Ξεπέρασαν τον μέσο όρο της Ευρωζώνης τα χρέη των Ελλήνων από καταναλωτικά
Tου Αλεκου Λιδωρικη
Ποια είναι σήμερα τα περιθώρια δανεισμού στη χώρα μας στον τομέα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ιδιαίτερα στους τομείς της στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης; Ενα ερώτημα που απασχολεί τόσο τις τράπεζες, καθώς σταδιακά σχεδιάζουν τις κινήσεις για την επόμενη μέρα μετά την κρίση, όσο και τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που βλέπουν ότι η τήρηση των κριτηρίων στις εγκριτικές διαδικασίες δανείων είναι πλέον πιο αυστηρή λόγω του κινδύνου ανόδου των επισφαλειών.
Ενας δείκτης που δείχνει πού κυμαίνονται σήμερα τα περιθώρια αυτά είναι ο δείκτης του βαθμού χρέωσης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την Ευρωζώνη στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας.
Μια πενταετία πριν, τον Ιούνιο του 2005, ο συνολικός δανεισμός των επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν 35,8% όταν στην Ευρωζώνη ήταν 51,8%, δηλαδή μας χώριζε μια διαφορά 16 μονάδων.
Σήμερα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, στις επιχειρήσεις η διαφορά μεταξύ Ελλάδος και Ευρωζώνης μειώθηκε στις 14 μονάδες καθώς τα αντίστοιχα ποσοστά δανεισμό ως προς ΑΕΠ για την Ελλάδα είναι 54,3% (Απρίλιος 2009) και την Ευρωζώνη 68,4% (Μάρτιος 2009).
Ο συνολικός δανεισμός των νοικοκυριών στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2004 ήταν 24% ως προς το ΑΕΠ και στην Ευρωζώνη 46,2% (διαφορά 22,2 μονάδων). Η διαφορά αυτή μειώθηκε στις 13 μονάδες καθώς στην Ελλάδα σήμερα ο δανεισμός των νοικοκυριών φτάνει το 48% και στην Ευρωζώνη το 61% του ΑΕΠ.
Ειδικότερα, όσον αφορά τη στεγαστική πίστη, ο δανεισμός έφτανε πριν από πέντε χρόνια στο 15,7% όταν στην Ευρωζώνη ήταν 31,2% (διαφορά 15,5 μονάδες). Η διαφορά σήμερα υποχώρησε 13,3 μονάδες και έφτασε στο 32% στην Ελλάδα και στο 45,3% στην Ευρωζώνη.
Στην καταναλωτική πίστη ο δανεισμός έφτανε το 8,3% του ΑΕΠ το 2004 και στην Ευρωζώνη το 15% (διαφορά 6,7 μονάδες υπέρ της Ευρωζώνης). Σήμερα η διαφορά, όχι μόνον εξανεμίστηκε, αλλά η χώρα μας υπερτερεί πλέον έναντι της Ευρωζώνης με το ποσοστό του δανεισμό στην καταναλωτική πίστη ως προς το ΑΕΠ να ανέρχεται σε 16% έναντι 15,7% στην Ευρωζώνη.
Οπως αναφέρει στην «Κ» ανώτατο διευθυντικό στέλεχος τράπεζας. η σύγκλιση αυτή μεταξύ Ελλάδος και Ευρωζώνης πρακτικά σημαίνει ότι η εγχώρια αγορά δανείων, ανεξάρτητα από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση, προσεγγίζει πλέον τα επίπεδα ωρίμασης, όπως άλλωστε είχε προβλεφθεί ακόμη και από τις αρχές τις τρέχουσας δεκαετίας. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι ρυθμοί ανάπτυξης 20% και 30% που γνώρισε η αγορά καταναλωτικής και στεγαστικής πίστης στη διάρκεια των τελευταίων ετών ανήκουν οριστικά στο παρελθόν ακόμη και μετά το τέλος της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν οι αγορές θα αρχίσουν ξανά να βρίσκουν τους φυσιολογικούς τους ρυθμούς. Καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης θα κυμαίνονται σε μονοψήφια νούμερα και τα δάνεια θα δίνονται με φειδώ, ο ανταγωνισμός των τραπεζών στον τομέα των δανείων τόσο σε επιχειρήσεις όσο και σε νοικοκυριά γίνεται πλέον πιο σκληρός. Οι πελάτες θα δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην ποιότητα της εξυπηρέτησης και στις δυνατότητες εξατομικευμένης τιμολόγησης, που βασίζεται στη γενικότερη σχέση που διατηρούν με την τράπεζά τους. Οι τράπεζες από τη μεριά τους, έχοντας διδαχθεί πολλά από τη διεθνή κρίση, θα δίνουν έμφαση στην αναζήτηση και προσέγγιση συνεπών και συνετών πελατών, που θα προσδίδουν πραγματική αξία στο χαρτοφυλάκιό τους με ό, τι θετικό συνεπάγεται αυτό για την κερδοφορία τους για τις εποχές που έπονται της διεθνούς κρίσης