~~~~~52~~~~~
Προσπάθησα να την καλέσω, όχι μία αλλά αρκετές φορές. Η πρώτη φορά ήταν για να καλύψω την δική μου ανάγκη, να ταισω τον δικό μου εγωισμό, οι υπόλοιπες ήταν για τον δικό της. Θα το εβλεπε και θα έλεγε ο μικρός ενδιαφέρεται για μένα. Παρόλα αυτά όλες οι προσπάθειες μου πέσαν στο κενό. Έβραζα ολόκληρος, σαν κακομαθημένο παιδί που του χαλάνε χατίρι. Άρχισα να στριφογυρίζω στο σπίτι και να σκέφτομαι διάφορα. Πρέπει να ηρεμήσω σκέφτηκα για να μην το σηκώνει δεν θα μπορεί να μιλήσει. Δεν έχει περάσει και λίγα.
Και όπως είχα αράξει στον καναπέ αμέσως με πήρε ο ύπνος. Είχα κουραστεί αρκετά εκείνη την μέρα με το περπάτημα. Και η αλήθεια ήταν ότι δεν περπάτησα και λίγο.
Την επόμενη μέρα το πρωί με ξύπνησε ο Μήτσος. Είχε πάρει την πρωινή πτήση και ήταν πίσω στη Ζάκυνθο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα βρίζοντας.
Στην αρχή τρόμαξα μετά κατάλαβα ότι ήταν αυτός.
Άρχισε να μονολογεί!!!
“Τι τα θέλω εγώ αυτά? Τι ήθελα να πάω να χαλαστώ περισσότερο?
Να ξέρεις πιτσιρικά στην κηδεία πήγα για την αδερφή μου και τα ανίψια μου και όχι για αυτόν τον αχρείο. Αυτόν που απομάκρυνε την αδερφή μου απο την οικογενειά της. Που ούτε στην κηδεία των γονιών μας δεν ήρθε προφασιζόμενος ότι είχε δουλειά. Που…. Που…..
Και ενώ εγώ προσπαθούσα να ξυπνησω και έτριβα τα ματια εχοντας ανασηκωθεί λίγο απο τον καναπέ, ο Μήτσος ανέφερε δεκάδες λόγους που τον έκαναν να μισεί τον άντρα της αδερφής του, λόγους που αν και δεν ήταν πια στην ζωή δεν του δίναν συγχωροχάρτι
Τεσπα ώρα του καλή, τουλάχιστον η αδερφούλα μου θα ζήσει ελεύθερη απο εδω και πέρα.
Δεν μπορεί θα με κοροϊδεύει. Πόσο πιο ελεύθερα σκέφτηκα!!
Μίκρε σήκω πάμε για καφέ και για πρωινό.
Σηκώθηκα ντύθηκα και ήμουν έτοιμος.
Πήγαμε σε ένα καφενείο κοντά στο λιμάνι που μαζεύονται μόνο ψαράδες και οικοδόμοι. Άλλωστε ποιος άλλος θα πήγαινε για καφέ 7 το πρωί
Θα μας φέρεις 2 τσιπουράκια και δυο ελληνικούς καφέδες σκέτους.
μάλιστα.
Ωραίο πρωινό σκέφτηκα, αλλα δεν είπα τίποτα!!
-Μίκρε αν θες να φτάσεις στην ηλικία μου και να είσαι υγιείς όπως εγώ. Ξύπνα πρωί, και πιες έναν ελληνικό και ένα τσιπουράκι.
-Πρωινό να τρώω ή μόνο αυτά?
-χαχαχα και το γέλιο του Μήτσου ακούστηκε σε όλο το μαγαζι προσελκύοντας όλα τα αγουροξυπνημένα βλέμματα.
-Θα φάμε μικρέ μετά θα σε πάω στο φούρνο.
Ο σερβιτόρος μας πλησίασε κρατώντας αυτή την φορά αυτόν τον περίεργο δίσκο που μόνο τον Φοίβο απο το ρετιρέ είχα δει ξανα να κρατάει. Και αμέσως άδειασε τον δίσκο πάνω στο ξύλινο τραπέζι.
Στο πιάτάκι απο το φλιτζάνι του ελληνικού καφέ είχε και ένα μικρό λουκούμι.
-Με κοιτάει ο Μήτσος και μου λέει. Το λουκούμι δεν θα το φας με τον καφέ.
- και με τι θα το φαώ?
- Ακου μικρέ!! Πρώτα θα πιεις το καφεδάκι με την ησυχία σου. Ύστερα το τσίπουρο με μιας και καπάκι το λουκούμι. Τι με κοιτάς έτσι? Σου μεταλαμπαδεύω γνωση εκατοντάδων ετών. Το γνώριζεσ ότι τσιπουρο με λουκούμι σου δίνουν σε όλα τα μοναστηρια στο αγιο όρος?
Δεν μίλησα έμεινα να τον κοιτάω έκπληκτος κοιτώντας τον να πιανει το φλιτζάνι με τον καφέ και να ρουφά επιδεικτικά όλό το καϊμάκι με την μία.
Ενω απολάμβανε τον καφε του ο μητσος γιατι εγώ δεν μπορώ να πω ότι είχα ενθουσιαστεί με όλο αυτό. Χτύπησε το κινητό του.
Ηταν για κάποια δουλειά. Αφού στην αρχη προφασίστηκε το πένθος, απο ότι καταλαβα ήταν κάτι πολυ επέιγον και έπρεπε να παει οπωςδήποτε.
Σήκω μικρέ. Απο σήμερα θα είσαι ο επίσημος βοηθός μου. Και αυτή θα είναι η πρώτη σου φορά. Μην στεναχωριέσαι για το πόδι. Τα εργαλεία θα μου δίνεις σιγά, σιγά και θα μου κάνεις παρέα. Ούτως ή αλλως η αδερφουλα θα αργήσει να έρθει και εσυ θα βαρεθείς όλη μέρα στο σπίτι….