Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, πέρα από το καθαρά μαθηματικό μέρος, η βάση της απόδειξης του Γκέντελ περί της υπάρξεως του Θεού δεν ήταν εντελώς καινούργια αφού έμοιαζε με το επιχείρημα του άγγλου θεολόγου και φιλοσόφου του 11ου αιώνα Ανσέλμου του Καντέρμπουρι, το οποίο, με τη σειρά του, βασίζεται στη μέθοδο της «εις άτοπον απαγωγής» των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων και μαθηματικών. Ο συλλογισμός του Ανσέλμου ήταν ο εξής:
1. Ο Θεός είναι η υπέρτατη ύπαρξη.
2. Η ιδέα του Θεού υπάρχει στη σκέψη μας.
3. Μια ύπαρξη που υπάρχει τόσο στη σκέψη όσο και στην πραγματικότητα είναι ανώτερη από μια ύπαρξη που υπάρχει μόνο στη σκέψη.
4. Αν ο Θεός υπήρχε μόνο στη σκέψη μας, τότε θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την ιδέα μιας ανώτερης ύπαρξης η οποία υπάρχει και στην πραγματικότητα.
5. Αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε μια ύπαρξη ανώτερη από τον Θεό.
6. Αρα ο Θεός υπάρχει στην πραγματικότητα.
Το πρώτο και ένα από τα παλιότερα “κλασσικά” επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξη Θεού (με ηλικία σχεδόν μία χιλιετία) είναι το οντολογικό επιχείρημα. Το επιχείρημα αυτό προσπαθεί να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού με τη λογική και μόνο, χωρίς αναφορά στον εξωτερικό κόσμο, βασιζόμενο μονάχα στον τυπικό ορισμό του ποιος και τι είναι ο Θεός. Παρόμοια επιχειρήματα με του Ανσέλμου έχουν καταθέσει φιλόσοφοι όπως ο Καρτέσιος, ο Λάιμπνιτς, ο Γκέντελ και ο Alvin Plantinga. Στην κλασσική του μορφή, όπως παρουσιάζεται από τον Ανσέλμο, το επιχείρημα έχει ως εξής:
Ο Θεός είναι εξ ορισμού το ανώτερο ον που μπορεί να συλληφθεί με το νου.
Αλλά αν ο Θεός δεν υπήρχε στην πραγματικότητα, τότε θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα ον που θα είχε όλες τις ιδιότητες του Θεού και θα υπήρχε στην πραγματικότητα, οπότε αυτό το ον θα ήταν ανώτερο από το Θεό.
Αφού ο Θεός είναι ανώτερο ον που μπορεί να συλληφθεί με το νου, αυτό είναι αδύνατον.
Άρα ο Θεός πρέπει να υπάρχει στην πραγματικότητα.
Αν και ένας απρόσεκτος αναγνώστης μπορεί να διαισθανθεί γιατί αυτό δεν μπορεί να είναι σωστό, είναι πιο εύκολο να πει ότι το επιχείρημα μοιάζει λάθος, παρά να βρει τι ακριβώς είναι λάθος. Αυτή η ιδιότητα του οντολογικού επιχειρήματος προκαλούσε ενδιαφέρον στους φιλοσόφους για αιώνες. Μια πιο προσεκτική ανάλυση όμως, αποκαλύπτει το σφάλμα που περιέχει. Στην ουσία, το οντολογικό επιχείρημα είναι ύπουλα κυκλικό• εισάγει λαθρα μια προ-υπόθεση σε ένα καίριο σημείο. Αυτό μπορεί να μην είναι προφανές σ'αυτή τη μορφή, αλλά μπορούμε να το ξαναγράψουμε για την κάνουμε πιο εμφανή. Αναλογιστείτε την ακόλουθη τροποποιημένη μορφή του οντολογικού επιχειρήματος που καθιστά προφανή την κρυμμένη εικασία.
Εξ ορισμού ο Θεός είναι ένα ον παντοδύναμο, που γνωρίζει τα πάντα, είναι πανάγαθο το οποίο υπάρχει.
Άρα ο Θεός υπάρχει.
Το σφάλμα είναι προφανές: δεν μπορείς απλά να ορίσεις ότι κάτι υπάρχει. Κάποιος μπορεί να κολλήσει φράσεις όπως το “και το οποίο υπάρχει” σε οποιονδήποτε ορισμό που επιθυμεί, αλλά αυτό δεν πρόκειται να προκαλέσει την ύπαρξή του στην πραγματικότητα. Αν αυτό ήταν δυνατό, η φιλοσοφία θα ήταν ένα πολύ επικερδές επάγγελμα. Σκεφτείτε ορισμούς όπως “η τσάντα γεμάτη χρήματα δίπλα μου η οποία υπάρχει”. Προφανώς αυτό δεν είναι έγκυρη λογική. Ένας ορισμός, αν είναι ακριβής, αντικατοπτρίζει ορθά την πραγματικότητα• δεν πλάθει την πραγματικότητα. Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι που προσπαθεί να κάνει αυτό το επιχείρημα, αν και με έναν πολύ πιο πλάγιο τρόπο.
Το κεντρικό σημείο είναι αυτό: Αν είναι αληθές ότι έναν ον που υπάρχει στην πραγματικότητα είναι ανώτερο από ένα που υπάρχει στη φαντασία, τότε το να ορίσουμε το Θεό ως το ανώτερο δυνατόν ον εμπεριέχει τον ισχυρισμό ότι ο Θεός υπάρχει. Αλλά αυτό προσπαθεί να αποδείξει το επιχείρημα! Το οντολογικό επιχείρημα χρησιμοποιεί το αποδεικτέο ως αρχική υπόθεση, διαπράττοντας το στοιχειώδες σφάλμα του κυκλικού επιχειρήματος. Συνεπώς είναι λογικά ασυνεπές και δεν αποδεικνύει τίποτα.
Οι άθεοι δεν δέχονται την οντολογική δέσμευση που προσπαθεί να εισάγει λάθρα αυτό το επιχείρημα με τους ορισμούς του. Είναι σίγουρα πιθανό να συλλάβει κανείς ένα ον ονόματι “Θεός” που υπάρχει μόνο στη σκέψη και είναι εξίσου πιθανό να συλλάβει κανείς ένα ον ονόματι “Θεός” που υπάρχει και στη σκέψη και στην πραγματικότητα. Ένας θα μπορούσε ακόμα και να συμφωνήσει ότι αν η δεύτερη περίπτωση υπήρχε στην πραγματικότητα θα ήταν ανώτερη από την πρώτη. Αλλά δεν μπορεί να θεωρήσει πως ένα τέτοιο ον πρέπει να υπάρχει και στην πραγματικότητα. Ξαναλέω πως είναι μια προσπάθεια να ενσωματωθεί η ύπαρξη στον ορισμό και να εξαχθεί το συμπέρασμα πως το οριζόμενο κατά συνέπεια υπάρχει και αυτό είναι εσφαλμένο. Είναι ένα ανεπίτρεπτο άλμα από το ένα επίπεδο στο άλλο. Το να ορίζει κανείς το Θεό ως ένα ον που πρέπει να υπάρχει είναι ακριβές μόνο αν ο Θεός όντως υπάρχει και το αληθές του ορισμού μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο εξετάζοντας την εξωτερική πραγματικότητα.