NITRO
Τιμημένος
- Εγγρ.
- 1 Μαρ 2006
- Μηνύματα
- 5.942
- Κριτικές
- 151
- Like
- 5.833
- Πόντοι
- 37.127
Θα κάνω την αρχή παραθέτωντας ένα κείμενο που με τιμή δανείστηκα από τον <<Μαύρο Γάτο>> που περιγράφει το πρώτο μου μάθημα - πάθημα:
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πού έχει πουτάνες; Μα στο Βαρδάρη φυσικά, πού αλλού;
Καθώς όμως δεν ήταν καθόλου περπατημένος, πήγε στη λάθος πλευρά του Βαρδάρη. Έψαξε ώρα, εκεί στη λάθος μεριά, αλλά βρήκε μόνο ένα μοναχικό μπαράκι, με κάτι ξέκωλες που τα έπιναν. Μια από αυτές ήταν μια πανέμορφη ξανθούλα στην ηλικία του, με ένα εκθαμβωτικό μίνι και με μακριά μαλλιά. Όχι απλώς γαμήσιμη, αλλά και ερωτεύσιμη. Κάθησε λίγο παραπέρα.
Αμέσως ήρθε και κάθισε δίπλα του μια πενηντάρα επίσης με μίνι, αλλά με άσχημα χαλαρά μπούτια. Είπαμε ήταν αθώος, αλλά ήξερε τι είναι κονσομασιόν. Αισθάνθηκε άβολα, αλλά είπαμε, ήταν καλό παιδί, δεν μπορούσε να την διώξει απότομα. Εκείνο το βράδυ όμως ήταν εκτός ορίων, οπότε μετά από λίγο της είπε στην ψύχρα για ποιόν λόγο ήρθε, και ότι θέλει την άλλη, την ξανθούλα. Που τα έπινε πιο πέρα, παρέα με δυό τρεις αγριόφατσες.
«ʼκου να σού πώ αγόρι μου», είπε η γριά πουτάνα, «το μαγαζί δεν πουλάει μουνιά. Πουλάει ποτά. Θ? ανοίξεις μια σαμπάνια, θα πιούμε, και μετά θα γίνει η δουλειά σου. Οκ;»
«Ναι, αλλά εγώ θέλω εκείνην, όχι εσένα»
«Εκείνην θα γαμήσεις. Αλλά μετά. Πρώτα θ' ανοίξεις μια σαμπάνια. Έτσι είναι οι κανόνες».
Ε, δεν ήξερε και από κανονισμούς μπουρδελομάγαζων, τού φάνηκε λογικό. Στο πίσω μέρος του μπαρ υπήρχε μια πόρτα φωτισμένη με ροζ νέον, που έμοιαζε να οδηγεί σε κάποιο καμαράκι. Αυτό τουλάχιστον φαντάστηκε αυτός.
Παράγγειλε λοιπόν την σαμπάνια, πλήρωσε και το αστρονομικό ποσό που τού ζήτησαν, τις οικονομίες μηνών, από το ισχνό του χαρτζηλίκι. «Μας κάνει ένα δώρο, το παιδί», είπε στο σερβιτόρο η πουτάνα. Το «παιδί» είπε στον εαυτό του ότι μάλλον δεν άκουσε σωστά, ή δεν κατάλαβε καλά. Κάπου στο βάθος του μυαλού του χτύπησε ένα καμπανάκι, αλλά η Βλακεία Υπηρεσίας το κουκούλωσε αμέσως.
Η ώρα σιγά σιγά κυλούσε, με ηλίθιες ερωτήσεις και άλλες απόπειρες για κουβέντα της γριάς πουτάνας, στις οποίες αυτός απαντούσε ανόρεχτα κι άβολα, έχοντας συνέχεια στο μυαλό του την ξανθούλα. Κάποια στιγμή όμως η ξανθούλα σηκώθηκε κι έφυγε, εξαφανίστηκε. ʼλλος πελάτης στο μαγαζί πιά δεν υπήρχε, ούτε και άλλη γυναίκα. «Μην ανησυχείς, όλα είναι εντάξει», τού είπε η πουτάνα.
«Μα πώς είναι εντάξει, αφού συμφωνήσαμε για την κοπέλα, όχι για σένα»
«Βρε μην ανησυχείς σού λέω. Έχω στο σπίτι μου ένα κορίτσι δεκάξι χρονών, κουκλίτσα. ʼκου να δεις πώς θα γίνει. Η ώρα είναι μιάμισυ. Θα με περιμένεις στις τρεις η ώρα Κασσάνδρου και Αγίας Σοφίας γωνία, θα έρθω μόλις τελειώσω από εδώ. Και θα γίνει η δουλειά σου μιά χαρά».
Έμεινε στην κυριολεξία μαλάκας. Να ζητήσει πίσω τα λεφτά του από τους γορίλες του μαγαζιού, που ήδη τον αγριοκοίταζαν, ούτε συζήτηση. Τι άλλο απέμενε; Η ελπίδα, ως γνωστόν, πεθαίνει τελευταία, η πουτάνα. Κι εκείνο το βράδυ έμαθε τουλάχιστον κάτι, έμαθε τι σημαίνει «πουτάνα», και γιατί είναι βρισιά.
Αν περάσεις από την γωνία Κασσάνδρου και Αγίας Σοφίας τα ξημερώματα, θα τον δεις ακόμα να περιμένει, μπροστά στην βιτρίνα ενός φτηνού παπουτσάδικου. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε?
Όμως αν τού ζητήσεις να επιλέξει, θα σού πει πως με τίποτα δεν θα ήθελε να ξαναγίνει είκοσι χρονών. Προτιμά να κρατήσει όλα αυτά που έμαθε, κι όλα αυτά που έπαθε, μετά από εκείνο το βράδυ...
NITRO
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πού έχει πουτάνες; Μα στο Βαρδάρη φυσικά, πού αλλού;
Καθώς όμως δεν ήταν καθόλου περπατημένος, πήγε στη λάθος πλευρά του Βαρδάρη. Έψαξε ώρα, εκεί στη λάθος μεριά, αλλά βρήκε μόνο ένα μοναχικό μπαράκι, με κάτι ξέκωλες που τα έπιναν. Μια από αυτές ήταν μια πανέμορφη ξανθούλα στην ηλικία του, με ένα εκθαμβωτικό μίνι και με μακριά μαλλιά. Όχι απλώς γαμήσιμη, αλλά και ερωτεύσιμη. Κάθησε λίγο παραπέρα.
Αμέσως ήρθε και κάθισε δίπλα του μια πενηντάρα επίσης με μίνι, αλλά με άσχημα χαλαρά μπούτια. Είπαμε ήταν αθώος, αλλά ήξερε τι είναι κονσομασιόν. Αισθάνθηκε άβολα, αλλά είπαμε, ήταν καλό παιδί, δεν μπορούσε να την διώξει απότομα. Εκείνο το βράδυ όμως ήταν εκτός ορίων, οπότε μετά από λίγο της είπε στην ψύχρα για ποιόν λόγο ήρθε, και ότι θέλει την άλλη, την ξανθούλα. Που τα έπινε πιο πέρα, παρέα με δυό τρεις αγριόφατσες.
«ʼκου να σού πώ αγόρι μου», είπε η γριά πουτάνα, «το μαγαζί δεν πουλάει μουνιά. Πουλάει ποτά. Θ? ανοίξεις μια σαμπάνια, θα πιούμε, και μετά θα γίνει η δουλειά σου. Οκ;»
«Ναι, αλλά εγώ θέλω εκείνην, όχι εσένα»
«Εκείνην θα γαμήσεις. Αλλά μετά. Πρώτα θ' ανοίξεις μια σαμπάνια. Έτσι είναι οι κανόνες».
Ε, δεν ήξερε και από κανονισμούς μπουρδελομάγαζων, τού φάνηκε λογικό. Στο πίσω μέρος του μπαρ υπήρχε μια πόρτα φωτισμένη με ροζ νέον, που έμοιαζε να οδηγεί σε κάποιο καμαράκι. Αυτό τουλάχιστον φαντάστηκε αυτός.
Παράγγειλε λοιπόν την σαμπάνια, πλήρωσε και το αστρονομικό ποσό που τού ζήτησαν, τις οικονομίες μηνών, από το ισχνό του χαρτζηλίκι. «Μας κάνει ένα δώρο, το παιδί», είπε στο σερβιτόρο η πουτάνα. Το «παιδί» είπε στον εαυτό του ότι μάλλον δεν άκουσε σωστά, ή δεν κατάλαβε καλά. Κάπου στο βάθος του μυαλού του χτύπησε ένα καμπανάκι, αλλά η Βλακεία Υπηρεσίας το κουκούλωσε αμέσως.
Η ώρα σιγά σιγά κυλούσε, με ηλίθιες ερωτήσεις και άλλες απόπειρες για κουβέντα της γριάς πουτάνας, στις οποίες αυτός απαντούσε ανόρεχτα κι άβολα, έχοντας συνέχεια στο μυαλό του την ξανθούλα. Κάποια στιγμή όμως η ξανθούλα σηκώθηκε κι έφυγε, εξαφανίστηκε. ʼλλος πελάτης στο μαγαζί πιά δεν υπήρχε, ούτε και άλλη γυναίκα. «Μην ανησυχείς, όλα είναι εντάξει», τού είπε η πουτάνα.
«Μα πώς είναι εντάξει, αφού συμφωνήσαμε για την κοπέλα, όχι για σένα»
«Βρε μην ανησυχείς σού λέω. Έχω στο σπίτι μου ένα κορίτσι δεκάξι χρονών, κουκλίτσα. ʼκου να δεις πώς θα γίνει. Η ώρα είναι μιάμισυ. Θα με περιμένεις στις τρεις η ώρα Κασσάνδρου και Αγίας Σοφίας γωνία, θα έρθω μόλις τελειώσω από εδώ. Και θα γίνει η δουλειά σου μιά χαρά».
Έμεινε στην κυριολεξία μαλάκας. Να ζητήσει πίσω τα λεφτά του από τους γορίλες του μαγαζιού, που ήδη τον αγριοκοίταζαν, ούτε συζήτηση. Τι άλλο απέμενε; Η ελπίδα, ως γνωστόν, πεθαίνει τελευταία, η πουτάνα. Κι εκείνο το βράδυ έμαθε τουλάχιστον κάτι, έμαθε τι σημαίνει «πουτάνα», και γιατί είναι βρισιά.
Αν περάσεις από την γωνία Κασσάνδρου και Αγίας Σοφίας τα ξημερώματα, θα τον δεις ακόμα να περιμένει, μπροστά στην βιτρίνα ενός φτηνού παπουτσάδικου. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε?
Όμως αν τού ζητήσεις να επιλέξει, θα σού πει πως με τίποτα δεν θα ήθελε να ξαναγίνει είκοσι χρονών. Προτιμά να κρατήσει όλα αυτά που έμαθε, κι όλα αυτά που έπαθε, μετά από εκείνο το βράδυ...
NITRO