παληοπαιδα
Μέλος
- Εγγρ.
- 24 Φεβ 2011
- Μηνύματα
- 161
- Like
- 0
- Πόντοι
- 1
Έχουν περάσει πολλά χρόνια απο εκείνη τη νύχτα. Αλλά συνέβει σαν αύριο, του Αγίου Γιάννη. Αξέχαστη νύχτα. Κάτι σαν επέτειος ας πούμε, είναι αύριο και όπως την αναπολώ, γράφω : Ήταν γλυκειά νύχτα, αν και χειμώνας. Με είχε καβαλλήσει ο διάολος, όπως μου συνέβαινε συχνά. Ήταν μετά τα μεσάνυχτα 12 30. Μόλις είχα αγοράσει μια ωραία Lancia 1600. Την καβάλησα και βουρ για τα κορίτσια, για τη Συγγρού. Τότε είχε κορίτσια η Συγγρού και μόνο κάτω προς Τζιτζιφιές δειλά ξεπρόβαλαν τα πρώτα ladyboys.
Πέρασα μία προς τα κάτω απ τον παράδρομο, πέρασα δεύτερη και εκεί λίγο πριν τον ιππόδρομο την είδα !
Οπτασία ! Λεπτή, ξανθιά, με κοντό μαλλάκι. Είχε χάρη στην κίνησή της, κι ένα γλυκό χαμόγελο που έκανε το πρόσωπότης να φωτίζει. Σταμάτησα μαγεμένος. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε χωρίς να πούμε τίποτα. Μετα με αγκάλιασε τρυφερά και με φίλησε. Την αγκάλιασα κι εγω με ένα ρίγος ! Τι έρωτας ξαφνικός ! Αλλά αρχίσαν να κορνάρουν απο πίσω οι βιαστικοί...
- Που πάμε; Τη ρώτησα χαμένος.
- Στρίψε δεξιά, μου είπε με σιγουριά.
Μπήκαμε σε κάτι σκοτεινά σοκάκια, χωμάτινα με λάσπες μέχρι που φτάσαμε σε αδιέξοδο. Μπροστά μας ήταν η μάντρα του Ιππόδρομου.(εκείνα τα χρόνια ο Ιππόδρομος ήταν εκεί, στις Τζιτζιφιές) . Κυταχτήκαμε στα μάτια. Εγώ μαγεμένος. Αυτή έκθαμβη ! Της πήρα τα χέρια και την έφερα κοντά μου. Εκείνη την ώρα μου ήρθε έντονη μία μυρωδιά καβαλίνας. Απο τα άλογα. Μου τη χάλασε.
- Εδω ; Ρώτησα μονολεκτικά.
- Μόλις τώρα βγήκα, μου απάντησε, αλλά θα φύγω. Έλα σε μία ώρα να με πάρεις.
Έβαλα εμπρός και με την όπισθεν, χοροπηδώντας το αυτοκίνητο μέσα στις λάσπες βγήκαμε απ το αδιέξοδο και την γύρισα απο εκεί που την είχα πάρει.
- Σε μία ώρα θάρθω, της λέω.
- Θα σε περιμένω, μου απαντάει.
- Πως σε λένε; πρόλαβα να ρωτήσω πριν κλείσει την πόρτα.
- Χριστίνα, μου απάντησε γλυκά.
Έφυγα σαν μεθυσμένος και τράβηξα για Καλαμάκι. Πήγα εκεί στη Μαρίνα με τα ιστιοπλοϊκά σκάφη, να βγώ έξω, να αναπνεύσω, να συνέλθω, να καταλάβω τι μου γίνεται.Μα πως είναι δυνατόν μονολογούσα, τι έρωτας κεραυνοβόλος είναι αυτός, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Λες απο καμιά προηγούμενη ζωή ; Να ήμασταν ζευγάρι ; Κάποιος παράφορος έρωτας που δεν ολοκληρώθηκε τότε και τώρα ήρθε η ώρα του; Τέτοια παρανοϊκά σκεφτόμουν και όλο κυττούσα το ρολόι μου. Αν ήταν αγόρι ή κορίτσι ούτε που πέρασε απ το μυαλό μου, ούτε που το σκέφτηκα.
Δεν με χωρούσε ο τόπος. Σε μισή ώρα ξεκίνησα. Θα πηγαίνω σιγά, δικαιολογήθηκε στον εαυτό μου. Τι λαχτάρα νατην ξαναδώ ! Και όλο πάταγα το γκάζι.
Έφτασα ! Με περίμενε χαμογελαστή !
- Πάμε πρώτα απ το σπίτι ν´αλλάξω, μου λέει.
- Ο,τι πεις ! Της απάντησα.
Πήγαμε σε μιά συνοικία με ταπεινά σπίτια, κάπου στον Πειραιά, ούτε που θυμάμαι. Μπροστά σε μία μικρή προσφυγική μονοκατοικία με κεραμμύδια μου λέει Εδω στάσου. Κατεβήκαμε και μπήκαμε μέσα.
Σε ένα μικρό δωμάτιο που φωτιζόταν διακριτικά απο ένα κιτρινωπό πορτ α τιφ πήγε στην ντουλάπα και την άνοιξε.
- Δεν θα μείνουμε εδώ γιατί σε λίγο θα έρθει η αδερφή μου με τον γαμπρό μου. Ο γαμπρός μου δεν με γου στάρει αλλά έφερα να βάλω πίσω τα ρούχα της αδερφής μου. Μου είπε με ένα τόνο ενοχής.
Και αρχίζει να γδύνεται βιαστικά.Έβγαλε τη μπλούζα, έβγαλε τη φούστα και έβαλε ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Εγώ δεν καταλάβαινα ακριβώς τι συνέβαινε αλλά διέκρινα μία βιασύνη ανακατεμένη με ενοχή και ένα χτυποκάρδι όπως αυτό του λαθρεπιβάτη. Μέχρι που ξαφνικά φέρνει το χέρι στον κρόταφο και αρχίζει να ξεκολλάει τα υπέροχα ξανθά μαλλάκια της.
- Μηηη μη το κάνεις αυτό είπα με λυγμό, αλλά η φωνή μου δεν βγήκε. Δεν ακούστηκε. Είχα πάθει αφωνία από το σοκ !
Τακτοποίησε βιαστηκά και την περούκα στην ντουλάπα και την έκλεισε.
- Πάμε, μου λέει. Εγώ είχα καταρεύσει.Γύρισα και την κύταξα απο πάνω μέχρι κάτω. Τέτοιο σοκ πρώτη φορά στη ζωή μου. Μπροστά μου ολοζώντανος ένας πούστης ! Μαράθηκα, δεν με πήγαιναν τα πόδια μου. Αυτός το κατάλαβε αλλά έκανε πως δεν... Εν τω μεταξύ εγώ δεν είχα ποτέ σχέσεις με αδερφές, δεν το ήξερα καθόλου το θέμα, ούτε την διαχείρισή του.
Μπαίνουμε ξανά στο αυτοκίνητο και ρωτάω,
- Που πάμε;
- Όπου θες, είμαι δικιά σου, μου λέει η ....Χριστίνα.
Πωπω ρε πούστη, τι να κάνω τώρα αναρωτήθηκα. Κυτάζω το ρολόι, είναι δύο και δέκα.
- Πάμε σπίτι μου; Τη ρωτάω.
- Όπου θες, απόψε είμαι δικιά σου, μου επανέναβε.
Δε γαμιέται, σκέφτηκα, θα τη βάλω να μου πει την ιστορία της ζωής της ,θα περάσει η ώρα,και θα πάμε για ύπνο. Όταν φτάσαμε στην πολυκατοικία που έμενα, έτρεμε το φυλοκάρδι μου μηπως με δει κανείς. Κολωνάκι , σε πολυκατοικία λουξ. Στο ρετιρέ έμενε ένας Υπουργός βαρβάτος που τον φυλάγανε Αστυνομικοί αλλά και άλλοι επώνυμοι, σοβαροί επιχειρηματίες και ένας πολύ γνωστός μόδιστρος που τώρα έχει πεθάνει .
Παναγίτσα μου να κοιμούνται όλοι να μη με δουν με τον πούστη, παρακάλαγα απο μέσα μου όταν πάρκαρα στο γκαράζ της πολυκατοικίας. Κυρίως αυτή η κουτσομπόλα η θυρωρός ! Μ´ακουσε η Παναγίτσα. Δεν υπήρχε ψυχή στους διαδρόμους, στην είσοδο, πουθενά. Μπήκαμε στο διαμέρισμά μου, άνοιξα ένα παγωμένο άσπρο κρασί, έβγαλα τυρακι και λίγο καπνιστό Σολωμό που είχε περισέψει απ το μεσημέρι , και αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Εμένα η ταραχή δεν μου έχει περάσει. Πάω στην κρεββατοκάμαρα και παίρνω δυό στριφτά τσιγάρα που φύλαγα να φουμάρω να ηρεμήσω. Της προσφέρω το ένα.
- Μπα τι είναι αυτό; Δεν έχω καπνίσει ποτέ, μου λέει και το παίρνει και το φουμάρει όλο μέχρι το τέλος .
Και πήγαμε για ύπνο. Στο ίδιο διπλό κρεββάτι αλλα ο ένας να μην αγγίζει τον άλλο.
Το πρωί ξύπνησα από μία έντονη στύση. Σχεδόν επώδυνη. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τη Χριστίνα σκυμένη στον πούτσο μου να τον γλύφει απαλά, τρυφερά. Ούτε καν αισθανόμουν τη γλώσσα της μόνο μία βαθειά αίσθηση ηδονής και κυτώντας τον πούτσο μου δεν το πίστευα ότι αυτός ο τεράστιος πούτσος ήταν δικός μου. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί έτσι .Έξαλος ! Έτοιμος να εκραγεί ! Απ την εικόνα που έβλεπα έκανα delete το κεφάλι του πούστη που μου τον έγλειφε, και έκλεισα τα μάτια . Τι απόλαυση πρωινιάτικα, τι υπέρτατη ηδονή ! Μετά απο λίγο η Χριστίνα αποφασισε να με στείλει. (Τι σου είναι η πείρα ...) Τράβηξε το δέρμα του πούτσου απαλά, προς τα πίσω μέχρι το τέρμα, και έγινε η έκρηξη ! Τι χύσιμο ανεπανάληπτο!! Ακόμα το θυμάμαι ! Το σπέρμα πετάχτηκε ψηλά, στο κέντρο του δωματίου, πασχίζοντας να φτάσει το ταβάνι. Αν γονιμοποιούνταν αυτό το σπέρμα το παιδί θα γινόταν αστροναύτης σκέφτηκα...
Πλυθήκαμε ,ντυθήκαμε, ηπιαμε καφέ και τράβηξε ο καθένας για τη δουλειά του.
- Ξέρεις που θα με βρεις, μου είπε φεύγοντας.
Δεν την ξανάδα. Δεν ξαναπήγα απο εκει. Τέτοιος μαλάκας είμαι. Μου την έσπαγε η ιδέα ότι ήταν αρσενικός.
Αλλά όταν σκέφτομαι ότι τέτοια πίπα δεν υπήρξε ποτέ ξανά στη ζωή μου, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Και κάθε χρόνο τέτοια μέρα σκέφτομαι τα μεγάλα μου σφάλματα. Που είναι όσα ήθελα να κάνω αλλά δεν το τόλμησα .
Πέρασα μία προς τα κάτω απ τον παράδρομο, πέρασα δεύτερη και εκεί λίγο πριν τον ιππόδρομο την είδα !
Οπτασία ! Λεπτή, ξανθιά, με κοντό μαλλάκι. Είχε χάρη στην κίνησή της, κι ένα γλυκό χαμόγελο που έκανε το πρόσωπότης να φωτίζει. Σταμάτησα μαγεμένος. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε χωρίς να πούμε τίποτα. Μετα με αγκάλιασε τρυφερά και με φίλησε. Την αγκάλιασα κι εγω με ένα ρίγος ! Τι έρωτας ξαφνικός ! Αλλά αρχίσαν να κορνάρουν απο πίσω οι βιαστικοί...
- Που πάμε; Τη ρώτησα χαμένος.
- Στρίψε δεξιά, μου είπε με σιγουριά.
Μπήκαμε σε κάτι σκοτεινά σοκάκια, χωμάτινα με λάσπες μέχρι που φτάσαμε σε αδιέξοδο. Μπροστά μας ήταν η μάντρα του Ιππόδρομου.(εκείνα τα χρόνια ο Ιππόδρομος ήταν εκεί, στις Τζιτζιφιές) . Κυταχτήκαμε στα μάτια. Εγώ μαγεμένος. Αυτή έκθαμβη ! Της πήρα τα χέρια και την έφερα κοντά μου. Εκείνη την ώρα μου ήρθε έντονη μία μυρωδιά καβαλίνας. Απο τα άλογα. Μου τη χάλασε.
- Εδω ; Ρώτησα μονολεκτικά.
- Μόλις τώρα βγήκα, μου απάντησε, αλλά θα φύγω. Έλα σε μία ώρα να με πάρεις.
Έβαλα εμπρός και με την όπισθεν, χοροπηδώντας το αυτοκίνητο μέσα στις λάσπες βγήκαμε απ το αδιέξοδο και την γύρισα απο εκεί που την είχα πάρει.
- Σε μία ώρα θάρθω, της λέω.
- Θα σε περιμένω, μου απαντάει.
- Πως σε λένε; πρόλαβα να ρωτήσω πριν κλείσει την πόρτα.
- Χριστίνα, μου απάντησε γλυκά.
Έφυγα σαν μεθυσμένος και τράβηξα για Καλαμάκι. Πήγα εκεί στη Μαρίνα με τα ιστιοπλοϊκά σκάφη, να βγώ έξω, να αναπνεύσω, να συνέλθω, να καταλάβω τι μου γίνεται.Μα πως είναι δυνατόν μονολογούσα, τι έρωτας κεραυνοβόλος είναι αυτός, σαν να γνωριζόμασταν χρόνια. Λες απο καμιά προηγούμενη ζωή ; Να ήμασταν ζευγάρι ; Κάποιος παράφορος έρωτας που δεν ολοκληρώθηκε τότε και τώρα ήρθε η ώρα του; Τέτοια παρανοϊκά σκεφτόμουν και όλο κυττούσα το ρολόι μου. Αν ήταν αγόρι ή κορίτσι ούτε που πέρασε απ το μυαλό μου, ούτε που το σκέφτηκα.
Δεν με χωρούσε ο τόπος. Σε μισή ώρα ξεκίνησα. Θα πηγαίνω σιγά, δικαιολογήθηκε στον εαυτό μου. Τι λαχτάρα νατην ξαναδώ ! Και όλο πάταγα το γκάζι.
Έφτασα ! Με περίμενε χαμογελαστή !
- Πάμε πρώτα απ το σπίτι ν´αλλάξω, μου λέει.
- Ο,τι πεις ! Της απάντησα.
Πήγαμε σε μιά συνοικία με ταπεινά σπίτια, κάπου στον Πειραιά, ούτε που θυμάμαι. Μπροστά σε μία μικρή προσφυγική μονοκατοικία με κεραμμύδια μου λέει Εδω στάσου. Κατεβήκαμε και μπήκαμε μέσα.
Σε ένα μικρό δωμάτιο που φωτιζόταν διακριτικά απο ένα κιτρινωπό πορτ α τιφ πήγε στην ντουλάπα και την άνοιξε.
- Δεν θα μείνουμε εδώ γιατί σε λίγο θα έρθει η αδερφή μου με τον γαμπρό μου. Ο γαμπρός μου δεν με γου στάρει αλλά έφερα να βάλω πίσω τα ρούχα της αδερφής μου. Μου είπε με ένα τόνο ενοχής.
Και αρχίζει να γδύνεται βιαστικά.Έβγαλε τη μπλούζα, έβγαλε τη φούστα και έβαλε ένα παντελόνι και ένα πουκάμισο. Εγώ δεν καταλάβαινα ακριβώς τι συνέβαινε αλλά διέκρινα μία βιασύνη ανακατεμένη με ενοχή και ένα χτυποκάρδι όπως αυτό του λαθρεπιβάτη. Μέχρι που ξαφνικά φέρνει το χέρι στον κρόταφο και αρχίζει να ξεκολλάει τα υπέροχα ξανθά μαλλάκια της.
- Μηηη μη το κάνεις αυτό είπα με λυγμό, αλλά η φωνή μου δεν βγήκε. Δεν ακούστηκε. Είχα πάθει αφωνία από το σοκ !
Τακτοποίησε βιαστηκά και την περούκα στην ντουλάπα και την έκλεισε.
- Πάμε, μου λέει. Εγώ είχα καταρεύσει.Γύρισα και την κύταξα απο πάνω μέχρι κάτω. Τέτοιο σοκ πρώτη φορά στη ζωή μου. Μπροστά μου ολοζώντανος ένας πούστης ! Μαράθηκα, δεν με πήγαιναν τα πόδια μου. Αυτός το κατάλαβε αλλά έκανε πως δεν... Εν τω μεταξύ εγώ δεν είχα ποτέ σχέσεις με αδερφές, δεν το ήξερα καθόλου το θέμα, ούτε την διαχείρισή του.
Μπαίνουμε ξανά στο αυτοκίνητο και ρωτάω,
- Που πάμε;
- Όπου θες, είμαι δικιά σου, μου λέει η ....Χριστίνα.
Πωπω ρε πούστη, τι να κάνω τώρα αναρωτήθηκα. Κυτάζω το ρολόι, είναι δύο και δέκα.
- Πάμε σπίτι μου; Τη ρωτάω.
- Όπου θες, απόψε είμαι δικιά σου, μου επανέναβε.
Δε γαμιέται, σκέφτηκα, θα τη βάλω να μου πει την ιστορία της ζωής της ,θα περάσει η ώρα,και θα πάμε για ύπνο. Όταν φτάσαμε στην πολυκατοικία που έμενα, έτρεμε το φυλοκάρδι μου μηπως με δει κανείς. Κολωνάκι , σε πολυκατοικία λουξ. Στο ρετιρέ έμενε ένας Υπουργός βαρβάτος που τον φυλάγανε Αστυνομικοί αλλά και άλλοι επώνυμοι, σοβαροί επιχειρηματίες και ένας πολύ γνωστός μόδιστρος που τώρα έχει πεθάνει .
Παναγίτσα μου να κοιμούνται όλοι να μη με δουν με τον πούστη, παρακάλαγα απο μέσα μου όταν πάρκαρα στο γκαράζ της πολυκατοικίας. Κυρίως αυτή η κουτσομπόλα η θυρωρός ! Μ´ακουσε η Παναγίτσα. Δεν υπήρχε ψυχή στους διαδρόμους, στην είσοδο, πουθενά. Μπήκαμε στο διαμέρισμά μου, άνοιξα ένα παγωμένο άσπρο κρασί, έβγαλα τυρακι και λίγο καπνιστό Σολωμό που είχε περισέψει απ το μεσημέρι , και αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Εμένα η ταραχή δεν μου έχει περάσει. Πάω στην κρεββατοκάμαρα και παίρνω δυό στριφτά τσιγάρα που φύλαγα να φουμάρω να ηρεμήσω. Της προσφέρω το ένα.
- Μπα τι είναι αυτό; Δεν έχω καπνίσει ποτέ, μου λέει και το παίρνει και το φουμάρει όλο μέχρι το τέλος .
Και πήγαμε για ύπνο. Στο ίδιο διπλό κρεββάτι αλλα ο ένας να μην αγγίζει τον άλλο.
Το πρωί ξύπνησα από μία έντονη στύση. Σχεδόν επώδυνη. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω τη Χριστίνα σκυμένη στον πούτσο μου να τον γλύφει απαλά, τρυφερά. Ούτε καν αισθανόμουν τη γλώσσα της μόνο μία βαθειά αίσθηση ηδονής και κυτώντας τον πούτσο μου δεν το πίστευα ότι αυτός ο τεράστιος πούτσος ήταν δικός μου. Ποτέ δεν τον είχα ξαναδεί έτσι .Έξαλος ! Έτοιμος να εκραγεί ! Απ την εικόνα που έβλεπα έκανα delete το κεφάλι του πούστη που μου τον έγλειφε, και έκλεισα τα μάτια . Τι απόλαυση πρωινιάτικα, τι υπέρτατη ηδονή ! Μετά απο λίγο η Χριστίνα αποφασισε να με στείλει. (Τι σου είναι η πείρα ...) Τράβηξε το δέρμα του πούτσου απαλά, προς τα πίσω μέχρι το τέρμα, και έγινε η έκρηξη ! Τι χύσιμο ανεπανάληπτο!! Ακόμα το θυμάμαι ! Το σπέρμα πετάχτηκε ψηλά, στο κέντρο του δωματίου, πασχίζοντας να φτάσει το ταβάνι. Αν γονιμοποιούνταν αυτό το σπέρμα το παιδί θα γινόταν αστροναύτης σκέφτηκα...
Πλυθήκαμε ,ντυθήκαμε, ηπιαμε καφέ και τράβηξε ο καθένας για τη δουλειά του.
- Ξέρεις που θα με βρεις, μου είπε φεύγοντας.
Δεν την ξανάδα. Δεν ξαναπήγα απο εκει. Τέτοιος μαλάκας είμαι. Μου την έσπαγε η ιδέα ότι ήταν αρσενικός.
Αλλά όταν σκέφτομαι ότι τέτοια πίπα δεν υπήρξε ποτέ ξανά στη ζωή μου, μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Και κάθε χρόνο τέτοια μέρα σκέφτομαι τα μεγάλα μου σφάλματα. Που είναι όσα ήθελα να κάνω αλλά δεν το τόλμησα .