Πάνω στο μένος του ο Αχιλλέας βρίσκει έναν πρώην αιχμάλωτό του τον οποίο είχε πουλήσει σε κάποιο νησί κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας κατά τις συνήθεις επιδρομές του.
Το ένστικτο της καταστροφής και του θανάτου τον έχει πλημμυρίσει σε τέτοιο βαθμό που νομίζει ότι δεν μπορεί να δει μπροστά του: βλέπω ένα φάντασμα, μια οπτασία, μονολογεί. Βλέπω μπροστά μου κάποιον απόντα.
Όχι, του λέει αυτός, πέφτοντας στα πόδια του Αχιλλέα και πιάνοντάς τον ικετευτικά απ' το γόνατο, είμαι ο τάδε, συντάχτηκα με τον δείνα και προσήλθα στη μάχη μαζί του, εναντίον των Αχαιών. Η γενιά μου κρατάει από παλιά και αν φεισθείς τη ζωή μου θα σου χρωστούν ευγνωμοσύνη τόσο οι πρόγονοί μου όσο κι οι γόνοι τους που θ' ακολουθήσουν.
Άμα σωθώ, μια ολόκληρη γενιά θα σε τιμάει και θα σε δοξάζει για όσο καιρό θα υπάρχει.
Πατέρας των θεών είναι ο Δίας, του απαντάει ο Αχιλλέας, που άμα θέλει, μ' έναν κεραυνό, διακόπτει τη συνήθη ροή των πραγμάτων. Εγώ είμαι ημίθεος αλλά η γενιά μου θα εκλείψει: αυτή είναι η μοίρα που μοιραζόμαστε όλοι.
Από μένα και τη γενιά μου δεν θ' απομείνει τίποτα ώστε να μας τιμάει και να μας δοξάζει η δική σου γενιά: κάτι τέτοιο θα αντέβαινε στις βουλές του Δία.
Αν σου χάριζα τη ζωή θα ήμουν ένας ηλίθιος που απιστεί στη δύναμη του κεραυνού ο οποίος είναι ισχυρότερος από την ορμή του ωκεανού που περιβρέχει τον κόσμο.
Γι' αυτό θα σε σκοτώσω.