Γκόμενα από Ηλιούπολη τώρα. Βόλτα στην περιοχή της απόγευμα και μου λέει «δεν πάμε από το σπίτι, να πεις και μια καλησπέρα στους δικούς μου...». «Μα έτσι, απροετοίμαστα λέω, άστο, το κανονίζουμε άλλη φορά». «Δεν τρέχει τίποτα», λέει κι επέμενε.
Με τη μάνα της είχα μιλήσει κάποιες φορές ελάχιστα, διότι όταν τη ζήταγα στο τηλέφωνο, τύχαινε να το σηκώνει πολλές φορές αυτή. Υπήρχε κάποιου είδους οικειότητα.
Λέω τελικά ας πάω και... μόνο απροετοίμαστοι δεν ήταν. Ο δε πατέρας να δεις τι σχέδια έκανε για μένα. Θα κινητοποιούσε ένα σωρό γνωστούς, οι οποίοι είχαν κι αυτοί άλλους γνωστούς και τελικά δεν θα ζοριζόμασταν και πολύ στην επαρχία, γιατί θα πήγαινα σίγουρα σε κάποιο καλό μέρος και θα ερχόμασταν και σε λίγα χρόνια στην Ηλιούπολη. Όπου ο τελευταίος όροφος θα ήταν δικός μας για να μείνουμε. Κάποια μέρα, σύμφωνα με το πρόγραμμά του, θα έπρεπε να γίνω κι επιθεωρητής μέσης εκπαίδευσης, όπου είχε κάποιες άκρες κι εκεί.
Θεώρησα ότι είχε παρατραβήξει η κωμωδία και του είπα ότι το δημοσιουπαλληλίκι θα ήταν η τελευταία μου λύση και ότι με ενδιέφερε να ξεκινήσω κάποια επιχείρηση. Τότε άρχισε με ένα κατεβατό επιχειρήματα ότι θα αποτύχαινα και από τότε ξεκίνησε έναν πόλεμο για να με χωρίσει από την κόρη του. Πράγμα που έγινε και βρήκα κι εγώ την ησυχία μου.
Δεν είναι θέμα γυναικοκεντρικής κοινωνίας. Είναι ότι αυτός ο λαός ήταν σε κατάσταση επιβίωσης για αιώνες και παραμένουν ακόμη τα αντανακλαστικά.