στορικές παλινδρομίες
ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΙΣΕΡ | Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2003
Εκτύπωση Αποστολή με Email
Μικρό μέγεθος γραμματοσειράς Μεσαίο μέγεθος γραμματοσειράς Μεγάλο μέγεθος γραμματοσειράς
Προσθήκη στο Delicious Προσθήκη στο Facebook Προσθήκη στο Newsvine Bookmark
Οταν ο πρώην ιταλός πρόεδρος Σκάλφαρο συνέκρινε τον νυν πρωθυπουργό της Ιταλίας, εμμέσως πλην σαφώς, με τον Μουσολίνι, ο Μπερλουσκόνι αντί να διαμαρτυρηθεί αποδέχθηκε τρόπον τινά την παρομοίωση. Σε συνέντευξή του στο αγγλικό περιοδικό «Spectator» ουσιαστικά απάλλαξε τον «Ντούτσε» και το «σχετικά ήπιο (benigno)» καθεστώς του από κάθε ιδεολογική ή πρακτική συγγενικότητα με τους εγκληματίες ναζιστές εταίρους τους. Ξέσπασε σάλος. Οι γνώμες διίσταντο αν επρόκειτο για νέα «γκάφα» του καβαλιέρε ή για κίνηση κατά του εταίρου-αντιπάλου του, αρχηγού της «μετα-νεοφασιστικής» Alleanza Nazionale G. Fini, με σκοπό να του αποσπάσει τον «σκληρό φασιστικό πυρήνα», που είχε δυσαρεστηθεί με τις αποστασιοποιήσεις του τελευταίου. Το μπλακάουτ που βύθισε στο σκοτάδι μεγάλο μέρος της Ιταλίας θεωρήθηκε από καχύποπτους colpo αντιπερισπασμoύ.
Σαν δώρο εξ ουρανού ανακαλύφτηκε τότε έγγραφο στα αρχεία του Βατικανού που υποστήριζε ότι το 1938 ο Μουσολίνι προέτρεπε τον Πάπα να αφορίσει τον Χίτλερ. Ταυτόχρονα, παρά τη διαμαρτυρία φιλελεύθερων ομόθρησκων κύκλων, το πανίσχυρο εβραϊκό Anti-Defamation League της Νέας Υόρκης, άγρυπνος τιμητής κάθε ανοχής προς τον φασισμό, απένεμε στον Μπερλουσκόνι τον τίτλο «Πολιτικός της χρονιάς», επιβραβεύοντας την έμπρακτη υποστήριξή του στους Bush και Sharon στη διεθνή σκηνή. Τα δύο αυτά γεγονότα προέβαλε, πάλι στο «Spectator», ένα από τα φερέφωνα του Μπερλουσκόνι, ο δημοσιογραφών γερουσιαστής Guzzanti, ως θριαμβευτική δικαίωση του αρχηγού του που, κατά τον ίδιον, είχε τολμήσει να σχίσει τον «ζουρλομανδύα» στον οποίον η ιστορία είχε στριμωχθεί από τη μεταπολεμικά κυρίαρχη αριστερή διανόηση. Παραδέχθηκε πάντως ότι το καθεστώς, προπολεμικά, είχε «δολοφονήσει ίσως μισή ντουζίνα» αντιπάλους - η μόνη «έκπτωση» σε σχέση με τον Μπερλουσκόνι, ο οποίος καθόλου δεν είχε αντιληφθεί αίμα στα χέρια του «Ντούτσε».
Και οι δύο λησμόνησαν την ολοκληρωτική περιφρόνηση του καθεστώτος για τη ζωή των άλλων εντός και εκτός της χώρας, που προξένησε λ.χ. τα αμέτρητα θύματα των πρώτων φασιστικών συμμοριών πριν από την περίφημη «πορεία στη Ρώμη» της 28ης Οκτωβρίου (!) 1922, τους αδυσώπητους αποικιοκρατικούς πολέμους στην Αφρική με μαζική χρήση δηλητηριωδών αερίων κατά μαχίμων και αμάχων, την εθνική κάθαρση σε βάρος «κατώτερων» σλαβικών πληθυσμών, π.χ. στην κατεχόμενη Σλοβενία, αλλά και τα μαζικά «αντίποινα» στην Ελλάδα, ιδίως το πρώτο εξάμηνο του 1943, τα οποία όμως επισκιάστηκαν από τη διαρκώς κλιμακούμενη τρομοκρατία των γερμανών κατακτητών στο τελευταίο έτος της Κατοχής.
* Ο μύθος της «αντιφασιστικής Ιταλίας»
H μεταπήδηση της Ιταλίας από τον Αξονα στο συμμαχικό στρατόπεδο τον Σεπτέμβριο του '43, συνεπεία της προϊούσας στρατιωτικής κατάρρευσης και της επακόλουθης αποσκίρτησης φατριών που ήταν συνυπεύθυνες για δύο δεκαετίες φασιστικής δικτατορίας, αποτέλεσε την απαρχή του μύθου της αυτοαπελευθέρωσης από τον φασιστικό ζυγό. H οργισμένη αντίδραση των «παρατημένων» πρώην εταίρων διευκόλυνε την οβιδιανή ιταλική μεταμόρφωση των θυτών σε θύματα, ενώ η ηρωοποιημένη δράση της Resistenza κατά των Γερμανών και μιας υποτιθέμενης μικρής κλίκας μαυροχιτώνων δοσιλόγων θεμελίωνε την επί μισό αιώνα επίσημη εικόνα μιας ειρηνόφιλης Ιταλίας, εχθρού και συνάμα θύματος του ναζιστικού Ράιχ. H περίοδος της αξονικής συνέργειας θάφτηκε κάτω από ένα πέπλο εθνικής «omerta». Ο μύθος της μεγάλης αντιφασιστικής πλειοψηφίας διευκόλυνε την (για στρατηγικούς λόγους) απόφαση των δυτικών Συμμάχων να δωρίσουν στους Ιταλούς μια σχετικά ανώδυνη συνθήκη ειρήνης, ενώ εξασφάλιζε και ένα μίνιμουμ εσωτερικής συνοχής. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1960 οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του δημοσιογραφικού και του ιστοριογραφικού κατεστημένου (Indro Montanelli, Renzo de Felice) προετοίμαζαν την αποκατάσταση του Μουσολίνι: υπερτονίζοντας τις «ανθρώπινες» διαστάσεις (και αδυναμίες) του, καθώς και τις διαφορές με τον απάνθρωπο ομόλογό του βορείως των Αλπεων, προωθούσαν τον εξωραϊσμό των ολοκληρωτικών πτυχών του ντόπιου καθεστώτος.
* Προς αντικατάσταση του μύθου;
Το 1994 η πρώτη κυβέρνηση Μπερλουσκόνι διακήρυττε τη «συμφιλίωση» όλων των Ιταλών, ουσιαστικά εξισώνοντας τα δύο στρατόπεδα του ανομολόγητου ιταλικού Εμφυλίου. Παρά τις μαζικές αντιδράσεις, οι νέοι κυβερνώντες της Δεξιάς και Ακρας Δεξιάς εγκαθίδρυσαν τον θεμέλιο μύθο μιας επιχειρούμενης εθνικιστικής «αναγέννησης». Με τη δεύτερη εκλογική νίκη του Μπερλουσκόνι, το 2001, η «αποδαιμονοποίηση» του Μουσολίνι και του φασισμού είχε ήδη λάβει διαστάσεις είτε νοσταλγίας είτε εξελισσόμενης κερδοφόρας βιομηχανίας που πρόβαλε τον φασισμό δίκην φολκλορικού προϊόντος για τουριστική και πολιτική εκμετάλλευση: η φωτογραφία του «Ντούτσε»... κοσμώντας ημερολόγια και ετικέτες κρασιού, οι άλλοτε τόποι διαμονής του ως στόχοι προσκυνήματος, μια τιμητική φρουρά με αρμόζουσα ενδυμασία στον τάφο του. Ο Farrell, ανταποκριτής που είχε πάρει την πολύκροτη συνέντευξη του Μπερλουσκόνι, κυκλοφόρησε βιογραφία του Μουσολίνι όπου τον υμνεί ως άνδρα της δράσης που μάλιστα «είχε σώσει περισσότερους Εβραίους» από τον κινηματογραφικώς τιμηθέντα Oskar Schindler. Ταυτόχρονα τον παρουσιάζει σαν καλόκαρδο θύμα των Γερμανών, πανομοιότυπο με την εικόνα του Ιταλού, όπως έχει προβληθεί διεθνώς με χολιγουντιανές παραγωγές από το «Mediterraneo» ως τον μαντολινοπαίχτη Κορέλι.
Σε αντιδιαστολή με την προβαλλόμενη εικόνα του θύματος, εκπλήσσει ο μικρός αριθμός γερμανών θυτών που έχουν δικαστεί μεταπολεμικά από την ιταλική δικαιοσύνη. Σε μια «καθυστερημένη» υπόθεση το 1994, ένας εισαγγελέας στη Ρώμη, αναζητώντας στοιχεία για έναν εγκληματία των Ες-Ες, ανεκάλυψε σε αμπαρωμένη υπόγεια κρύπτη μια θωρακισμένη ντουλάπα. Εκείνη έκρυβε 695 φακέλους συμμαχικών υπηρεσιών για υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου, παραδομένους στις ιταλικές αρχές, οι οποίες δεν έκαναν καν τον κόπο να τις μεταφράσουν. Τη θύελλα των αντιδράσεων για την «ντουλάπα της ντροπής» η κυβέρνηση προσπάθησε να τη μετριάσει με το επιχείρημα της αλληλεγγύης προς τις ανάγκες της νέας συμμαχίας: στις αρχές της δεκαετίας του '50, μια δημόσια αντιπαράθεση για το εγκληματικό παρελθόν τόσων Γερμανών θα υπονόμευε την προοπτική επανεξοπλισμού της Δυτ. Γερμανίας και ένταξής της στο ΝΑΤΟ.
Ωστόσο, το 2000 - 2001 ένας νέος ιστορικός, ο Filippo Focardi, εντόπισε άλλα καταχωνιασμένα έγγραφα που φανέρωσαν ότι ήδη από το 1946-47, χρόνια πριν από την ίδρυση του δυτικογερμανικού κράτους, η ιταλική ηγεσία - συμπεριλαμβανομένων του τότε πρωθυπουργού Ντε Γκάσπερι και του μελλοντικού Αντρεότι - είχε συνωμοτικά αποφανθεί ότι ευρύτερα δικαστικά μέτρα κατά Γερμανών θα λειτουργούσαν σαν μπούμερανγκ, ενθαρρύνοντας διώξεις της Ελλάδας και κυρίως της Γιουγκοσλαβίας κατά Ιταλών. Μάλιστα, αξιωματικοί με εγκληματική δράση στις άλλοτε ιταλοκρατούμενες περιοχές προτράπηκαν να εξαφανιστούν και δεν δικάστηκε κανένας ποτέ. Ο Τζιοβάνι Ραβάλι, που είχε καταδικαστεί στην Ελλάδα σε ισόβια, αφέθηκε έπειτα από πιέσεις ελεύθερος και έκανε λαμπρή καριέρα στην Ιταλία.
H πλειονότητα των ιταλικών MME και των ιστορικών της «παλαιάς σχολής» αντέδρασαν με ηχηρή σιωπή στις αποκαλύψεις του Focardi. H κυβέρνηση απρόθυμα, ως αντάλλαγμα σε διακομματική συνδιαλλαγή, αποδέχθηκε πρόσφατα τη συγκρότηση μιας «Κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής για τις αιτίες της απόκρυψης των φακέλων σχετικά με ναζι-φασιστικά εγκλήματα». H επιτροπή συνήλθε για πρώτη φορά μόλις την περασμένη εβδομάδα, χωρίς να καταλήξει σε απόφαση στο κρίσιμο ζήτημα των επιστημονικών συμβούλων της.
Ιδωμεν. H διελκυστίνδα για το ιστορικό πρόσωπο της Ιταλίας ακόμη δεν έχει κριθεί.
Ο κ. Χάγκεν Φλάισερ είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Διαβάστε περισσότερα: