευτικών συναισθημάτων και αντιλήψεων και όχι, για παράδειγμα, των πολιτικών, των αθλητικών, των επιστημονικών κτλ. Το απλό εμπειρικό ψυχολογικό γεγονός ότι κάποιος μπορεί να θίγεται, δεν σημαίνει άνευ άλλου τινός, ότι αυτό, πρώτον, ενδιαφέρει ή οφείλει να ενδιαφέρει το δίκαιο και δεύτερον, ότι είναι επιπλέον και άξιο ποινικής προστασίας. Ουσιαστικά, με την ποινικοποίηση του «ανίερου» λόγου το κράτος υποκαθιστά τη θρησκευτική εξουσία και κολάζει το ίδιο την αμαρτία.
Τι έχετε να παρατηρήσετε με βάση επί μέρους ζητήματα;
Το προκαταρκτικό ζήτημα με το οποίο η ερμηνευτική προσέγγιση των αδικημάτων της βλασφημίας και της καθύβρισης θρησκευμάτων είναι αναγκασμένη να αναμετρηθεί είναι η αοριστία και η σύγχυση που επικρατεί τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία σχετικά με το προστατευόμενο έννομο αγαθό των διατάξεων αυτών. Αυτό είναι κάτι το ασυνήθιστο στον δικαιικό χώρο του ποινικού δίκαιου, ο οποίος διακρίνεται –ή τουλάχιστον οφείλει να διακρίνεται- από την ακρίβεια, τη σαφήνεια και –κυρίως- το ορισμένο τόσο της περιγραφόμενης συμπεριφοράς όσο και της προστατευόμενης αξίας, ώστε να είναι και συνταγματικά ανεκτή η οικεία ποινική διάταξη.
Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο προφανώς συνέχεται με το πρώτο, είναι η χρήση πολλαπλών αόριστων εννοιών και αξιολογικών εκφράσεων κατά την περιγραφή των εγκλημάτων, ώστε να καταλείπονται ιδιαίτερα ευρέα περιθώρια υποκειμενικότητας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων. Η ίδια δηλαδή αοριστία που χαρακτηρίζει το έννομο αγαθό, εντοπίζεται και στην περιγραφόμενη συμπεριφορά, με αποτέλεσμα εύλογα να τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας των εν λόγω ρυθμίσεων.
Τέλος, από νομικοπολιτική πλευρά, η επίμονη διατήρηση και εφαρμογή αυτών των αδικημάτων σήμερα θέτει ένα ζήτημα προσφορότητας, αποτελεσματικότητας και εν τέλει σκοπιμότητας.
Ανταποκρίνεται λοιπόν η σημερινή ελληνική πραγματικότητα σε μία σύγχρονη προσέγγιση ανάλογων ζητημάτων; Με την έννοια της ελευθερίας της έκφρασης, της ανοχής στη σάτιρα κλπ;
Αξίζει πραγματικά να αναρωτηθεί κανείς πόσο «κακό» -με την έννοια της κοινωνικής απαξίας- μπορεί να είναι το να καθυβρίσει κανείς τα θεία ή να εκφράσει κάποιος δια της τέχνης και της σάτιρας την αντίθεσή του στις μεταφυσικές αναζητήσεις μίας πλειοψηφικής ομάδας ανθρώπων, και μάλιστα τόσο κακό ώστε να επισύρει ποινή φυλάκισης.
Πολύ περισσότερο αξίζει να αναρωτηθεί κανείς γιατί το κράτος ενδιαφέρεται τόσο για τις μεταφυσικές αντιλήψεις του κάθε κοινωνού ώστε να προσφεύγει στο ποινικό δίκαιο, ως σύστημα καταστολής και βίας, προκειμένου να εξασφαλίσει έναν ιδιότυπο σεβασμό στα θρησκευτικά συναισθήματα μίας πλειοψηφίας και μάλιστα, όπως εν προκειμένω, παραβιάζοντας το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης.
Αληθεύει ότι πρόσφατα αυστηροποιήθηκαν οι αντίστοιχες ποινές στην Ελλάδα;
Οι ποινές δεν αυστηροποιήθηκαν, κατά βάση είναι οι ίδιες, αντιθέτως με τον Ν. 4055/2012 η παρ. 2 του άρ. 198 ΠΚ μετατράπηκε σε πταίσμα.
Τι ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι περισσότερες χώρες έχουν ή είχαν παρόμοιες διατάξεις και μάλιστα κάποιες υποθέσεις οδηγήθηκαν και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Σε μεγάλο βαθμό όμως, τα αδικήματα αυτά, και όπου ακόμα προβλέπονται, είναι ανενεργά, σε αντίθεση με τη χώρα μας, η οποία διαθέτει πλούσια νομολογία στον τομέα λογοκρισίας της τέχνης προς όφελος της επικρατούσας θρησκείας και θυμίζω τις πρόσφατες υποθέσεις της έκθεσης Outlook όπου κατέβηκε ο πίνακας του Τιερί ντε Κορντιέ και διώχθηκαν ποινικά οι υπεύθυνοι της έκθεσης, το αυστριακό κόμικ «Η ζωή του Χριστού» το οποίο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία και διώχθηκαν ο δημιουργός, ο εκδότης, ακόμα και οι βιβλιοπώλες που το διέθεταν στα ράφια τους καθώς και τις επανειλημμένες διώξεις που έχει δεχτεί ο Τζίμης Πανούσης.
Υπάρχουν όρια στη σάτιρα; Αν ναι, ποιος τα ορίζει;
Δεν μπορεί να πει κανείς εκ των προτέρων και σε ένα αφηρημένο επίπεδο ποια είναι τα όρια της σάτιρας. Η σάτιρα συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, αναπόσπαστο κομμάτι της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της τέχνης αλλά και μια κοινωνική πρακτική, βαθιά εμπεδωμένη στην κουλτούρα μας, συνιστά δηλαδή αναπόσπαστο στοιχείο του πολιτισμού μας. Υπάρχει άλλωστε και το περίφημο ρητό «τίποτα δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να λεχθούν». Τα όρια συνεπώς εάν επιχειρήσει κανείς να τα θέσει εκ των προτέρων θα κυλήσει αναπόφευκτα σε αυταρχικές λογικές. Δεν μπορούμε να φιμώνουμε όποιον λέει πράγματα που δεν μας αρέσουν, προσβάλλουν τις ιδέες μας ή αποδοκιμάζουν τη δική μας πίστη, πεποίθηση, ομάδα. Εάν αυτό ίσχυε, όλοι θα ήμασταν στα δικαστήρια με όλους σε καθημερινή βάση. Θεωρώ ότι το όριο είναι η προσβολή της προσωπικότητας, εξατομικευμένα, που καταλήγει σε διασυρμό συγκεκριμένου προσώπου, υπό ειδικές προϋποθέσεις κτλ και το μέσον προστασίας είναι η αγωγή προσβολής προσωπικότητας και όχι φυσικά τα αδικήματα περί βλασφημίας.
Συνεπώς;
Επειδή συνεπώς τα αδικήματα αυτά έχουν πολλάκις στη χώρα μας οδηγήσει στην πλήρη ακύρωση τόσο του δικαιώματος στην τέχνη όσο και στην έκφραση, θα πρέπει άμεσα να καταργηθούν ώστε να πάψει αυτή η ιδιότυπη, θεοκρατική και φεουδαρχική αντίληψη της υποχρεωτικής θεοσέβειας ως νομικής επιταγής.