Η λέξη μαλάκας ανήκει στην ελληνική καθομιλουμένη. Κυριολεκτικά, σημαίνει τον αυνανιζόμενο, αλλά χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Λαμβάνει διάφορες σημασίες, ανάλογα με το πού, πώς και μεταξύ ποιών χρησιμοποιείται. Μεταξύ φίλων, θεωρείται συνήθως πειρακτικός χαιρετισμός, οικεία προσφώνηση ή ελαφριά προσβολή. Όταν απευθύνεται σε έναν άγνωστο, θεωρείται τις περισσότερες φορές βαριά βρισιά. Παίρνει τότε τη σημασία του "ηλίθιου" ή του "ανίκανου" και δηλώνει αγανάκτηση.
Η λέξη χρησιμοποιείται μερικές φορές για να ορίσει το άτομο που χωρίς να χρησιμοποιεί την κοινή λογική επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τα ίδια λάθη ενώ ταυτοχρόνως διατηρεί στο ακέραιο την αίσθηση ότι είναι σωστός και ανάλογη, πιθανώς προσβλητική, συμπεριφορά.
Πιο γενικά η λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίθεση στην κοινή λογική (βλακεία).
H αντίστοιχη λέξη που αναφέρεται στο θηλυκό φύλο είναι μαλάκω ή μαλακισμένη.Στα αρχαία ελληνικά η λέξη σήμαινε "άρρωστος". Η λέξη προέρχεται εκ του ρήματος μαλακιάω, που σημαίνει μαλακώνω. Συνώνυμα ρήματα: καταμαλακίζω, πλαδαρούμαι, μαλακύνω. Ως ουσιαστικό η λέξη μαλακία είναι Ιωνική και σημαίνει μαλακός. Στον "Περικλέους Επιτάφιο" του Θουκυδίδη (...φιλοσοφούμεν γαρ μετ' ευτελείας και φιλοκαλούμεν άνευ μαλακίας) η λέξη σημαίνει την μαλθακότητα. Στα Νικομάχεια Ηθικά του Αριστοτέλη η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την καρτερικότητα, ενώ ως λατινική λέξη η malacia, υποδηλώνει την ήρεμη θάλασσα.[3] Στα νεότερα χρόνια η λέξη μαλακία ταυτίσθηκε με την διανοητική ανεπάρκεια ή εγκεφαλική δυσλειτουργία, εξ ού και η "μαλάκυνση εγκεφάλου". Επίσης και στην εκκλησιαστική γλώσσα διαφαίνεται η ίδια σημασιοδότηση, αντιδιαστέλλεται δηλαδή η σωματική ("νόσος") από την νοητική ("μαλακία") πάθηση: "από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν" (Ματθ. Δ' 23, Θ' 35 και Ι' 1).Σημειώνεται ότι επειδή συνήθως οι τοπικές διαφοροποιήσεις παραμένουν στην καθομιλουμένη, παρακάτω αναφέρονται μόνο αυτές για τις οποίες υπάρχουν σχετικές αναφορές.
Μινάρας - Πάτρα
Γρόθος - Κρήτη - Ρόδος (χωριό Αρχάγγελος) - Κεφαλονιά
μπλασκος - Κρητη