Δεν θυμάμαι πόσες φορές χρειάστηκε στην πολύ ενήλικη ζωή μου να υποστηρίξω με πάθος τις επιλογές του Ντιέγκο απέναντι σε κάθε είδους υποκριτική στάση καθωσπρεπισμού. Όπως τότε που οι καθώς πρέπει δημοσιογράφοι, οι καθώς πρέπει φίλοι μου που τρελάθηκαν με τη χειρονομία του Ντιέγκο στο γκολ του Ρόχο το 2018. Βρέθηκα πολλές φορές… απολογούμενη σε συζητήσεις γιατί δεν είχα ένα… κακό λόγο να πω «για τον κοκάκια». Μα πόση υποκρισία. Δεν υποστήριζα όμως τον Ντιέγκο, αλλά το γαμημένο δικαίωμα στο λάθος, στο πάθος, στην αυτοκαταστροφή. Ροκάκιδες που λατρεύουν καλλιτέχνες βουτηγμένους στις ουσίες είχαν πάντα ένα σηκωμένο δάχτυλο να δείχνει τον Ντιέγκο. «Ναι λέει γιατί τον βλέπουν και μικρά παιδιά. Ναι λέει γιατί στον αθλητισμό αυτά δεν επιτρέπονται». Ξανά πόση υποκρισία. Γιατί είναι δύσκολο στον άνθρωπο να χωνέψει ότι ρε γαμώτο δεν χρειάζεται να είσαι τέλειος για να αγαπηθείς σα να σαι κάτι απόκοσμο, όχι μια μάζα από κόκκαλα και λίπος. Τον λάτρεψα αυτόν τον κοκάκια γιατί ήταν ο καλύτερος μπαλαδόρος που πάτησε ποτέ το πόδι του στη γη, γιατί υπέταξε την αλαζονική Αγγλία με ένα γκολ που μπήκε από χέρι και ένα άλλο που είναι το κορυφαίο όλων και γιατί είχε εκείνο το λαμπερό βλέμμα του τρελού αγαπημένου. Τον λάτρεψα γιατί ήταν αντισυμβατικός όταν δεν κουνιόταν μύγα απέναντι στη ΦΙΦΑ και γιατί είχε τατού τον Τσε και γιατί λάτρευε τον Φιντέλ και γιατί τρέλαινε τους πάντες με τα καμώματά του και γιατί έδωσε πίσω τη χαμένη περηφάνια στους φτωχούς απ όπου κι αν πέρασε. Λυπάμαι που θα σας το πω αλλά ο Ντιέγκο αγαπήθηκε ακριβώς επειδή σιχαίνονταν την γεμάτη υποκρισία κανονικότητα. Και αγαπήθηκε περισσότερο από κάθε άνθρωπο σ αυτή τη γη. Ξεπεράστε το, δεν θα ξαναπιεί, δεν θα ξαναγλεντήσει, δεν θα ξανασηκώσει το μεσαίο δάχτυλο στους πολύ καθωσπρεπει.