Τι γνώμη είχε ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ για την γυναίκα;
"εξετάζεις όμως τήν ψυχήν της καί τί βλέπεις ; Ενα συνηθέστατον κροκόδειλον !"
Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ «Η αρκούδα»
ΕΛΕΝΗ. Δέν ξεύρετε νά φέρεσθε μέ γυναίκας !
ΓΡΗΓ. Μέ συγχωρείτε πολύ καλά ξεύρω νά φέρωμαι μέ γυναίκας !
ΕΛΕΝΗ. Όχι, δέν ήξεύρετε ! Είσθε χωρίς άνατροφήν, βάναυσος άνθρωπος ! Άνθρωποι καθώς πρέπει δέν ομιλούν κατ’ αυτόν τον τρόπον μέ γυναίκας !
ΓΡΗΓ. Ω, μεγάλο πράγμα ! Και πώς θέλετε νά μιλήσω μαζί σας ; Γαλλικά τάχα ; (Με θυμον ομιλεί συριστικώς). Madame je vous prie. . . πόσον είμαι ευτυχής πού δέν μέ πληρώνετε. . . Αχ, pardon, σας ανησύχησα ! Τί ωραίος καιρός είνε σήμερον ! Και αυτό τό πέν¬θος πόσον σας πηγαίνει ! (Υποκλίνεται σύρων τους πόδας).
ΕΛΕΝΗ. Άνούσιον και βάναυσον. '
ΓΡΗΓ. (εμπαικτικως). Ανούσιον και βάναυσον ! Δέν ήξεύρω νά φέρωμαι μέ γυναίκας ! Αϊ, κυρία, στον καιρό μου είδα πολύ περισσοτέρας γυναίκας,• παρ' όσους σπουργίτας είδατε σεις ! Τρεις φοράς έμονομάχησα διά γυναίκας, δώδεκα γυναίκας παράτησα και μόνον εννέα μέ παράτησαν εμένα. Μάλιστα ! Ητο καιρός πού εκαμάρωνα σάν βλάκας, έζαχάρωνα, έκαμνα γλυκάδες, έσπερνα λόγια σάν μαργαριτάρια, έσερνα τά πόδια. . . Αγαπούσα, υπέφερα, έβλεπα την σελήνην καί αναστέναζα, αδυνατούσα, ελυωνα, ανατρίχιαζα. . . Αγαπούσα μέ πάθος, μέ λύσσαν, καθ’ όλους τους τρόπους πού νά πάρη ο διάβολος έφλυάρουν σάν καρακάξα περί χειραφετήσεως, έσπατάλησα είς τρυφερά αισθήματα τη μισή μου περιουσία αλλά τώρα, δούλος σας ταπεινότατος ! Τώρα δέν μέ γελάτε ! Φθάνει πλέον! Δια τά μαύρα μάτια, τά περιπαθή μάτια, τά κόκκινα χείλη, τά λακκάκια στά μάγουλα, την σελήνην, τον ψίθυρον, την δειλήν άναπνοήν, δι' όλα αυτά, κυρία, δέν δίδω πλέον ούτε μιά πεντάρα ! Δέν ομιλώ διά σάς αλλά γενικώς όλαι αί γυναίκες, από την μικροτέραν έως την μεγαλητέραν, δέν κάμνουν άλλο παρά νά κοκορεύωνται, νά τσακίζωνται, νά είνε κακόγλωσσοι, μοχθηραί, ψεύτραι μέχρι μυελού τών όστέων, μάταιαι, μικρολόγοι, άσπλαγχνοι η λογική των σέ φουρκίζει καί όσον αφορά αυτό έδώ (τύπτει το μέτωπόν του), συγχωρήσατε την είλικρίνειάν μου : κάθε σπουργίτης ημπορεί νά βάλη δέκα φορές τά γυαλιά είς οποιανδήποτε φιλόσοφον μέ φουστάνια ! Κάμνεις νά ίδης κανένα ποιητικόν πλάσμα καί σού φαίνεται κισσός, αίθήρ, θεά καταλαμβάνεσαι από εκατομμύρια αισθημάτων καί εκστάσεων εξετάζεις όμως τήν ψυχήν του καί τί βλέπεις ; Ενα συνηθέστατον κροκόδειλον ! (Αρπάζει τό ερεισίνωτον του καθίσματος,το όποιον τρίζει και σπάνει). Αλλ' εκείνο που ερεθίζει περισσότερον είναι ότι, ο κροκόδειλος αυτός, δεν ήξεύρω διατί, φαντάζεται ότι αριστούργημα του, προνόμιόν του, μονοπώλιον έχει τα τρυφερά αισθήματα ! Ω, που νά πάρη ο διάβολος ! Κρεμάσατε με, νά, σ' αυτό το καρφί ανάποδα, από τά πόδια, αν ή γυναίκα ξεύρει ν' άγαπήσει άλλο από σκυλάκια. . . Όλος ο έρως της περιορίζεται σέ προσποιητές κλάψες καί μιαουρίσματα. Όταν ο άνδρας πάσχη, γίνεται θυσία ή έκδήλωσις όλου του έρωτος εκείνης είναι μόνον νά γυρίζω τήν ουρά του φουστανιού της και νά προσπαθη νά σ' άρπάξη από τή μύτη όσον ημπορεί δυνατώτερα. Έχετε τήν δυστυχίαν νά είσθε γυναίκα και γνωρίζετε εξ ιδίας πείρας τήν γυναικείαν φύσιν. Ειπέτε μου, παρακαλώ, είλικρινώς, είδατε ποτέ στην ζωή σας, γυναίκα ειλικρινή, πιστήν και σταθεράν ; Δεν είδατε! Πισταί και σταθεραί είναι μόνον οι γρηές και οι ασκημομούρες ! Εύκολώτερον νά ειδήτε γάταν με κέρατα ή άσπρο κόρακα, παρά γυναίκα πιστήν !
(…..)
ΕΛΕΝΗ: Δια παντός έθαψα τόν εαυτόν μου σέ τέσσαρες τοίχους καί μέχρι τάφου δεν θά βγάλω αυτό τό πένθος. .
ΓΡΗΓ. (Με περιφρονητικόν γέλωτα). Πένθος ! . . . Δέν ήξεύρω, γιά ποιόν μέ πέρνετε ; Σάν νά μή γνωρίζω διατί φορέσατε αυτό τό μαύρο δόμινο καί έθάψατε τόν εαυτό σας σέ τεσσάρας τοίχους ! Τί λόγος ! Αυτό, βλέπετε, είνε τόσον μυστηριώδες, τόσον ποιητικόν ! θά περάσει πλησίον της έπαύλεως κανένας υπαξιωματικός ή κοντοπίθαρος ποιητής, θά ίδει στά παράθυρα καί θά σκεφθεί : « Εδώ μέσα ζή ή μυστηριώδης Πηνελόπη, ή οποία άπό έρωτα προς τόν σύζυγόν της, έθαψε τόν εαυτόν της εις τεσσάρας τοίχους». Τά ξεύρομεν αυτά τά τερτίπια !
ΕΛΕΝΗ (μ' ερεθισμόν). Τί ; Πως τολμάτε νά μου λέγετε τέτοια λόγια ;
ΓΡΗΓ. Έταφήκατε ζωντανή, και όμως δεν έλησμονήσατε να πουδραρισθήτε !