Το ρήμμα αποφράζω σημαίνει βουλώνω. Βλέπε "πάσχει από απόφραξη στεφανιαίας αρτηρίας", δηλαδή η αρτηρία του έχει βουλώσει.
Πώς γίνεται μια λέξη να σημαίνει ένα πράγμα, αλλά και το αντίθετό του; Και να είναι και τα δύο αποδεκτά;
Από το ΛΚΝ (τα bold δικά μου):
απόφραξη η [apófraksi] O33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφράζω. 1. το απόλυτο φράξιμο: Eιδικό συνεργείο αναλαμβάνει τις αποφράξεις βόθρων. || (ιατρ.): Eντερική ~ / ~ αιμοφόρων αγγείων / χολής / σαλπίγγων κτλ., το κλείσιμο ενός κοίλου ή σωληνοειδούς οργάνου, που προκαλείται από παθολογικά αίτια. 2. ξεβούλωμα: H ~ του σωλήνα. [λόγ. < αρχ. ἀπόφραξις (-σις > -ση)]
αποφράζω [apofrázo] -ομαι & αποφράσσω [apofráso] -ομαι P αόρ. απέφραξα και (σπάν.) απόφραξα, απαρέμφ. αποφράξει, παθ. αόρ. αποφράχτηκα, απαρέμφ. αποφραχτεί : 1.φράζω κτ. εντελώς: Aποφραγμένοι αγωγοί / αποφραγμένα αγγεία, βουλωμένα. 2. ξεβουλώνω. [μσν. αποφράζω < αρχ. ἀποφράσσω μεταπλ. κατά το φράσσω > φράζω· λόγ. < αρχ. ἀποφράσσω]