rodriguez96
Ανώτατος
- Εγγρ.
- 5 Δεκ 2017
- Μηνύματα
- 8.611
- Κριτικές
- 32
- Like
- 18.168
- Πόντοι
- 12.946
Θα γράψω κάτι στο παρόν νήμα για τις εκλογές, ελπίζω να γίνω κατανοητός.
Απόσπασμα από Ιππής, ομιλία Αλλαντοπώλη στη Βουλή:
Μέσα στη βουλή ο Παφλαγόνας άστραφτε και βροντούσε με λόγια κεραυνούς, σφενδονώντας τέρατα και σημεία ενάντια στους ιππείς· σφενδονούσε ριζιμιά λιθάρια και τους έλεγε συνωμότες, έτσι που να γίνεται απ᾽ όλους πιστευτός. Κι η βουλή ολόκληρη, καθώς αυτός μιλούσε, [630] φλόμωσε αγριολάχανο της ψευτιάς, έριξε ματιές-σινάπι κι όλοι σούφρωσαν τα φρύδια τους. Κείνη την ώρα, βλέποντας τη βουλή να χάφτει τα λόγια του και να πέφτει θύμα στις απάτες του, πήρα τον λόγο κι είπα: «Θεοί και κύριοί μου, Σαρδανάπαλοι, Αλεπούδες, Καλικάντζαροι, Σκυλομούρηδες, και συ, Αγορά, σκολειό των παιδικών μου χρόνων, δώστε μου τώρα θράσος, γλώσσα-ροδάνι κι αδιάντροπη φωνή». Την ώρα που αυτά κλωθογύριζα, απ᾽ τα δεξιά μου αμόλησε πορδή ένας ξεφτίλας πούστης. [640] Κι εγώ προσκύνησα ευλαβικά. Κι ύστερα έδωσα μια με την κωλάρα μου κι έκανα χίλια κομμάτια την καγκελόπορτα του φράχτη της βουλής, άνοιξα το στόμα μου δυο πήχες και έσυρα φωνή μεγάλη: «Βουλευτές, φέρνω καλά μαντάτα· γι᾽ αυτό πρώτα πρώτα θέλω να σας πω χαράς ευαγγέλια: από τότε που τα μπουμπουνητά του πολέμου βρόντησαν, ποτέ ως σήμερα δεν είδαν τα μάτια μου φτηνότερες μαρίδες». Στη στιγμή γαλήνη απλώθηκε στα πρόσωπα όλων· στεφάνια μου ᾽βαλαν για τα καλά μαντάτα. Κι εγώ τους είπα, για ν᾽ αγοράσουν μπόλικη μαρίδα μ᾽ έναν οβολό, να κρατήσουν σαν εθνικό μυστικό τη συμβουλή μου: χωρίς να χάσουν λεπτό, [650] να παν στα τσουκαλάδικα να καπαρώσουν τα τσουκάλια. Βάλθηκαν όλοι να χειροκροτούν και μ᾽ έβλεπαν μ᾽ ολάνοιχτο το στόμα.
Απόσπασμα από Ιππής, ομιλία Αλλαντοπώλη στη Βουλή:
Μέσα στη βουλή ο Παφλαγόνας άστραφτε και βροντούσε με λόγια κεραυνούς, σφενδονώντας τέρατα και σημεία ενάντια στους ιππείς· σφενδονούσε ριζιμιά λιθάρια και τους έλεγε συνωμότες, έτσι που να γίνεται απ᾽ όλους πιστευτός. Κι η βουλή ολόκληρη, καθώς αυτός μιλούσε, [630] φλόμωσε αγριολάχανο της ψευτιάς, έριξε ματιές-σινάπι κι όλοι σούφρωσαν τα φρύδια τους. Κείνη την ώρα, βλέποντας τη βουλή να χάφτει τα λόγια του και να πέφτει θύμα στις απάτες του, πήρα τον λόγο κι είπα: «Θεοί και κύριοί μου, Σαρδανάπαλοι, Αλεπούδες, Καλικάντζαροι, Σκυλομούρηδες, και συ, Αγορά, σκολειό των παιδικών μου χρόνων, δώστε μου τώρα θράσος, γλώσσα-ροδάνι κι αδιάντροπη φωνή». Την ώρα που αυτά κλωθογύριζα, απ᾽ τα δεξιά μου αμόλησε πορδή ένας ξεφτίλας πούστης. [640] Κι εγώ προσκύνησα ευλαβικά. Κι ύστερα έδωσα μια με την κωλάρα μου κι έκανα χίλια κομμάτια την καγκελόπορτα του φράχτη της βουλής, άνοιξα το στόμα μου δυο πήχες και έσυρα φωνή μεγάλη: «Βουλευτές, φέρνω καλά μαντάτα· γι᾽ αυτό πρώτα πρώτα θέλω να σας πω χαράς ευαγγέλια: από τότε που τα μπουμπουνητά του πολέμου βρόντησαν, ποτέ ως σήμερα δεν είδαν τα μάτια μου φτηνότερες μαρίδες». Στη στιγμή γαλήνη απλώθηκε στα πρόσωπα όλων· στεφάνια μου ᾽βαλαν για τα καλά μαντάτα. Κι εγώ τους είπα, για ν᾽ αγοράσουν μπόλικη μαρίδα μ᾽ έναν οβολό, να κρατήσουν σαν εθνικό μυστικό τη συμβουλή μου: χωρίς να χάσουν λεπτό, [650] να παν στα τσουκαλάδικα να καπαρώσουν τα τσουκάλια. Βάλθηκαν όλοι να χειροκροτούν και μ᾽ έβλεπαν μ᾽ ολάνοιχτο το στόμα.